Αρχική > διηγήματα Ν. Τσούλια > Το ταξίδι της ζωής μου

Το ταξίδι της ζωής μου

clip_image002

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σταθόπουλος Γιώργος, Ζευγάρι

 

Του Νίκου Τσούλια

Η ιστορία αυτή δεν είναι ακριβώς ιστορία. Είναι μια υπόθεση που έχει αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια και δεν έχει τελειώσει ακόμη. Τότε ως προς τι η αφήγηση, θα αναρωτηθείτε. Γιατί η ιστορία αυτή όσον αφορά το παρελθόν δεν περιλαμβάνει μόνο γεγονότα που έγιναν, αλλά και όσα νόμιζα ότι έγιναν, ή ό,τι θα γινόταν ή ό,τι έπρεπε να γίνει. Έτσι κι αλλιώς, και τώρα που γράφω δεν ξέρω τι είναι γεγονός και τι όχι, δεν ξέρω τι ανήκει στο παρελθόν, τι στο παρόν και τι στο μέλλον. Και πέραν τούτων, έζησα και ζω τόσο πολύ έντονα με φαντασιώσεις που μού καθόρισαν τη ζωή μου περισσότερο από τα γεγονότα.

clip_image001

Bobylkov Valentine, ‘June’

Ακόμα δεν ξέρω αν έγιναν όσα έγιναν ή αν τα έχω επινοήσει, δεν ξέρω τι εμπεριέχουν οι φαντασιώσεις μου και τι βίωσα ως αντικειμενική πραγματικότητα έξω απ’ αυτές, γιατί οι φαντασιώσεις πλημμύριζαν το μυαλό μου και μου αδυνάτιζαν τη δυνατότητα να σκέπτομαι ορθολογικά. Δεν ξέρω καλά – καλά αν «είμαι στα καλά μου», όπως λένε γι’ αυτές τις περιπτώσεις ή κινούμαι στα όρια λογικής και παραλόγου.

«Καλά, τότε γιατί γράφεις μια ιστορία που δεν ξέρεις ποια ακριβώς είναι και ακόμα αφού δεν ξέρεις πώς θα τελειώσει;».

«Μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, η ιστορία αυτή θα τελειώσει μαζί με τη ζωή μου. Είναι υπόθεση ζωής, είναι η πραγματική ζωή μου μέσα στα όρια της άλλης κανονικής ζωής – της βιολογικής μου ύπαρξης…».

Αλλά η παράξενη αυτή ιστορία δεν είναι μόνο χωρίς τέλος, δεν έχει και αρχή…

Δεν ξέρω πότε άρχισε, πάντα ονειρευόμουνα κάτι το τέλειο, μια ιδανική ομορφιά στο παιχνίδι του έρωτα, από πολύ μικρός, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, σκεπτόμουνα (δηλαδή ήμουνα φευγάτος διαρκώς) πώς θα είναι μια κοπέλα που θα με εμπνεύσει και θα νιώσω το παραλήρημα του έρωτα, τη σκεπτόμουνα όταν έπεφτα να κοιμηθώ, μερικές φορές τα κατάφερνα και στον ύπνο μου, όταν ήμουνα στο σχολείο και οι καθηγητές συχνά μου φώναζαν το όνομά μου δύο ή τρεις φορές και με πέρναγαν για καθυστερημένο στην αρχή, στο λεωφορείο που χάζευα έξω από το παράθυρο και δεν έβλεπα ό,τι έβλεπαν οι άλλοι, όταν έτρωγα και δεν άκουγα τους άλλους που κουβέντιαζαν, όταν παίζαμε μπάλα στο λιοστάσι του χωριού και μού έφευγε η μπάλα χωρίς να το καταλαβαίνω και δύσκολα με έπαιρναν στην ομάδα τους οι αρχηγοί, όταν πήγαινα να μαζέψω τα ζώα το βραδάκι και έπεφτα συχνά – πυκνά στα αυλάκια και στις γράνες και δεν με πίστευαν οι γονείς μου ότι γλιστρούσα και γινόμουνα χάλια από τις σκόνες και τα χώματα και έτρωγα ξύλο χωρίς λόγο, όταν χόρευα και ένιωθα την πιο γλυκιά μαγεία, το πιο άρτιο είδωλό μου.

«Μήπως δεν είμαι καλά;», ρώτησα για πρώτη φορά τον πιο στενό φίλο μου. «Δεν καταλαβαίνω κάτι ασυνήθιστο. Τώρα τι έχεις μέσα σου, τι τον νοιάζει τον άλλον», μου είπε, και ένιωσα μια τέτοια ανακούφιση σαν να ξαναγεννιόμουνα, γιατί είχα ακούσει που έλεγαν ότι οι τρελοί δεν το καταλαβαίνουν ότι είναι τρελοί, το ξαναρωτούσα κατά καιρούς, αλλά κανένας, μα κανένας δεν μού το είπε, αλλά ούτε και από το ύφος τους φαινόταν κάτι ανησυχητικό και έτσι συνέχισα τη ζωή μου κανονικά και όταν με το καλό άρχισα να βγαίνω και πρώτος στο γυμνάσιο όπως και στο δημοτικό, ήμουνα σίγουρος ότι «είμαι στα καλά μου».

Το γράψιμο αυτής της ιστορίας με αναστάτωνε κάθε φορά που αποτύπωνα σκέψεις και γεγονότα. Ηρεμούσα όταν το άφηνα στην άκρη, αλλά αυτό ήταν σπάνιο. Κάθε μέρα κάτι καινούργιο σκεπτόμουνα, το σημείωνα και το έγραφα… Και εκεί που ονειρευόμουνα συνέβη το γεγονός, αλλά δεν ξέρω αν ήταν γεγονός ή συνέχεια των παιδικών μου φαντασιώσεων. Ήταν και αυτή τόσο φανταστική (ή μου φαινόταν τέτοια) και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν μου συνέβαινε πραγματικά ή όχι.

Έζησα με την ομορφιά, αγάπησα, μόνο αυτό έκανα, δεν ήξερα ότι έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο, ήμουνα πάντα ευτυχισμένος, αλλά δεν ήμουνα σίγουρος αν είχε γεννηθεί κάτι κοινό μαζί της, δεν ήμουνα σίγουρος αν είχαμε δημιουργήσει μια σχέση. Πώς να της εμφανίσω το πρόβλημά μου; Θα με εγκατέλειπε.

«Ξέρεις, είχα έναν φίλο που του συνέβαινε αυτό κι αυτό…».

«Μα τι λες, γίνονται αυτά τα πράγματα;»

Πήρα θάρρος.

«Ωραία, δεν γίνονται… Αν μού συμβαίνει εμένα;»

«Καλά δεν με αισθάνεσαι, δεν το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ από μικρό παιδί;»

Έμεινα εμβρόντητος. Είναι τόσο παλιά αυτή η σχέση ή εγώ κι αυτή φανταζόμαστε χωριστά τα ίδια πράγματα; Μήπως και οι δυο μας είμαστε φευγάτοι; Αλλά αν ήμουνα φευγάτος, θα το αντιλαμβανόμουνα;

Πότε χανόμαστε για χρόνια, χωρίς να δίνει εξηγήσεις και πότε είμαστε μαζί σαν ένα σώμα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει.

«Δεν μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη κοπέλα μαζί μου…»

«Το ίδιο συμβαίνει και με μένα, δεν είναι πολύ ωραία αυτή η αίσθηση;»

Κι όμως χώρισαν οι δρόμοι μας, κάναμε άλλες επιλογές, δεν το κατάλαβα πώς έγινε. Φοβόμουνα να ξανασυναντηθούμε. Πέρασαν χρόνια και δεκαετίες. Η φαντασίωση είχε γίνει ένα με τη σκέψη μου, ζούσα με την αρρώστια μου, το θεωρούσα πια φυσιολογικό.

Κάποια φίλη μας φρόντισε και συναντηθήκαμε. Κατάλαβα ότι η ιστορία δεν ξαναξεκίνησε τυχαία.

«Όμως τι νόημα έχει τώρα;».

Αλλά με γλύκαινε τόσο πολύ η ιδέα. Βυθιζόμουνα στην αχλύ του πιο όμορφου παραμυθιού. Παρελθόν, παρόν και μέλλον έλιωναν και γίνονταν ένα. “Χρόνος”, τα λιωμένα ρολόγια του καλλιτέχνη ή μια βαθιά ενότητα του χθες και του αύριο ή μήπως δεν υπάρχει χρόνος κατά τον επιστήμονα της σχετικότητας και όλα είναι μια στιγμή;

«Πώς να την αντιμετωπίσω; Να της εκφράσω αυτό που πάντα ένιωθα; Κι αν δε θέλει; Αυτό πάντα με σκότωνε… Προτιμούσα να μην το ξέρω, παρά να αισθανθώ την απόρριψη, θα μου στοίχειωνε τη φαντασίωσή μου, τη ζωή μου, κάτι τέτοιο. Βλέποντας και κάνοντας. Μα τι λέω; Πώς μπορώ να μείνω δίπλα της σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Πώς να τιθασεύσω τις φαντασιώσεις μιας ζωής, τις φαντασιώσεις του πιο κουρσάρου πόθου;»

Οι αμφιβολίες σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, στο απέραντο κενό, «δεν υπήρξαν ποτέ;». Ερχόταν με ορμή, έπεσε στην αγκαλιά μου. Σαν να μην είχαν μεσολαβήσει οι επιλογές που χωρίζουν.

Μια στιγμή, μια ζωή, όλη η ζωή, η πραγματική ζωή, η φανταστική ζωή.

Τη ρουφούσα. Το βλέμμα μου ήταν όπως πάντα. Έβλεπα τα πάντα μέσα από τα μάτια της. «Θεέ μου, είναι ολόιδια!, είναι το είδωλό μου, η φαντασίωσή μου, η μούσα μου».

Κοιταζόμαστε. Τη ρουφούσα. Χανόμουνα στη φαντασίωσή μου, ας ήτανε δίπλα μου. Την ακουμπούσα με τα χέρια μου και τη μια στιγμή διαλυόμουνα και την άλλη ξαναγεννιόμουνα, την άγγιζα με την ψυχή μου και εξαϋλωνόμουνα και ένιωθα τον εαυτό του πρώτη φορά με τόση πληρότητα.

Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είχα τόσα πολλά να πω. Είχε στομώσει η γλώσσα μου. Η σκέψη μου χαμένη στον κόσμο των συναισθημάτων δεν άφηνε τη γλώσσα να χαλάσει τη φαντασίωσή μου.

Ξέραμε ότι δεν πρόκειται να ξαναχαθούμε. Ξέραμε και ότι δεν θα ζούσαμε μαζί. Θα είμαστε μαζί στο ταξίδι του έρωτα, αλλά όχι και στο ταξίδι της ζωής. Έτσι κι αλλιώς ένα παραμύθι είναι η ζωή και η μόνη μας αγωνία είναι να το κάνουμε όμορφο.

Τώρα πολύ μεγάλος πια ζω με τις μνήμες μου, όνειρό μου είναι η μνήμη μου. Η φαντασίωσή μου με καθοδήγησε σ’ όλη μου τη ζωή, τώρα με περιλαμβάνει η μνήμη αλλά κι αυτή είναι βουτηγμένη μέσα στο όνειρό μου. Δεν απορώ. Ίσως αυτή να είναι η απόλυτη ομορφιά του ανεκπλήρωτου, της μη οριστικής μεταστοιχείωσης της φαντασίωσής μου σε απλή πραγματικότητα, ίσως να μη χώραγε στην πραγματικότητα, δεν θέλω να σκέφτομαι ότι έκανα λάθος, ότι έκανα το λάθος της ζωής, θα ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριό μου κι απ’ αυτό το βγάλσιμο της ψυχής.

Είναι το ταξίδι της ζωής μου! Είναι οι αναμνήσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος, είναι οι στιγμές που καθόρισαν τη ζωή μου, τον εαυτό μου… Η ζωή μου ήταν ένα ταξίδι στην αγάπη. Δεν έφτασα όμως ποτέ σε έναν προορισμό. Αυτό το ταξίδι ήταν ο απροσέγγιστος προορισμός μου, ήταν το νόημα της ζωής μου.

«Και τι ακριβώς έκανες όλα αυτά τα χρόνια που έζησες;», αν με ρωτήσει ο φύλακας στην πύλη εκεί μακριά στο άγνωστο και ίσως στο ανύπαρκτο, θα απαντήσω αμέσως και χωρίς δισταγμό: Εγώ το μόνο που κατάλαβα στη ζωή μου είναι ότι αγαπούσα με πάθος, ότι ζούσα σε έναν κόσμο φαντασίωσης του έρωτα και αν δεν γίνεται να συνεχίσω και εδώ, στείλτε με κάπου αλλού, εκεί που βασιλεύει αυτό το πάθος…»

 

clip_image0025

 

 

 

 

 

Ρετζάς Ρέντης, Τα χρώματα του έρωτα

Κατηγορίες:διηγήματα Ν. Τσούλια Ετικέτες:
  1. Γιώτα Τσώλη
    22/06/2013 στο 8:09 ΜΜ

    Αχ Νίκο!!!!

  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε