Αρχείο
«Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ο Θύμιος»…
Του Νίκου Τσούλια
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ο Θύμιος. Ζούσε μόνος. Ζούσε από κάτι ψιλοδουλειές που έκανε εδώ και εκεί. Δεν είχε φίλους ούτε και συγγενείς. Δεν ήταν πάντα έτσι η κατάστασή του. Ένα ατύχημα του άλλαξε τη φτωχή ζωή του. Όχι, δεν ξέφυγε από τη φτώχεια. Το ατύχημα του άλλαξε το πρόσωπο. Τον παραμόρφωσε…
Φοιτητής παρέα με τη φτώχεια του
Αθήνα, δεκαετία 1970
Του Νίκου Τσούλια
Δύσκολα χρόνια τον βρήκαν σαν ήλθε στην Αθήνα στη δεκαετία του 1970. Κουβαλούσε τη φτώχεια του από το χωριό του, από τη μικρή του χαμοκέλα. Με τι λεφτά να σπουδάσει; Η οικογένειά του ίσα που τα έβγαζε πέρα για μια ζωή αγροτική, λιτή και μετρημένη, εκεί στην επαρχία – τίποτα παραπάνω.
Τι να κάνει στο χωριό, τι να κάνει και στην πόλη…
Του Νίκου Τσούλια
Σαν πήρε το πτυχίο, έκανε τα καθιερωμένα, αν και είχε ένα σφίξιμο. Πήγε τους στενούς του φίλους σε ένα μικρό μπαρ και το γιόρτασαν. Όλοι λίγο – πολύ, στην ίδια κατάσταση ήταν – πριν το πτυχίο, μετά το πτυχίο, κοντά σε ένα μεταπτυχιακό ή στο κενό…
Βιβλιοαναμνήσεις…
Του Νίκου Τσούλια
Σαν με πήγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά, μαθητής ων του Δημοτικού, στην κοντινή πόλη μας, στην Αμαλιάδα, στον οδοντίατρο – έτσι κι αλλιώς μόνο για τον γιατρό θα μπορούσα να πάω -, κάπου έπεσε το μάτι μου και είδα ένα μαγαζί που είχε στη βιτρίνα του βιβλία.
Το λάθος και η καλοσύνη της αγάπης…
Του Νίκου Τσούλια
«Το ξέρω, τώρα θα σε πάω εγώ προς τα κάτω, αλλά μετά το βραδάκι θα με φέρεις εσύ πάλι επάνω». Ήταν η παροιμιώδης φράση του μπάρμπα – Χαρλάμη. Την είπε στη γεμάτη με κρασί μπουκάλα που την κρατούσε στην αγκαλιά σα μικρό παιδί. Ήταν εκείνες τις εποχές που οι άντρες ξενοδούλευαν στα κτήματα του κάμπου και ξεκινούσαν τη νύχτα άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα άλογα για να φτάσουν αχάραγο ακόμα στη δουλειά˙ δουλειά σκληρή, σκάψιμο με την αξίνα όλη την ημέρα και το κρασί έδινε δύναμη στα χέρια και έδιωχνε τη δίψα του νερού που δεν το έπιναν για να μη φουσκώνουν και τους εμποδίζει στο να πηγαίνουν γρήγορα στην αράδα τους.
Ο άρπαγας που άρχισε να γίνεται ανθρώπινος
Του Νίκου Τσούλια
“Δεν θα έχετε πολλά πάρε – δώσε με τα παιδιά του χωριού. Εσείς θα σπουδάσετε και θα ζήσετε μακριά από εδώ, στην πόλη. Εκεί είναι το μέλλον σας. Τα άλλα παιδιά θα μείνουν εδώ, αγρότες άντε και κανένας εργάτης στο εργοστάσιό μας”.
Όταν το παρελθόν συναντά παρελθόν
Του Νίκου Τσούλια
Δύσκολη χρονιά και η φετινή. Το μίγμα της ζωής γκρίζο και μαύρο – καθόλου φωτεινό. Η πανδημία στο φόρτε της. Η οικονομική κρίση δεν λέει να φύγει. Η κλιματική αλλαγή έχει αρχίσει ήδη να αφήνει τα σημάδια της και η ξηρασία στεγνώνει τους τόπους.
Μαύρη πεταλούδα στον κήπο
Του Νίκου Τσούλια
«Εσείς να βγαίνετε έξω. Να έχετε παρέες και φίλους. Μην κοιτάτε εμένα, δεν είναι τίποτα θα μου περάσει. Έχω τις κλειστές μου είναι θέμα χρόνου. Θα αρχίζω και εγώ να είμαι όπως παλιά. Αλλά να είναι κάποιος μαζί μου να μην είμαι μόνη μου, μη μου συμβεί τίποτα».
Στους καιρούς της επιθυμίας και της πολιορκίας
Του Νίκου Τσούλια
Για πολλούς καιρούς η πόλη της ιστορίας μας …περνούσε μια χαρά. Οι κάτοικοί της ικανοποιούσαν την μια επιθυμία μετά την άλλη, και ήταν οι επιθυμίες το νόημα της ζωής τους. Και όχι μόνο αυτό αλλά γεννούσαν και συλλογικές επιθυμίες, αφού τα πράγματα πήγαιναν καταπώς ήθελαν – και ακόμα καλύτερα.
Δέντρο ολομόναχο, γυμνό, πρωταγωνιστής
Του Νίκου Τσούλια
Μοναχικό μες στην ερημιά του τόπου. Γυμνωμένα τα κλαδιά του, υψωμένα προς τον ουρανό. Δεν είναι ξεραμένα. Μέσα τους κρυμμένοι οι χυμοί, που περιμένουν του ήλιου περισσότερη παρουσία για να ξεπετάξουν μάτια, βλαστάρια, καινούργια κλαδιά, φύλλα πολλά – το πράσινο να απλωθεί, το γκρίζο να ξεμείνει στον κορμό.
Για τη μνήμη του μέλλοντος
Του Νίκου Τσούλια
Όχι δεν ήμουν περαστικός. Δεν έβγαζα μόνο φωτογραφίες, τη μια πίσω από την άλλη. Έκατσα εκεί στο έμπα των χωραφιών μας, στην πλαγιά του γεμάτου σκίντα και πουρνάρια λόφου. Προσπαθούσα να συναντήσω παλιές ματιές, παλιές ιστορίες. Να βρω αφηγήσεις παιδικές.
Βλέπεις τόση ομορφιά, όταν το ροδοχάραμα της ζωής συναντά το γέρμα της…
Του Νίκου Τσούλια
Έβλεπα το περιστατικό ξανά και ξανά και ένοιωθα απέραντη γλύκα ομορφιάς. Μια απλή σκηνή με είχε καταγοητεύσει. Χανόμουνα στις σκέψεις και στους στοχασμούς με μια αίσθηση απίστευτης πληρότητας.
Πρόσφατα σχόλια