Αρχική > ποιήματα, λογοτεχνία > Πες το με ποίηση (13ο): «ΧΕΡΙΑ»…

Πες το με ποίηση (13ο): «ΧΕΡΙΑ»…

prova_a%20prendermi_acrilico_su_tela_80x80

«Τα χέρια είναι η προέκταση της ψυχής»…..

-Αργύρης Χιόνης, «Χέρια»

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”

(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)

 

2011_40541_89643

-Robert Desnos: «Χέρια»

“Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις

Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται

Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους

Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια

Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ

Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν

Κοιτάζω τα μάτια…

Χέρια χέρια όλο τα χέρια

Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα

Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται

Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει

Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός

Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι

Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου

Ποιος είναι;

Είσαι συ επιτέλους

Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!

Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια

Τι θέλουν

Τι λένε

Τα χέρια μας ξεγελούν

Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι

Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή

Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό

Και πια δεν ξέρω

Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες

Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει

Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!

Όλα εκτός απ’ το γράψιμο

Αίμα αίμα

Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.”

(μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης)

(Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Καστανιώτης)

 

2396125369_98729893ae - Αντίγραφο - Αντίγραφο

-Οκτάβιο Παζ, «Ψηλαφώντας»

“Τα χέρια μου

το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν

μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν

ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου

τα χέρια μου

άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”

(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)

 

Council-have-started-prov-007 - Αντίγραφο - Αντίγραφο


-Μιχάλης Γκανάς, «Τα χέρια»

“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.

Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.

Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.”

(Από το βιβλίο “Γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, εκδ. Μελάνι”)

By itzikas on Μαΐου 25, 2013

http://itzikas.wordpress.com/2013/05/25/%CF%80%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-13%CE%BF-%CF%87%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B1/

  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε