Αρχείο
Σὲ περιμένω παντοῦ
Τάσος Λειβαδίτης
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Για την Άννα Αχμάτοβα
«Η ομορφιά είναι τρομακτική», – σας λένε.
Σεις όμως ρίχνετε κουρασμένα στους ώμους ένα ισπανικό σάλι
Στα μαλλιά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
«Η ομορφιά είναι απλή», – σας λένε.
Κωστής Παλαμάς, για το τέλος της χρονιάς και την αυγή της νέας
…«μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!»
Οι πατέρες
Τ΄ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης (Τραγούδι του λαού)
[…]Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
“Για την προσφυγιά”
Τη θάλασσα πιά δε θα αγναντεύω,
σέρνει κασόνια από πληγιασμένα κορμιά.
Στις ακτές ρούχα πεταμένα, σφιγμένες γροθιές με κλάματα που φωνάζουν Βοήθεια …
Κουρελιασμένες οι αντοχές, οι προσευχές σιωπήσαν.
Φθινόπωρο
Γεώργιος Δροσίνης
Χειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιά,
γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει,
κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ
χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.
Τοῦ σπίνου χάθηκε ἡ γλυκειὰ λαλιά,
φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι,
κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ
δὲν τρέχει, δὲν πηδᾷ δὲν καμαρώνει.
Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδί,
τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,
ὁ καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
Μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά,
μικρὸς προφήτης φτερωτός, μηνᾷ
τὴν Ἄνοιξι, ποὺ θὰ γυρίση πάλι.
Πηγή: Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1963
Μικρός τύμβος
Νικηφόρος Βρεττάκος
“Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.”
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Οδυσσέας Ελύτης
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του- γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη,φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
Στο κιρκιρένιο χρώμα του φθινοπώρου
Του Κώστα Κυριάκη
Οι στοχασμοί σου παίρνουν άλλοτε τη μορφή ενός δωρικού κίονα
Και άλλοτε το σχήμα ενός τρούλου
Όταν ο καιρός αγριεύει
Ανάμεσα στα κυπαρίσσια ακούς φωνές που διώχνουν την αγριάδα του ματιού
Με το σουγιά στα δόντια
Σκάβεις ήσυχα το λάκκο
Να πιούν αίμα οι δικοί σου νεκροί
Που έρχονται πέρα από το χρόνο και τραβάνε στον άλλο χρόνο
Το βράδυ στο σπίτι
Μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο
στάζει στην καρδιά
Μνησιπήμων πόνος
…
* Ο Κώστας Κυριάκης έχει πραγματοποιήσει σπουδές στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό και στις κοινωνικές επιστήμες. Ασχολείται με τη μελέτη, τη συγγραφή, το μπλόγκινγκ (http://constantinoskyriakis.blogspot.gr) και την κόρη του.
«Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας»
Γ. Σαραντάρης, 1940
Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Με όραση καινούρια προχωρούμε
Η μέρα έχει μαιάνδρους
Όπως η θάλασσα κύματα
Το ίδιο βλέμμα
Άννα Αχμάτοβα
Το ίδιο βλέμμα
Τα ίδια λιναρένια μαλλιά.
Όλα είναι όπως πριν από ένα χρόνο.
Μέσα από το γυαλί οι ακτίνες της ημέρας
Οι λευκοί τοίχοι από ασβέστη είναι γεμάτοι
Φρέσκο άρωμα κρίνου.
Και τα λόγια σου είναι απλά.
Κάτω στον ύπνο
Παπαγεωργίου Γ. Κώστας
Έστησα τότε αυτί στου δωματίου τους τοίχους
και τους χάιδευα ή με ανάλαφρες γροθιές
χαϊδευτικές χτυπούσα μήπως. Με το αυτί κρατώντας κολλητό
και για σημεία δυσπρόσιτα σε μια
καρέκλα που έφτανα φοβήθηκα ότι
Είναι αυτό βήμα νεκρού σαν να είχα ακούσει
εγώ ποτέ για να διακρίνω αν και. Ήταν μια
φορά ένας νεκρός που όταν ακουγόταν τη νύχτα
αργά τα βήματά του εγώ περίμενα πως θα
με βρει κακό και πράγματι έτσι
Η θάλασσα
Ντίνος Χριστιανόπουλος
“Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”
Πρόσφατα σχόλια