Αρχική > διηγήματα Ν. Τσούλια > Μοναχικά λουλούδια…

Μοναχικά λουλούδια…

Αποτέλεσμα εικόνας για λουλούδι δίπλα σε άστεγο

Του Νίκου Τσούλια

      «Είχα ακούσει από τους παλιούς παραμυθάδες ότι υπάρχουν μοναχικά λουλούδια εκεί πέρα στο Καλαθέϊκο, εκεί που πέφτει ο ήλιος έχει από τη μια πλευρά ο λόφος βυθιστεί. Λένε ότι εκεί βγαίνουν νεράιδες και ξελογιάζουν όποιον κάθεται για πολλή ώρα εκεί κοντά. Μερικοί λένε ότι είναι σαν τις Σειρήνες του Οδυσσέα. Δεν ξέρω… Εκεί όμως όλοι συμφωνούνε ότι υπάρχουν μοναχικά λουλούδια, που σαν τα αντικρίσεις για τα καλά θα είναι σαν να έχεις βρει έναν θησαυρό. Τι ακριβώς εννοούν δεν έχω καταλάβει. Πρέπει να εξηγήσεις τα μοναχικά λουλούδια και να βρεις τι κρύβουν, το όνειρο ενός βασανισμένου ανθρώπου…».

      Στοίχειωσε αυτή η αφήγηση του παππού και κάθε φορά, που αγνάντευα το ηλιοβασίλεμα, …έψαχνα με το βλέμμα μου να το βρω. Είναι πολύ μακριά˙ στο χωριό μου ο ορίζοντας είναι παντού μακριά. Σα μεγάλωσα πήγα στο επάνω μέρος του λόφου, αλλά πού να κατέβεις εκεί στο βύθισμα; Μια άβυσσος που σου αλλάζει όλες τις αισθήσεις. Ο γκρεμός χάσκει και σε τρομάζει ότι θα σε καταπιεί μόνο και μόνο σαν τον κοιτάξεις λίγο παραπάνω… Δεν το είπα σε κανέναν το μυστικό. Δεν ξέρω αν είναι μυστικό ή αν ο παππούς μου το είχε ακούσει από τον παππού του – και τότε θα είχε νόημα και αξία – ή το είχε επινοήσει ο ίδιος… Εγώ ήθελα να το έχει ακούσει, να είναι μυστικό από φωνή του παρελθόντος, του πολύ παρελθόντος.

      Μου είχε πει και το άλλο. «Τα μοναχικά λουλούδια, που είναι σε παράξενο περιβάλλον, πάντα κάποια ιστορία ενός ανθρώπου κρύβουν, ενός ανθρώπου που έχασε το όνειρό του και μαζί με αυτό και τη ζωή του, μιας κοπέλας που δεν την άφησαν να πάρει τον καλό της, ενός νέου που δεν βρήκε ανταπόκριση στην αγάπη του…».

      Σα μεγάλωσα άκουγα ξανά και ξανά από τους παλιούς συγχωριανούς μου ότι ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τις γυναίκες, ότι πάντα σαν έφευγε από τα χωράφια και έβγαινε στο καφενείο ήταν πάντα σενιαρισμένος στην τρίχα, με τη χωρίστρα του στην ευθεία, με τα παπούτσια του πάντα γυαλισμένα και ας ήταν ο τόπος γεμάτος λάσπες και με το λουλούδι του πάντα στο πέτο του σακακιού ή στο δεύτερο κουμπί του πουκαμίσου, το καλοκαίρι που δεν φορούσε σακάκι. Η ιστορία του βγήκε πάλι στην επιφάνεια. Δεν ήταν μια απλή θύμηση ούτε μια ξεχωριστή νοσταλγία. Έγινε εμμονή μου, φαντασίωσή μου. Κάθε φορά όπου κι αν πήγαινα σε τόπους που η φύση είχε ιδιοτροπίες – «στην άκρη του γκρεμού», είπε και ο ποιητής – το μυαλό μου πήγαινε εκεί. Να βρω μοναχικά λουλούδια.

      Τα χρόνια πέρναγαν, μαζί και οι δεκαετίες και από κοντά κόντευε να τελειώσει και η «δεύτερη ηλικία μου» και αχνοφαινόταν η «τρίτη» – και «τελευταία», άρχισε να μου λέει μια φωνή μέσα μου. Είχα εδώ και καιρούς γίνει άνθρωπος της πόλης και η αναζήτησή μου έχανε έδαφος. Τη θυμόμουνα κάθε φορά στις περιοδικές παλιννοστήσεις μου, αλλά το είχα πάρει απόφαση ότι ένα παραμύθι ήταν, που έπρεπε και εγώ να συνεχίσω το νήμα του και τίποτα άλλο. Κάποιος άλλος πιτσιρικάς του μέλλοντος – πίστευα ότι μόνο παιδιά και έφηβοι μπορούν να αγγίξουν τον τόπο της φαντασίωσής τους – μπορεί να είναι ήταν τυχερός.

      Οι καιροί άλλαξαν για τα καλά. Μου μίλαγε ο παππούς μου για τον πόλεμο εκεί πέρα στα βάθη της Ανατολής, αλλά εγώ είχα πιστέψει από μικρός ότι τον πόλεμο πλέον θα τον …βλέπω μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Αλλά η ζωή είχε άλλη γνώμη. Και η Ελλάδα βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στην άβυσσο ενός άλλου πολέμου, οικονομικού πολέμου αυτή τη φορά. Οι άνθρωποι δεν έχαναν τη ζωή τους μία και έξω αλλά αργά αργά και βασανιστικά. Η Αθήνα γέμισε άστεγους και περιθωριοποιημένους.

Δεν πείραξε η κρίση τις καλές μου συνήθειες. Κάθε τόσο έκανα το οδοιπορικό μου στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, τις στάσεις μου και τις πνευματικές μου αναζητήσεις στα βιβλιοπωλεία. Ξεφυλλίζω βιβλία, ψυχανεμίζομαι με τα εξώφυλλά τους, διαβάζω τα οπισθόφυλλά τους και η απόφαση έρχεται μόνη της. Κάθε φορά που γυρίζω με τα καινούργια μου βιβλία στο σπίτι είναι μέρα χαράς, της ίδιας χαράς εδώ και δεκαετίες. Κανένας χρόνος δεν την αγγίζει ούτε και τα μνημόνια…

      Τώρα μαζί με όλη την κουλτούρα των βιβλίων γεννήθηκε και η κοινωνιολογία του δρόμου. Ναι, άλλαξε η ματιά μου. Παλιά κοιτούσα μόνο όμορφες κοπέλες και πάντα ονειρευόμουνα και χανόμουνα με την εικόνα τους. Τώρα συνεχίζω αυτό το υφάδι της φαντασίωσης της νιότης που την κρατάω με κάθε τρόπο, αλλά παρατηρώ και συλλογίζομαι με τους τόσους και τόσους καταφρονεμένους, ζητιάνους, απόκληρους, εγκαταλειμμένους, μοναχικούς, φτωχούς… – τους είχα πρωτογνωρίσει στα βιβλία του Ντίκενς και του Ουγκώ και στις σουρεαλιστικές ταινίες του ιταλικού σινεμά – που συναντώ στο δρόμο μου.

      Δεν κατάλαβα εκείνη την ημέρα το πώς βρέθηκα εκεί προς τον Ευαγγελισμό και δεν ακολούθησα την κλασική διαδρομή από τη Βασιλίσσης Σοφίας. Ανέβαινα προς τα πάνω, στο πίσω μέρος του νοσοκομείου. Η εικόνα με τράβηξε ολοκληρωτικά. Το τσιμεντένιο περβάζι είχε γίνει κρεβάτι. Τα χαρτόνια ήταν τα σύνορα της φτωχής επικράτειάς του. Το κρεβάτι καλοστρωμένο. Δυο πλαστικές σακούλες με ρούχα και μία με φαγώσιμα κοντά του ήταν το βιος του. Εικόνα εγκατάλειψης της ζωής αλλά και αξιοπρέπειας. Και στο ξύλινο μακρινάρι ντουλάπι; Ένα φτωχικό μπουκάλι με λουλούδια, λουλούδια μοναχικά… Αυτό είναι!

     Κοίταζα και ξανακοίταζα. Σκεπτόμουνα και σκέπτομαι από τότε συνέχεια αυτή την εικόνα. Ποια ιστορία κρύβει, ποιο το χαμένο όνειρο; Δεν θα το βρω ποτέ!

Διαβάστε για το ίδιο θέμα:

http://www.iefimerida.gr/news/124715/%CE%BF-%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CF%89%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CE%BA%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82

Αποτέλεσμα εικόνας για alone flower

Κατηγορίες:διηγήματα Ν. Τσούλια Ετικέτες:
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε