Αντίο φίλε Γιώργο…
Του Νίκου Τσούλια
Φίλε Γιώργο…
Μας έφυγες. Βαριά η σκιά της απουσίας σου. Δεν φεύγεις μόνος. Παίρνεις μαζί σου κομμάτια της ζωής μας.
Ξέρεις. Σε αγαπήσαμε. Είναι μαύρος κατάμαυρος ο πόνος μας για το χαμό σου. Περπατήσαμε αντάμα με ομορφιά πολύ δρόμο μαζί σου.
Τι να κάνεις όταν ένα σκληρό γεγονός συγκρούεται με τον κόσμο της αγάπης σου, με τη γιγαντωμένη θέλησή σου; Όταν η οριστική απώλεια στομώνει την πνοή της συνείδησής σου;
Σκέπτεσαι και ξανασκέπτεσαι ότι θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη, αν…, ότι το «τέλος» δεν ήταν αναπόφευκτο, αν… Και είναι εκεί που δοκιμάζεσαι αδυσώπητα.
Αναρωτιέσαι ξανά και ξανά σε έναν μονόλογο παραλογισμού. Γιατί αυτό που συνέβη, τελικά συνέβη;
Είμαστε χαμένοι εκεί στην μεθόριο ύπαρξης και ανυπαρξίας, στην άβυσσο που ρουφάει το φως της πραγματικότητας, που ακυρώνει κάθε ίχνος ορθολογισμού.
Άδειασε η ζωή μας από το κέφι σου, από τον ενθουσιασμό σου. Η απώλειά σου είναι για μας «ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ». Μιας εποχής ξέγνοιαστης, χαρούμενης… Τα νιάτα μας.
Δεν ξέρω που έχεις πάει. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη, το «επέκεινα». Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει. «Πάμε από εκεί που ήλθαμε – στην ανυπαρξία, που δεν ξέρουμε – ή βρίσκουμε κάτι άλλο»;
Φίλε μου Γιώργο…
Πόσο λεπτό είναι το νήμα της ζωής – μια γραμμή το πέρασμα από την ύπαρξη και τη ζωή στην ανυπαρξία.
Τώρα παλεύουμε με τα φαντάσματά μας. Το ερώτημα πέφτει βαρύ. Πόση μνήμη και πόση λήθη πρέπει να έχει το μίγμα της ψυχής μας, για να μη χάσουμε ζωτικά κομμάτια του εαυτού μας, για να μη μας ρουφήξει το παρελθόν;
Δοκιμαζόμαστε στην αντιπαράθεση του χρόνου, στη σύγκρουση του μέλλοντος και του παρελθόντος με πεδίο το δικό μας συναίσθημα. Οι απώλειες και των δύο πλευρών του χρόνου γίνονται δική σου απώλεια, δικές μας δοκιμασίες.
Θα υπερασπιστούμε το παρελθόν μας, γιατί η εικόνα σου είναι άφθαρτη – γεμάτη νεανικό ενθουσιασμό και παρορμήσεις, με πάθος και ονειροπολήσεις.
Πόση μουσική και πόσο τραγούδι δεν μας δώρισες…
Πόσο πόθο για να ρουφάμε τη ζωή…
Πόσο πολύ νοιαζόσουνα για τον απλό άνθρωπο, για τον αδικημένο…
Πόσο εύκολα μιλούσες στους ανθρώπους…
Πόση ομορφιά είχες στις σχέσεις σου…
Χαμένοι και ερημωμένοι από την πολύχρονη κρίση και από τον εγκλεισμό της πανδημίας δεν σταθήκαμε πλάι σου μετά τη στροφή του δρόμου – τότε που σκληρά δοκιμαζόσουνα -, δεν σου κρατήσαμε το χέρι… Τι να σου κάνει το τηλεφώνημα;
Βρεθήκαμε όλοι οι φίλοι σου, όπως τον παλιό καλό καιρό, στην αγαπημένη σου πόλη. Βρεθήκαμε για τη δική σου απουσία. Συναντηθήκαμε και έλειπε η ψυχή της παρέας μας.
Λένε πως ο άνθρωπος πεθαίνει όταν τον λησμονούν. Για μας, φίλε μου, θα ζεις όσο ζούμε…
Γιώργο,
Καλό σου ταξίδι…
Θα σε βρίσκουμε πάντα εκεί…
στα ριζά του Χελμού, να αγναντεύεις το σπιτικό σου, την εστία σου,
τη μόνιμη νοσταλγία κάθε ανθρώπου…
Πρόσφατα σχόλια