Αρχική > λογοτεχνία > Μονοπάτια λογοτεχνίας

Μονοπάτια λογοτεχνίας

 

image331

Δ. Ν. Μαρωνίτης

Συγκατοίκηση µε τον χρόνο

ΤΟ ΒΗΜΑ, 18.12.11

«Συγκατοίκηση µε το παρόν» είναι ο απρόβλεπτος τίτλος στην τελευταία ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕ∆ΡΟΣ, αφιερωµένη στην αλησµόνητη για δικούς και φίλους Ρένα. Πρόκειται για την πιο ώριµη προσφορά ενός γόνιµου ποιητή, που σηµάδεψε, όσο λίγοι, την ποίηση της πρώτης µεταπολεµικής γενιάς και των διαδόχων της, ανοίγοντας συνεχώς τον πολιτικό, ανθρωπολογικό και ερωτικό της ορίζοντα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση τα τριάντα συν ένα έντιτλα ποιήµατα της συλλογής έχουν µια σπάνια στις µέρες µας αρετή: είναι χωνεµένα και διαθέσιµα. Που πάει να πει: ωφέλιµα σε όσους αγαπούν πράγµατι την ποίηση, γιατί όντως τη χρειάζονται στη δύσκολη ζωή τους. Καταπώς το οµολογεί ο ποιητής στο επόµενο τετράστιχο: Oπως κι αν έρθουνε τα πράγµατα / όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες / πάντα µπορεί κανείς να ερωτεύεται. / Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς. Εντέλει η συλλογή του αυτή, µε τον συγκρατηµένο πόνο της, γίνεται καθ’ οδόν αποχαιρετισµός της δύσκολης αγάπης.

 

Καθυστερώ λίγο ακόµη στον αποκαλυπτικό τίτλο. Οπου συµβάλλονται ο χώρος και ο χρόνος, όταν κάποτε ερηµώνονται από το παρελθόν τους. Οπότε το ακατοίκητο παρόν προσφέρεται, µε το ζόρι έστω, σε συγκατοίκηση. Μια λέξη που την έζησα και τη θυµάµαι καλά από τα χρόνια (σαράντα ένα – σαράντα δύο) της πείνας και της κατοχής στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης. Oπου µας πήγε η µάνα µου να µείνουµε µαζί µε τον σκληρό αδελφό της, που µόλις είχε χάσει τη γυναίκα του, τουρκόσπιτο στο βάθος αδιέξοδου στενού, που κολλούσε στο µισογκρεµισµένο θεοδοσιανό τείχος (Γοργούς 11 η ακριβής διεύθυνση).
Για ανάλογη εξάλλου συγκατοίκηση, στα ίδια πάνω κάτω χρόνια, µιλά και ο Τίτος Πατρίκιος στο ΙΙΙ µέρος από το εξάτευχο οικογράφηµά του που επιγράφεται «Το σπίτι». Στηµένο στην αρχή της συλλογής σαν αγκωνάρι, για ν’ ακουµπήσουν πάνω του τα τριάντα ποιήµατα ενός καιρού που όσο πάει και λιγοστεύει, καθώς ολισθαίνει στη «∆ιπλή σκάλα». Αντιγράφω: Ενα ένα κατεβαίνω / τα σκαλοπάτια του καιρού / που µε πηγαίνουν / προς το τέλος. / Μου δίνουν κουράγιο καθώς βλέπω / πως η σκάλα είναι διπλή / πως τόσοι ανεβαίνουν από τη διπλανή της.

Μετρώ τις αυτόνοµες συλλογές που προηγήθηκαν. Στην αρχή οι τρεις της έµµεσης γνωριµίας, διαδοχικά δηµοσιευµένες το 1954, το 1963 και το 1975: Χωµατόδροµος, Μαθητεία, Προαιρετική στάση. Βρέθηκαν στα χέρια µου διδάσκοντας µεταπολεµική ποίηση στα πρώτα χρόνια της µεταπολίτευσης στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, όταν άνοιγα τον κύκλο της Ποιητικής και πολιτικής ηθικής, που δηµοσιεύτηκε τµηµατικά στο «Βήµα», προτού συγκροτηθεί σε βιβλιάριο. Ακολούθησαν, εξ επαφής, οι άλλες συλλογές: Θάλασσα επαγγελίας, Αντιδικίες, Αντικρινοί καθρέφτες, Παραµορφώσεις, Η ηδονή των παρατάσεων, Η αντίσταση των γεγονότων, Η πύλη των λεόντων, Η νέα χάραξη, Λυσιµελής πόθος – παραλείπονται οι τέσσερις συγκεντρωτικοί τόµοι των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ και η Μαθητεία ξανά. Νοµίζω κάτι έχω γράψει για καθεµιά. Τώρα συνέπεσε δέκατη τρίτη στη σειρά η Συγκατοίκηση µε το παρόν. Σκέφτοµαι πως µαζεµένοι οι τίτλοι αυτοί µιας ποιητικής δοκιµασίας που συνεχίζεται πενήντα έξι χρόνια, φτιάχνουν ένα γενναίο ποίηµα, κάτι σαν γέφυρα ανάµεσα στον έµπιστο ποιητή και στον πιστό αναγνώστη.

Η συλλογή µοιράζεται σε αυτοτελή ποιήµατα που περιβάλλονται από συνθέσεις. Είκοσι οκτώ τα πρώτα – τα δύο µε παραθέµατα: το ένα από τον Πίνδαρο, το άλλο από τον Εζρα Πάουντ. Αλλα ολιγόστιχα, κι άλλα πολύστιχα. Συµπληρώνεται καθένα µε τον, παραβατικό συνήθως, τίτλο του, όπως: Το χαµένο αφεντικό, Το ξόρκι, Ο υδράργυρος, Οι γυµνοί και οι ντυµένοι, Ο ίλιγγος του ύψους, Κουβεντιάζοντας µε τον Αρχίλοχο.
Οι τρεις συνθέσεις υποστυλώνουν τη συλλογή στην έναρξή της και στο τέρµα της. Η πρώτη επιγράφεται «Στα δάση» και εξελίσσεται σε τρία ισόστιχα µέρη –δώδεκα στίχοι το καθένα. Η ενδιάµεση επιγράφεται «Τρία ποιήµατα για τη Ρένα», µιλώντας αµίλητα. Η τρίτη, και τελευταία, αναπτύσσεται σε επτά µέρη, φέρει τον τίτλο «Υµνώ το σώµα» και υποστηρίζεται από τον ανεπανάληπτο στίχο του Αγγελου Σικελιανού: Ω µυστικά κατορθωµένο σώµα.

Αυτοτελή ποιήµατα και συνθέσεις συγκρίνονται και συνάµα διακρίνονται µεταξύ τους, προσφέροντας συµπαθητική συµµαχία στο υποκείµενο πάθος και πένθος. Ο χώρος δεν µε παίρνει για άλλη εξήγηση, που δεν είναι στην προκειµένη περίπτωση απαραίτητη, όπου φτάνει και περισσεύει η αδιαµεσολάβητη ανάγνωση. Προσθέτω µόνο, ένα, αινιγµατικό ίσως, σχόλιο για τη διπλή σύνταξη της συλλογής αυτής: τα αυτοτελή ποιήµατα είναι µε τον τρόπο τους µετακλητά, ενώ οι συνθέσεις αναδείχνονται αµετάκλητες.
‘Η µε τα λόγια του ποιητή και της ποίησης: έµαθα να ξεχωρίζω στα ξεραµένα φύλλα / τον ήχο από το αλλιώτικο βήµα του ανθρώπου.

Σχολείο

Τα προ Χριστού Χριστούγεννα

Tου Παντελη Mπουκαλα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18.12.11

Για να αποφύγω τις εύλογες κατηγορίες πως είμαι και ανευλαβής και ανιστόρητος, σπεύδω να πω από μιας αρχής ότι ο τίτλος της επιφυλλίδας, το παράδοξο «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα», δεν είναι δικός μου. Είναι του Νικολάου Γ. Πολίτη (αλλά κι αυτός τον αντέγραψε), του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, που μας έμαθε πώς να εκτιμούμε και να αγαπάμε τον λαϊκό πολιτισμό. Οι «Εκλογές» του, με βίο σχεδόν ενός αιώνα, παραμένουν μια σπουδαία, υποχρεωτική μπορώ να πω, οδός για να φτάσει κάποιος στο δημοτικό τραγούδι, να το γνωρίσει και να το γευτεί· και τούτο παρότι η μέθοδός του δεν ήταν αψεγάδιαστη, όπως έγκαιρα και γνωστικά επισήμαναν ο Τέλλος Αγρας και ο Γιάννης Αποστολάκης: η (δηλωμένη άλλωστε) επιθυμία του Πολίτη να αναζητήσει το αρχικό, ιδρυτικό «κείμενο» κάθε τραγουδιού και να επιχειρήσει να το ανασυστήσει ή να το ανασυνθέσει συνδυάζοντας τις παραλλαγές του, όσες γέννησε η γεωγραφία και ο ιστορικός χρόνος, έχει τα προβλήματά της, πολύ μικρής σημασίας βέβαια αν συγκριθούν με τα προβλήματα που προκάλεσε η νόθευση των δημοτικών τραγουδιών, για «εθνικούς» ή «καλλιτεχνικούς» λόγους (από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο το 1852 έως τον Χρήστο Χρηστοβασίλη το 1902) ή και η κατασκευή ασματίων που πλασαρίστηκαν σαν δημοτικά (ορισμένα μάλιστα παραμένουν «δημοτικά» για την κοινή γνώμη και μνήμη παρά τη φιλολογική αποκαθήλωσή τους).

Εν πάση περιπτώσει, ο προκλητικός τωόντι τίτλος, «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα», έχει την ηλικία του: Είναι 113 ετών, δεδομένου ότι το υπ’ αυτόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» στις 2 Ιανουαρίου του 1898. Επειδή ωστόσο τα ζητήματα που έθιγε εκεί ο Ν. Γ. Πολίτης, με πληροφοριακό πλούτο και ευθυβολία που δεν τα μετρίαζε η υποχρεωτική συντομία, δεν έπαψαν να απασχολούν το ανθρώπινο πνεύμα, υποθέτω ή θέλω να ελπίζω ότι κάθε άλλο παρά περιττή ή αδιάφορη είναι η μερική έστω αναδημοσίευση των σκέψεων εκείνων, όσο οδεύουμε προς τα μελαγχολικότερα μεταπολιτευτικά μας Χριστούγεννα, με ελάχιστα λαμπιονάκια στα πυκνοφωτισμένα μέχρι πέρυσι μπαλκόνια να επιχειρούν ανεπιτυχώς να σκορπίσουν το μουντό χρώμα που τείνει να γίνει εξωτερικό και εσωτερικό καθεστώς. Και υποθέτω, ή ελπίζω, ότι δεν είναι περιττή η αναμόχλευση των ζητημάτων αυτών, γιατί, αν εξαιρέσουμε τους ευτυχισμένους των κάθε λογής δογμάτων (θρησκευτικών και πολιτικών) που δεν θέλουν να ταλαιπωρούν το μυαλό τους, οι υπόλοιποι είμαστε υποχρεωμένοι να το ταλαιπωρούμε, να το εκνευρίζουμε, θέτοντας και ξαναθέτοντάς του ανθρωπογνωστικά και ιστοριογνωστικά ερωτήματα σαν αυτά που απασχόλησαν τον Πολίτη: για τον θρησκειολογικό συγκρητισμό, χωνευτήρι σωστό, για την ιστορικότητα των θρησκειών και των προφητών ή θεοτήτων τους, για τον τρόπο με τον οποίο κάθε νέος μεσσίας ή θεός (δηλαδή τα ιερατεία) στρέφεται επιθετικός εναντίον των προηγουμένων ενώ συγχρόνως δανείζεται (επιδέξια ή άτσαλα) ουσιώδη στοιχεία της λατρείας τους.

Με το κείμενό του στην «Εστία», ο Πολίτης σχολιάζει και ελέγχει όσα «περίεργα ουχί όμως και ακριβή» είχε γράψει στην εφημερίδα στις 29.12.1897 ο «Εκάεργος», ακριβώς με τον τίτλο «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα» και ίσως με προκλητική διάθεση. Εκάεργος, στον Ομηρο, ήταν πάντοτε ο Απόλλωνας, με την ικανότητά του να τοξεύει μακριά και εύστοχα. Ο απόγονός του, πάντως, που διάλεξε το θεϊκό επίθετο σαν ψευδώνυμο δεν υπήρξε το ίδιο εύστοχος. Φαίνεται μάλιστα να κατατρύχεται από την ίδια «εξελληνιστική» αγωνία που τρώει πολλούς και σήμερα. Ηθελε δηλαδή και αυτός να βεβαιώσει, κι αν μην τον ευνοούσαν τα πορίσματα των επιστημών, ότι τα πάντα έχουν ελληνική αρχή. Δεν τους αρκεί ορισμένων να τιμούν το αρχαίο πνεύμα γι’ αυτό το σπουδαιότατο που όντως ήταν, παρά θέλουν να του πιστώνουν και επιτυχίες που το ίδιο τις αγνοούσε. Θα πρέπει να ’ναι τρύπια η αγάπη τους για να χρειάζεται παραγεμίσματα.

«Αναζητών ο Εκάεργος εις άλλας παλαιοτέρας θρησκείας εορτάς ομοίας προς τα Χριστούγεννα των Χριστιανών και μύθους παραπλησίους προς τα περί της γεννήσεως του Χριστού παραδεδομένα», γράφει ο Πολίτης, «βεβαιοί ότι οι αρχαίοι Ελληνες εώρταζον την γέννησιν του Διονύσου και του Ηρακλέους την 25 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, εμυθολόγουν δ’ ότι εγεννήθησαν αμφότεροι εκ παρθένων, ούτος μεν της Αλκμήνης, ο δε Διόνυσος της Σεμέλης». Παρθένος η Αλκμήνη; Η Ηρα είχε βρει τον τρόπο να ανακτά την παρθενικότητά της λουόμενη άπαξ ετησίως στη λίμνη Κάναθο της Ναυπλίας, η Αλκμήνη πάντως γεύτηκε τον έρωτα του Δία για μια νύχτα τριπλασιασμένης διάρκειας, εξού και ο Ηρακλής απεκλήθη τριέσπερος.

Το δόγμα περί παρθενογενών θεών ή ηρώων», παρατηρεί ο Πολίτης, «ήτο παντελώς άγνωστον εις τους Ελληνας· περί της Αλκμήνης μάλιστα εμυθολογείτο ότι εγέννησε δύο παίδας διδύμους, τω Διί μεν τον Ηρακλέα, μια νυκτί πρεσβύτερον, τω Αμφιτρύωνι δε τον Ιφικλέα. Ο λέγων δ’ ότι οι αρχαίοι Ελληνες ήγον εορτήν τινα την 25 Δεκεμβρίου ελέγχεται αγνοών ότι αι ημέραι των ελληνικών μηνών δεν συμπίπτουσι προς ημέρας του Ιουλιανού ημερολογίου, όπερ παρά των Ρωμαίων έχουσι παραλάβει τα σημερινά ευρωπαϊκά έθνη, διότι οι Ελληνες κατά σελήνην ήγον τον ενιαυτόν. (…)

Ας υποθέσωμεν όμως ότι εννοεί ο Εκάεργος, ως αντιστοιχούσας προς τα Χριστούγεννα εορτάς αγομένας υπό των Ελλήνων κατά τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου εις τιμήν των γενεθλίων του Διονύσου και του Ηρακλέους. Αλλά περί μεν του Ηρακλέους γινώσκομεν ότι εγεννήθη εν τετράδι, δηλαδή την τετάρτην ημέραν του μηνός, και επί τούτω ήγετο, εν Θήβαις μόνον, εορτή τα Ηράκλεια· διότι πάσαι αι άλλαι εις τιμήν του Ηρακλέους αγόμεναι εορταί ουδεμίαν είχον εις την γέννησιν αυτού αναφοράν. Τίνα όμως μήνα επιστεύετο ότι εγεννήθη ο Ηρακλής; Πιθανώτατα τον υπό των Δελφών Ηράκλειον καλούμενον, όστις αντιστοιχών προς τον Αττικόν Θαργηλιώνα ήτο μην θερινός». Ούτε με Ηρακλούγεννα ούτε με Διονυσούγεννα έχουν σχέση τα Χριστούγεννα, λέει ο Πολίτης. Εχουν όμως με τα Μιθρούγεννα. Γι’ αυτά, όμως, την άλλη Κυριακή.

Σχολείο

Γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά

Tου Παντελη Μπουκαλα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25.9.11

Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. Ακόμα και η ίδια η πράξη της σκέψης τούς μοιάζει τότε απαράδεκτη, γιατί, έστω κι αν έχουν πειστεί από το πολύ φαρμάκι να αντιστρέψουν τον Σεφέρη και να πουν πως «είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», κρίνουν απαράδεκτο τον ίδιο τον πόνο που τους τσάκισε· δεν τον υπολογίζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις», που, ακολουθώντας ακόμα κι αθέλητά τους μια μυριόχρονη επιβιωτική πρακτική τόσο καλά αφομοιωμένη που να μην είναι καν αισθητή η ύπαρξή της, τους χρησιμοποιούν για ν’ αντέξουν, για να ενισχύσουν το φρόνημά τους, ίσως και για να μεταπλάσουν σε κάποιας μορφής τέχνη τον σπαραγμό τους. Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά, μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια…

Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι – και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να ‘τον παρεμπρός, και να ‘τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.

Μ’ αυτό το «εκεί», με τη μοίρα των βροτών ανθρώπων, πολέμησαν αμέτρητοι ποιητές και στοχαστές. Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Αυτό συνέβη από τον Ομηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ’ απήμων τον δι’ αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ’ επανάληψη εν ζωή. Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο, δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης, είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι, φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να ‘χουμε ν’ ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.

Να μια τέτοια πέτρα, γερό αγκωνάρι, με ρίζες οχτώ να το στεριώνουν στο χώμα, όσες και οι στίχοι του, ένα ποίημα που αμέτρητοι άνθρωποι μπορούν δίκαια να πιστέψουν πως πλάστηκε γι’ αυτούς ειδικά: «Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, κάμποσα χρόνια κι άλλο, / όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν, / όπως βαστάζ’νε τα δεντρά την παραγρανεμίαν, / όπως βαστάζ’ η θάλασσα τη κοσμί’ τα καράβια, / όπως βαστάζ’ ο ουρανόν εκείνα όλα τ’ άστρια, / όπως βαστάζ’ το σίδερον την βαρυτσακουτσέαν, / όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν σ’ ση καζαντζή τα χέρια. / Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, αν θελτς και αν ‘κί θέλεις». Για δημοτικό τραγούδι του Πόντου πρόκειται, που το εξέδωσε το 1960, μαζί με πολλά άλλα, ο Πάνος Λαμψίδης, ο οποίος και το απέδωσε ως εξής στη νεοελληνική: «Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια κι άλλο, / καθώς βαστάζουν τα βουνά τους πιο βαριούς χειμώνες, / καθώς βαστάζουν τα δεντρά τον δυνατόν αγέρα, / καθώς βαστάει η θάλασσα του κόσμου τα καράβια, / καθώς βαστάει ο ουρανός όλα τ’ αστέρια εκείνα, / καθώς βαστά το σίδερο βαριού σφυριού τον χτύπο, / καθώς βαστά το χάλκωμα στου σιδερά τα χέρια. / Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις».

Από τον γύρω του κόσμο, τον ψηλαφητό, δανείζεται εικόνες αντοχής ο φυσικός άνθρωπος, για να παραδειγματιστεί και, με την προς εαυτόν εντολή, με αυτό το τετράκις επαναλαμβανόμενο «βάσταξον», να μοιραστεί την υποχρέωση της υπομονής με όλους τους υπόλοιπους, συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, συμπολεμιστές σε έναν σκληρό αγώνα που το δεδομένο τέλος του δεν του μειώνει την αξία· για μια σκυτάλη καρτερίας πρόκειται που την παραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη. Με το σίδερο και με τον χαλκό παραλληλίζεται εδώ η καρδιά του ανθρώπου, που τη σφυροκοπούν δίχως σταματημό οι απώλειες, τα πένθη εκείνα που κανένα επίθετο δεν είναι αντάξιό τους, κι αν χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε τα αδικείς και τα προσβάλλεις. Κι αυτή η καρδιά πρέπει ν’ αντέξει. Θέλει δεν θέλει. Ν’ αντέξει σαν αντίψυχο για την άλλη που σώπασε.

Εγραψα όσα έγραψα για να πω και με αυτόν τον τρόπο, και από εδώ, ολόψυχο το ευχαριστώ μου σε όσους είχαν την καλοσύνη να στείλουν σε μένα και στους δικούς μου ζεστό αυτό το πολύτιμο «βάσταξον», με έναν από τους τόσους τρόπους της γραφής, το δημοσιογράφημα, το τηλεγράφημα, το γράμμα, το μήνυμα στο κινητό, στον υπολογιστή, στο Διαδίκτυο, τη φωνή, αυτήν την αμεσότερη γραφή. Ας μετρηθεί παρακαλώ το ευχαριστώ μας όσο θερμό το «βάσταξόν» τους.

Σχολείο

Μέλι σ’ ένα φλιτζάνι με φάρμακο

Του Μιχάλη Μητσού, ΤΑ ΝΕΑ, 1.10.11

image2Ενα καλοκαίρι στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ο Στίβεν Γκρίνμπλατ σπούδαζε στο Γέιλ και έψαχνε ένα καλό βιβλίο να διαβάσει έπεσε πάνω σ’ ένα ποίημα ηλικίας 2.000 ετών: το «Για τη Φύση των Πραγμάτων», του Ρωμαίου Λουκρήτιου (97 π.Χ. – 57 π.Χ.). Αυτό που τον εντυπωσίασε ήταν το εξώφυλλο, που έδειχνε δύο πόδια αποκομμένα από το σώμα να επιπλέουν στο διάστημα. Με άλλα λόγια, ένα είδος «ουράνιας συνουσίας». Το ποίημα είναι μνημειώδες, αποτελείται από 7.415 στίχους. Και ο προβληματισμός του ποιητή γύρω από τον φόβο του θανάτου θύμισε στον νεαρό φοιτητή την εβραία μητέρα του και την έμμονη ιδέα της ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να πάθει έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Περπατούσαν στον δρόμο, και ξαφνικά σταματούσε και ζητούσε από τον γιο της να αγγίξει την παλλόμενη φλέβα στον λαιμό της. Οταν δε αποχωριζόντουσαν, οι σκηνές ήταν σπαρακτικές.

Με την ιστορία αυτή ξεκινά «Η εκτροπή. Πώς έγινε ο κόσμος μοντέρνος», το καινούργιο βιβλίο του Γκρίνμπλατ, ο οποίος διδάσκει σήμερα ανθρωπιστικές επιστήμες στο Χάρβαρντ και θεωρείται ιδρυτής ενός κλάδου που λέγεται «νέος ιστορικισμός». Οπως γράφει ο βιβλιοκριτικός των Νιου Γιορκ Τάιμς, το βιβλίο είναι ένας καλοβρασμένος καφές με μπόλικη ζάχαρη και γάλα. Θα το παρομοίαζε κανείς με καφέ λάτε, όχι με εσπρέσο. Ο συγγραφέας προσεγγίζει τον αγαπημένο του Λουκρήτιο μέσα από την ιστορία του Πότζιο Μπρατσιολίνι, πρωτοπόρου του ιταλικού ουμανισμού, μαθητή του Μανουήλ Χρυσολωρά και ενός από τους μεγαλύτερους κυνηγούς βιβλίων της Αναγέννησης. Το σημαντικότερο εύρημά του ήταν ένα αντίτυπο εκείνου ακριβώς του ποιήματος των 7.415 στίχων, που ήταν χαμένο για πάνω από χίλια χρόνια και ανακαλύφθηκε σε ένα γερμανικό μοναστήρι.

Θαυμαστής του Επίκουρου, ο Λουκρήτιος πίστευε ότι δεν υπάρχει κάποιο έξυπνο σχέδιο, ούτε κάποιος θεϊκός αρχιτέκτονας. Ο θρησκευτικός φόβος, έλεγε, διαστρέφει την ανθρώπινη ζωή. Η κοσμοθεωρία του συνέδεε την απόλαυση με την αρετή – αλλά η απόλαυση δεν ταυτιζόταν για κείνον με την ηδονή, περιλάμβανε ακόμη τη φιλία, τη φιλανθρωπία και τη θεμελιώδη ευτυχία. Πίστευε ακόμη ότι κάθε μορφή ύλης, περιλαμβανομένου του ανθρώπου, είναι φτιαγμένη από άτομα που βρίσκονται σε αέναη και απρόβλεπτη κίνηση. Δεν θεωρούσε ότι τα ποιήματά του είναι όμορφα. Τα παρομοίαζε με μέλι αλειμμένο στο χείλος ενός φλιτζανιού με φάρμακο, που ο ασθενής θα αρνιόταν διαφορετικά να πιει.

Ο Γκρίνμπλατ δεν συμφωνεί μαζί του. Το «Για τη Φύση των Πραγμάτων» είναι ένα ποίημα σαγηνευτικής ομορφιάς – γράφει – και ταυτόχρονα ένα φιλοσοφικό έργο που όταν άρχισε να κυκλοφορεί στην Αναγέννηση συνέβαλε στον αναπροσανατολισμό της σκέψης. Μεταξύ άλλων, εμπνεύστηκαν από αυτό ο Γαλιλαίος, ο Φρόιντ, ο Δαρβίνος και ο Αϊνστάιν. Για όποιον θέλει να το διαβάσει στα ελληνικά, και ενδεχομένως να δει με άλλο μάτι την οικονομική κρίση, κυκλοφορεί σε νεοελληνική μετάφραση από τις Εκδόσεις Θύραθεν.

Σχολείο

Ο κυνισμός είναι προνόμιο όλων

Ουίλιαμ Φόκνερ: pulp fiction ή μυθιστορηματική τραγωδία;

Σοφία Νικολαΐδου, ΤΑ ΝΕΑ , 9.7.11

clip_image0013

Ο νομπελίστας Φόκνερ ήθελε να χαραχτεί στον τάφο του μονάχα μια φράση: «Εγραψε βιβλία και πέθανε». Υπήρξε ένας διακεκριμένος πεζογράφος, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως αποτυχημένος ποιητής. Ενας χαμηλών τόνων άνθρωπος που δεν είχε τη λάμψη των συγγραφέων της γενιάς του. Δεν ήταν παγόνι σαν τον Χεμινγουέι. Απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις. Σμίλευε τη φράση του, μεριμνούσε για τον ρυθμό της πρόζας του, ήξερε την αξία της ατάκας στον διάλογο και τις λεπτές πινελιές που ζωντανεύουν έναν χαρακτήρα.

