Αρχική > εκπαίδευση, εκπαιδευτικός > Παρακολουθώντας το 16ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ

Παρακολουθώντας το 16ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ

Δεβλέτογλου Αλίκη, Ομίχλη

 

Του Νίκου Τσούλια

     Πάντα τα Συνέδρια του εκπαιδευτικού κλάδου είχαν και έχουν ένα ιδιότυπο σκηνικό, που ήταν αρκετά διαφορετικό από τα εκπαιδευτικά δρώμενα ακριβώς γιατί διεξάγονταν σε ένα κλίμα οιονεί επαναστατικό. Ο κυρίαρχος λόγος ήταν και είναι λόγος αγωνιστικός, λόγος ριζοσπαστικός, λόγος ρηξικέλευθος και η θέρμη όλου αυτού του λόγου μετασχημάτιζε και μετασχηματίζει τον εκπαιδευτικό λόγο σε λόγο έντονα πολιτικό.

     Βέβαια το εκπαιδευτικό πρόβλημα, ο θεσμός της εκπαίδευσης είναι κατεξοχήν κοινωνικά και πολιτικά «συμπυκνώματα» και ως εκ τούτου ποτέ μια εκπαιδευτική θεωρία ή ανάλυση δεν μπορεί να είναι μόνο εκπαιδευτική. Αλλά απ’ αυτό το σημείο μέχρι να φτάνουμε στην αντιστροφή του βασικού λόγου (του εκπαιδευτικού) από το γενικότερο λόγο (τον πολιτικό) υπάρχει μεγάλη απόσταση και αλλοιώνεται σε σημαντικό βαθμό ο επιδιωκόμενος στόχος των συνεδρίων.

     Παρακολουθώντας το 16ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ αισθανόσουνα ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος ήταν ένα forum αριστερών σχηματισμών που διαγωνίζονταν στο ποιος είναι πιο αριστερός, πιο αγωνιστικός και πιο επικρατής. Οι αναλύσεις έδιναν και έπαιρναν όχι μόνο για την κρίση του «συστήματος» και για τα δεινά που προκαλεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής – κάτι που είναι απόλυτα αιτιολογημένο -, αλλά κυρίως για το ρόλο της αριστεράς στο σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι, όπου όμως ο κάθε επιμέρους αριστερός χώρος απέρριπτε συλλήβδην τους άλλους!

     Οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ τα “είχαν” κυρίως με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύοντας την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα της Ευρωζώνης και τον εν δυνάμει κυβερνητικό διαχειριστικό ρόλο του θεωρώντας ότι η όλη προσπάθεια των ΣΥΝ.Ε.Κ. (παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ) εντάσσεται στα πλαίσια της αναπαραγωγής του συστήματος. Οι «ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ» (εξωκοινοβουλευτική αριστερά) κατηγορούσαν το ΠΑΜΕ ότι φοράει το «καπέλο» του Κ.Κ.Ε. και οι του ΠΑΜΕ ανταπαντούσαν ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ταξική πάλη και χωρίς οργανωτή των αγώνων της εργατικής τάξης. Και ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις αναλύσεις και τους πολιτικούς ανταγωνισμούς αχνοφαινόταν πού και πού το εκπαιδευτικό ζήτημα. Αλλά τίθεται και ένα απλό ερώτημα. Είναι δυνατόν να λυθούν τα ιδεολογικά προβλήματα της αριστεράς σε ένα εκπαιδευτικό συνέδριο;

     Όλες οι αριστερές δυνάμεις ταυτόχρονα συμφωνούσαν σε ένα και μοναδικό σημείο στην ανάλυσή τους, ότι οι άλλες δύο παρατάξεις της ΠΑΣΚ και της ΔΑΚΕ είναι παρατάξεις του «κυβερνητικού συνδικαλισμού» και ως εκ τούτου δεν υπήρχε κανένα νόημα να συζητούν μαζί τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της κοσμοαντίληψης κάθε ομιλητής μιλούσε απευθυνόμενος μόνο στους δικούς του συνέδρους με τη μεγαλύτερη δυνατή αυταρέσκεια και ταυτόχρονα εξαπόλυε μύδρους κατά των άλλων παρατάξεων. Οι παράλληλοι παραταξιακοί μονόλογοι δεν τέμνονταν πουθενά. Υπήρχαν παντού στρατόπεδα, παντού στρατοί, παντού μύδροι και επιθέσεις. Και πάνω από όλα έπρεπε κάθε σύνεδρος να δηλώνει με «ποιους είναι», να ονοματίσει τους εχθρούς του και αυτούς με τους οποίους συντάσσεται!

     Η μανιχαϊστική σκέψη σε όλο τα μεγαλείο της καλείται να προσδιορίσει με το «άσπρο – μαύρο» μοναδικό εργαλείο της μια πολύ σύνθετη πραγματικότητα και να «ανιχνεύσει» ένα πολύ δύσκολο μέλλον. Κατά τα άλλα, ο ορθολογισμός, η ανοιχτή και κριτική σκέψη, η μετριοπάθεια ως υπόστρωμα συγκλίσεων, ο καινοτομικός και ο συνθετικός λόγος, η εξ ορισμού σχετικότητα κάθε παραταξιακού λόγου, η διεισδυτική ανάλυση όχι μόνο απουσίαζαν αλλά ήταν και ύποπτα σημεία!

     Τελικά, αναδύεται ένα ερώτημα: Τα συνδικάτα πρέπει να είναι διαπαραταξιακά ή μονοπαραταξιακά αφού έτσι και αλλιώς η διαμόρφωση συνθέσεων και ουσιαστικών αποφάσεων είναι υπό διαρκή αμφισβήτηση. Και ακόμα, πώς μπορεί να λειτουργήσει ένας συνδικαλιστικός φορέας όταν κάθε παραταξιακό ρεύμα αυτοχρίζεται ως κάτοχος της αλήθειας και δεν σχετικοποιεί το λόγο του προκειμένου να γίνονται συνθέσεις; Και ακόμα πιο πέρα, για ποιο λόγο υπάρχουν οι παρατάξεις αν δεν συνεργούν στην ενίσχυση της συλλογικής έκφρασης των εργαζομένων και δρουν εν τοις πράγμασι στον «τεμαχισμό» των εργαζομένων;

     Πρόκειται για μαγική εικόνα. Αν κάποιος συγκεντρώσει όλο το υλικό των προτάσεων για τις εκπαιδευτικές θέσεις, για το πολιτικό σκεπτικό, για τα διάφορα ψηφίσματα και για το πρόγραμμα δράσης, φτιάχνει δύο μεγάλους τόμους. Ωστόσο, όλες οι προτάσεις όλων των παρατάξεων ψηφίζονταν κάθε φορά από την παράταξη και μόνο που τις είχε καταθέσει! Και αναρωτιέται κανείς. Θέλουμε να έχουμε ενιαία συνδικαλιστική έκφραση όλοι οι εργαζόμενοι ή όχι; Και αν η απάντηση είναι “ναι”, τότε πώς την προσλαμβάνουν οι παρατάξεις; Μα η ομορφιά και η δυναμική των συλλογικών κοινωνικών θεσμών δεν είναι η ανταλλαγή, η αντιπαράθεση αλλά και κυρίως η σύνθεση των διάφορων ιδεών και απόψεων; Για ποιο λόγο συνυπάρχουμε αν δεν συναντιούνται οι ιδέες μας;

     Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Διαμορφώθηκαν “πέντε σημεία – θέσεις” επί των οποίων συμφώνησαν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ και τελικά σώθηκε κάπως η τιμή του Συνεδρίου. Αλλά μετά απ’ αυτή τη συμφωνία, αντί να επεκταθεί και σ’ άλλα σημεία, οι ΣΥΝ.Ε.Κ. (ΣΥΡΙΖΑ) και οι «ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ» θυμήθηκαν και πάλι την παλιότερη σύμπλευσή τους και την αριστεροφροσύνη τους και με διαδικαστικά τερτίπια – σαν να είναι αυτά η πεμπτουσία της συλλογικής λειτουργίας – επινόησαν μια απόφαση «διαρκούς Συνεδρίου», κάτι σαν διαρκή επανάσταση. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το Συνέδριο δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό και χαρακτήρα με βάση αυτά που ψήφισαν οι χιλιάδες ανά τη χώρα εκπαιδευτικοί, αλλά αυτοαναγορεύεται σε τιμητή όλης της συνδικαλιστικής λειτουργίας για το επόμενο διάστημα.

     Αυτό σημαίνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ που προέκυψε δεν θα έχει ουσιαστικό ρόλο αφού οι αποφάσεις θα παίρνονται από τους Συνέδρους, ότι το Δ.Σ. θα μεταπέσει σε ένα ρόλο τεχνικής υποστήριξης (κάτι που κάνουν μέχρι τώρα οι υπάλληλοι της ΟΛΜΕ) των συνέδρων του «διαρκούς συνεδρίου». Και το πιο σημαντικό, το «διαρκές συνέδριο» θέτει σε αμφισβήτηση και το ρόλο των Γενικών Συνελεύσεων, δηλαδή κατά τους επαναστάτες του «διαρκούς συνεδρίου», αν θα συμβεί κάτι έκτακτο μέσα στο καλοκαίρι (διαθεσιμότητες, απολύσεις κλπ) τον κύριο ρόλο δεν θα τον ασκήσουν οι προς τούτο συγκαλούμενες Γενικές Συνελεύσεις (δηλαδή οι εκπαιδευτικοί) και το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ αλλά οι σύνεδροι που είναι πιο πολιτικοποιημένοι! Και όλα αυτά στο όνομα του “επαναστατημένου” ακτιβισμού και της παρακμιακής σύλληψης της συλλογικής δράσης. Και κάπως έτσι  η πραγματικότητα κινείται στα δικά τους καθοριστικά πεδία και εμείς δημιουργούμε αυτόνομες νησίδες αυτοεπιβεβαίωσης, χωρίς να συναπτόμαστε με το γενικότερο ιστορικό γίγνεσθαι.  

     Σε μια εποχή τόσο δύσκολη, σε καιρούς ζοφερούς, σε ιστορικές συνθήκες πολυσύνθετες οι παρατάξεις θα εξακολουθούν να λειτουργούν αυτοαναφορικά στο μονομέρεια του λόγου τους, θα εξακολουθούν να δημιουργούν σκηνικό πολιτικού αυτισμού, θα αυτοαναγορεύονται – κάποιες απ’ αυτές – σε «πρωτοπορία» για το τι πρέπει να κάνουν οι εκπαιδευτικοί και δεν θα είναι απλοί εκφραστές των εκπαιδευτικών, θα απαξιώνουν τη γοητεία και τη δυναμική των συλλογικών αφηγήσεων μέσα από την καθαρότητα του ούτως ή άλλως επιμερισμένου λόγου τους, θα είναι δίπλα ή μπροστά (;) και όχι μέσα στα εκπαιδευτικά ζητήματα;

 

Βυζάντιος Περικλής, Ξενάγηση

  1. 04/07/2013 στο 10:18 ΠΜ

    είναι προφανές ότι η ΟΛΜΕ διάγει την εφηβική της ηλικία σε όλο της το μεγαλείο

  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε