Τι είναι ζωή;
Του Νίκου Τσούλια
Δεν προτίθεμαι να δώσω απαντήσεις. Απλά και μόνο γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι αδύνατο για τις δυνάμεις μου. Όμως, συζήτηση μπορεί να γίνει. Μπορεί να γίνει γιατί απασχολεί τη σκέψη κάθε ανθρώπου και μάλιστα τη σκέψη τη στοχαστική, τη φιλοσοφική, τη δημιουργική. Μπορεί να γίνει γιατί η έννοια του επέκεινα έχει αποικίσει σημαντικό τμήμα του «ενθάδε» και συχνά διαβρώνει τον κόσμο της ζωής και σκοτεινιάζει τη χαρά και το φως της ζωής. Μπορεί να γίνει γιατί η διαρκής επέκταση του ανείπωτου βαραίνει τους συλλογισμούς μας ενσταλάζοντας μελαγχολικές νότες στη γλύκα του διαλόγου και της συζήτησης.
Η διαρκής εξειδίκευση του Λόγου κυρίως από τις επιμέρους θεματικές της επιστήμης έχει ευνοήσει την εργαλειακή όψη της γλώσσας μας αλλά απομειώνει το ρόλο και τη σημασία της διανόησής μας. Το γνωστικό αντικείμενο γίνεται πεδίο λατρείας, κάθε επιστημονικός τομέας το βλέπει με τη δική του γωνία και παρουσιάζει τις απόψεις του χωρίς ποτέ να υπάρχει άνθρωπος να συλλαμβάνει το Όλον ως ενότητα, αλλά αντίθετα το συνθέτουμε ως άθροισμα των επιμέρους προσεγγίσεων. Να λοιπόν μια εγγενής αδυναμία.
Να ξεκινήσουμε από τη βιολογική πλευρά που είναι μάλλον η πιο προσιτή. Θα μπορούσαμε απλουστευτικά να ισχυριστούμε ότι το φαινόμενο της ζωής σε ό,τι αφορά προφανώς τη Γη συνδέεται με την παρουσία του DNA και του RNA (των νουκλεϊκών οξέων του κυτταρικού πυρήνα και των ιών). Η μοναδικότητα αυτών των χημικών μακρομορίων έγκειται στο γεγονός της δυνατότητας αυτοδιπλασιασμού τους, με τη βοήθεια βέβαια και άλλων παραγόντων. Ωστόσο, ο διάχυτος αναγωγισμός του θετικο-επιστημονικού ειδώλου συχνά δεν απαντά ουσιαστικά. Γιατί η ερμηνεία σε μικροσκοπικό επίπεδο δε σημαίνει ότι καλύπτει το επισκοπούμενο θέμα στην ολότητά του.
Αν το φαινόμενο της ζωής συνδεθεί μόνο με το DNA, τότε θα οδηγηθούμε στην απλή διαπίστωση ότι το DNA χωρίς τη δομή του κυττάρου είναι ένα μακρομόριο αδρανές που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι πράγματι το κύτταρο η βασική μονάδα της ζωής. Αλλά η ζωή επεκτάθηκε και δημιούργησε πολυκύτταρους οργανισμούς και αυτοί με τη σειρά τους κοινωνίες και ο άνθρωπος και πολιτισμούς. Η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου με την επικουρία σύγχρονων επιστημονικών προσεγγίσεων και ιδιαίτερα της μοριακής βιολογίας και της βιοχημείας δίνει ένα ικανοποιητικό μοντέλο για την εμφάνιση και την εξάπλωση της ζωής.
Αλλά μπορεί μια βιολογική ερμηνεία να ικανοποιήσει το ερώτημά μας στο τι είναι ζωή; Η γνώμη μου είναι αρνητική. Γιατί η πολλαπλότητα του φαινομένου της ζωής και κυρίως το πολιτισμικό φορτίο της, το οποίο και επικυριαρχεί και δίνει πλέον το στίγμα της ζωής του ανθρώπου δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα βιοχημικό μακρομόριο. Προς ενίσχυση αυτού του συλλογισμού, τηρουμένων των αναλογιών, θέτω ένα ανάλογο παράδειγμα. Σήμερα ένας άνθρωπος μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το γονιδίωμά του, να δει τη γενετική γραμματική του, το σύνολο των αζωτούχων βάσεων του DNA του, δηλαδή το σύνολο των γενετικών πληροφοριών του (των γονιδίων του). Διαβάζοντας τη βιολογική του κληρονομιά στην έσχατη – μοριακή / χημική βάση του μπορεί να ισχυριστεί ότι κατακτά την αυτογνωσία του; Απολύτως όχι.
Το φαινόμενο της ζωής εμφανίζεται σαν μια τάση αυτοοργάνωσης της ύλης σε όλα και πιο πολύπλοκα συστήματα, ξεπερνώντας τον περιορισμό του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος της Φυσικής – περί αύξησης της εντροπίας / αταξίας κάθε συστήματος προς το βέλος του χρόνου (το μέλλον) – με την προϋπόθεση ότι αναφερόμαστε σε ανοικτά συστήματα που εισάγουν ενέργεια από έξω. Επομένως, η ύλη και ο χρόνος δημιουργούν το πλαίσιο και τις επιμέρους συνθήκες για την ανάδυση της ζωής. Η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής στη Γη δεν ενέχει την έννοια του κανόνα σε κάθε γωνιά του σύμπαντος αλλά ούτε και την έννοια της μοναδικότητας ότι αφορά μόνο τη Γη.
Η δημιουργία συνείδησης στον άνθρωπο αποτελεί έναν τόπο, μέσω του οποίου η ίδια η φύση μπορεί να στοχάζεται επί του εαυτού της. Για τον ίδιο τον άνθρωπο η δημιουργία συνείδησης είναι το πεδίο που αφενός μεν τον απελευθερώνει από τα ζωώδη κατάσταση – διατηρώντας την ενότητά του στην ενιαία βιολογική κλίμακα – και αφετέρου δε τον καθιστά όμηρο του φόβου του θανάτου. Η απόκτηση της συνείδησής του, δηλαδή, είχε ως τίμημα τη δημιουργία του φόβου του θανάτου. Αλλά αυτός ο αρχέγονος φόβος δεν είναι ο φόβος που αισθανόμαστε απέναντι στο επέκεινα, είναι φόβος που προκλήθηκε κυρίως από την πολιτισμική όψη του ανθρώπου και συγκεκριμένα από τη θρησκευτική εκδοχή της.
Και ερχόμαστε στο πυρήνα του θέματός μας. Ζωή και θάνατος είναι αντιτιθέμενα πεδία; Στο επίπεδο ενός οργανισμού μπορούμε να ισχυριστούμε πως ναι, αφού θάνατος και ζωή δεν συναντιούνται και αλληλοαποκλείονται. Αλλά σε γενικότερη θεώρηση, το συνολικό φαινόμενο της ζωής αλληλοεξαρτάται από το φαινόμενο του θανάτου. Και, επί το απλούστερο: χωρίς το θάνατο δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζωή. Αυτό τεκμηριώνεται απόλυτα από την επιστημονική γνώση. Ωστόσο, η γνώση αυτή της ενότητας ζωής και θανάτου δεν γίνεται βίωμα, δεν αποτελεί ένα απλό δεδομένο για την ύπαρξή μας, ίσως λόγω του βάρους της υπαρξιακής μας αγωνίας, ίσως λόγω της σκιάς του ενσταλαγμένου από τις θρησκείες εν πολλοίς φόβου, ίσως …
Πολύ ορθά ο σοφός Σωκράτης κατακτώντας αυτή την τόσο απλή αλήθεια αντιμετωπίζει με τη γνωστή νηφαλιότητα τον επικείμενο θάνατό του αναρωτώμενος μάλιστα γιατί οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο σα να γνωρίζουν ότι είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί! Μια απλή κουβέντα, ένα μεγαλείο σκέψης, μια σοφή στάση ζωής.
Και έτσι έχουμε ανοίξει τη συζήτηση.
Πρόσφατα σχόλια