Το 1929 και το 1930 είχαν εκδοθεί τα εμβληματικά έργα του «Η βουή και η μανία» και το «Καθώς ψυχορραγώ» αντίστοιχα. Ομως ο Φόκνερ χρωστούσε λεφτά. Τα έργα του δεν του απέφεραν χρήματα. Η εκδοτική αποτυχία τον είχε στριμώξει. Αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με στόχο να πουλήσει. Τι πιο πρόσφορο λοιπόν από ένα αστυνομικό; Και μάλιστα ένα αστυνομικό που μοιάζει να αντλεί τα στοιχεία του από τα αστυνομικά μονόστηλα της εποχής;

Ο ίδιος ο Φόκνερ ομολόγησε την πρόθεσή του, υποτιμώντας την αξία του βιβλίου. Ομως ένας στυλίστας παραμένει στυλίστας. Pulp fiction ή «μυθιστορηματική τραγωδία»; Γιατί το ένα να αποκλείει το άλλο; Είναι τόσο αδιαπέραστα τα στεγανά των ειδών; Ο Φόκνερ αποδεικνύει πως, αν το ταλέντο περισσεύει, οι κριτικοί αμηχανούν και διχάζονται.

Το μυθιστόρημα οργανώνεται γύρω από τον βιασμό μιας φοιτήτριας. Η ωραία, άμυαλη και καλομαθημένη Τεμπλ Ντρέικ, κόρη δικαστή και αδελφή τεσσάρων παλικαριών, το σκάει από το κολέγιο που φοιτά. Εχει ραντεβουδάκι με τον Γκόουαν Στίβενς, αλκοολικό φοιτητή, κάτοχο αυτοκινήτου. Ο Γκόουαν κατορθώνει να μεθύσει τέσσερις φορές στις πρώτες ώρες του ραντεβού. Σέρνει μαζί του την Τεμπλ σε μια τρώγλη, στέγη παρανόμων, για να προμηθευτεί αλκοόλ. Βρισκόμαστε στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης. «Οι νεαροί που είναι σαν κι αυτόν είναι πολύ νέοι για να καταλάβουν ότι οι άνθρωποι δεν παραβαίνουν τον νόμο μόνο για διασκέδαση», παρατηρεί πικρά η γυναίκα του σπιτιού.

Η Τεμπλ φρίττει με όσα βλέπει. Συμπεριφέρεται σπασμωδικά. Μένει απροστάτευτη. Μέσα στον συρφετό των παρανόμων βρίσκονται ο Λι Γκούντγουιν, λαθρέμπορος αλκοόλ, ο Τόμι και ο Πάπαϊ, ένας διαταραγμένος και λιγομίλητος γκάνγκστερ. Ο Πάπαϊ βιάζει την Τεμπλ με ένα καλαμπόκι. Είναι ανίκανος.

Ο Πάπαϊ οδηγεί την απροστάτευτη κι άβουλη Τεμπλ σε έναν οίκο ανοχής. Την εγκαθιστά εκεί, για να την επισκέπτεται. Της αγοράζει πανάκριβα ρούχα, κολόνιες, καλλυντικά, που η Τεμπλ δεν διστάζει να σκίσει και να σπάσει, όταν τη χτυπά. Ο γκάνγκστερ την κρατά κλειδωμένη. Την μπλέκει σε νοσηρά παιχνίδια αισθησιασμού με άλλον άντρα. Το δίχτυ της βίας, της λαγνείας και του θανάτου κλείνει με ένα δικαστήριο, ένα λιντσάρισμα και τη δολοφονία του Πάπαϊ για λάθος λόγους από τους λάθος ανθρώπους.

Κλείνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δεν έχει διαβάσει ένα από τα μείζονα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Η πένα του στυλίστα και η στόφα του μασίφ πεζογράφου όμως διακρίνεται κάτω από την επίφαση – ή την πρόθεση- του ευπώλητου έργου.

clip_image002[4]

  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε