Ο Πέτρος, τα μπαλωμένα παπούτσια του και το …βραβείο
Του Νίκου Τσούλια
Στις παλιότερες δεκαετίες, για παράδειγμα εκείνη του ’60, δύσκολα θα έβρισκες παιδί στις αγροτικές περιοχές της χώρας που να μην είχε ονειρευτεί παπούτσια. Και εννοώ όνειρα, που να βάστηξαν μήνες και μήνες ή και να παρέμειναν όνειρα για την παιδική ηλικία…
Το να μην είσαι ξυπόλυτος, σε εκείνους τους καιρούς, εθεωρείτο ως το έστω αργό πέρασμα από τη φτώχεια σε μια σχετικά ανεκτή κατάσταση. Η ξυπολυσιά ήταν δείγμα οικονομικής ανέχειας.
Πολλά παπούτσια φορέθηκαν με μπαλώματα – οι μπαλωματήδες είχαν δουλειά συνέχεια και μπορεί να έμπαινε και μπάλωμα στο μπάλωμα. Πολλά παπούτσια επίσης φορέθηκαν μακριά από τα νούμερα των ποδιών, γιατί έφταναν από κανέναν συγγενή από την Αθήνα, που είχαν φορεθεί για τα καλά «πρώτο χέρι», και απλά έμπαιναν εφημερίδες μέσα για να μην κολυμπάει το πόδι του παιδιού…
Αλλά ας πάμε στην περίπτωσή μας. Ο Πέτρος ήταν μαθητής άριστος. Όπου και να πήγαινε είχε τα βιβλία μαζί του. Είχε και τον μεγαλύτερο αδελφό του, που τον είχε βοηθήσει και έτσι έγινε αστέρι και σα μεγάλωσε έγινε «μέγας και τρανός», όπως έλεγαν τότε στα χωριά. Μια ημέρα, λοιπόν, θα πήγαινε ο επιθεωρητής στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Οι δάσκαλοι τότε ήταν στο έλεός του. Ετοιμάζονταν με κάθε λεπτομέρεια για να δώσουν την καλύτερη δυνατή εικόνα, για να μην έχουν …ιστορίες.
Και έτσι ο δάσκαλός μας κάλεσε τον Πέτρο και του είπε με το πιο σοβαρό και αυστηρό ύφος.
– Να γράψεις μια έκθεση για να την διαβάσεις αύριο στον επιθεωρητή. Να βάλεις τα δυνατά σου. Ο επιθεωρητής εξετάζει εσένα, και μαζί με εσένα και εμένα. Μη με ντροπιάσεις!
Ο Πέτρος κοκκίνησε από πριν για τη δύσκολη αυριανή ημέρα. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν ο επιθεωρητής. Σκέφτηκε. «Για να το λέει σε εμένα θα είμαι ο καλύτερος μαθητής όλου του σχολείου. Τι πιο ωραίο; Θα το κουβεντιάζουν και στο καφενείο και θα είμαι το καμάρι του χωριού».
Στρώθηκε, λοιπόν, και έβαλε τα δυνατά του. Και έγραψε αριστούργημα – έτσι του είπε ο δάσκαλος το πρωί της επόμενης ημέρας. Καταχάρηκε ο Πέτρος αλλά η καρδούλα του έτρεμε.
«Μην τα χάσω μπροστά στον επιθεωρητή», έλεγε και ξαναέλεγε μέσα του. Και καθησύχαζε τον εαυτό του, αφού δεν θα τα έλεγε απέξω αλλά θα είχε το τετράδιο του μπροστά του.
– Ωραία, για να σε δω είσαι καθαρός, του λέει ο δάσκαλος…
Τότε ελεγχόταν η καθαριότητα στο σχολείο.
Μα σαν άρχιζε να τον κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, σταμάτησε στα παπούτσια του. Ήταν μπαλωμένα και λίγο σκισμένα στο μεγάλο μπάλωμα.
– Τι είναι αυτά; Δεν έχεις άλλα παπούτσια; Δεν βρήκες από κανένα άλλο παιδί;
Και συνέχισε χωρίς ανάσα…
– Θα διαβάσει άλλος μαθητής την έκθεσή σου, που θα έχει κάπως καλά παπούτσια. Δεν γίνεται αλλιώς…
Η έκθεση διαβάστηκε από άλλον. Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο επιθεωρητής εντυπωσιάστηκε. Κατάλαβε από το ύφος του γραψίματος ότι δεν τον είχε βοηθήσει ο δάσκαλος. Επαίνεσε ξανά και ξανά τον …παρείσακτο. Όλοι ανακουφίστηκαν και πιο πολύ ο δάσκαλος.
Ο Πέτρος όμως είχε ντροπιαστεί. Ήταν κατακόκκινος όλη την ώρα. Τον κρυφοκοίταζαν οι συμμαθητές του, γιατί το μυστικό είχε μαθευτεί, αφού όλοι ήξεραν σε ποιον είχε πει ο δάσκαλος να γράψει την έκθεση. Ο μικρός ήρωάς μας δεν ήξερε τι να πει από την πίκρα του. Δεν ήξερε και τι να πει στο σπίτι του…
Υ.Γ.
Αφιερωμένο στο φίλο μου, που μου αφηγήθηκε μια λίγο διαφορετική ιστορία…
Εξαιρετικό αφήγημα. Ευχαριστούμε Νίκο.
Καλησπέρα Νίκο. Πολύ καλό