Η όμορφη εικόνα του γυρισμού από το χωράφι κάποτε…
Του Νίκου Τσούλια
Ο γυρισμός από το χωράφι ήταν η εμβληματική εικόνα της χώρας μας για πολλές δεκαετίες, όταν η αγροτική ζωή ήταν η κρατούσα κοινωνική πραγματικότητα στην ιστορική πορεία της χώρας μας. Συνέρρεαν κατά κύματα και από διάφορες κατευθύνσεις ομάδες ανθρώπων προς τα χωριά και τα σπίτια τους, για να πάρουν ανάσες και δύναμη στης νύχτας το καταλάγιασμα, για να αναζωογονηθούν για την επόμενη ημέρα, για κάθε ημέρα – εκτός των πολύ βαριών γιορτών.
Κουβαλούσαν μαζί τους τα ζώα και όλο και κάποιο μέρος της σοδειάς για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας, κανένα λαχανικό ή φρούτο, γάλα ή αυγά ή και ξύλα αν οι καιροί ήταν της ….αρμοδιότητας του χειμώνα. Και ήταν συνήθως όλη η οικογένεια παρούσα σε αυτό τον καθημερινό γυρισμό, στην επιστροφή προς την εστία, γιατί οι δύσκολες εποχές απαιτούσαν τον αγώνα όλων, μικρών και μεγάλων.
Έβλεπες τα βαριά βήματα του πατέρα να σέρνονται – παρακολούθημα όχι μόνο της κούρασης αλλά και της έγνοιας το πώς θα καταφέρει να βγάλει την οικογένειά του από τη φτώχεια. Και αν δεν υπήρχαν δίπλα του άλλοι, συλλογιζόταν συχνά πυκνά σα να συζητούσε με τον εαυτό του τη μια ή την άλλη εκδοχή των πραγμάτων, το ξεφόρτωμα του βερεσέ, τις σοδειές και τις δυσκολίες με τον έμπορο, το ξαλάφρωμα του δανείου στην Αγροτική τράπεζα, το νιτηρέσο ή τη δανεικαριά αλλά και το πώς θα περάσει το βράδυ του δηλαδή αν θα βγει στα καφενεία…
Υπήρχε πάντα ένας ξεχωριστός γυρισμός από το χωράφι. Αν είχε όργωμα και όλη την ημέρα έκανε χωράφι με τα άλογα και ξάκριζε τα δύσκολα σημεία με την αξίνα, η κούραση ήταν μεγάλη. Βουτηγμένος μες στον ιδρώτα και στη λάσπη που κουβαλούσε στο παντελόνι του και στα παπούτσια του δεν ήθελε πολλές πολλές κουβέντες, δύσκολα μιλούσε και καμιά φορά εύκολα θύμωνε και τα παιδιά έβλεπαν το πρόσωπό του αν ήταν ή όχι συννεφιασμένο για να δουν αν θα του ζητούσαν καμιά μικροχάρη, να ψωνίσουν καμιά σοκολάτα ή κανένα μολύβι ή να πάνε για λίγο στην πλατεία του χωριού με τα άλλα παιδιά για το ποθητό παιχνίδι.
Ο γυρισμός της γυναίκας ήταν διαφορετικός. Μπορεί να μην είχε τη βαριά κούραση του άντρα της, αλλά η δική της επιστροφή στο σπιτικό σήμαινε δουλειές μέχρι αργά τη νύχτα. Μαγείρεμα, πλύσιμο, μπάλωμα, σιδέρωμα, συγύρισμα του σπιτιού, ρούχα των παιδιών, όλα αυτά σε συνθήκες άγνωστες φυσικά για όσους δεν έζησαν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Υπήρχε όμως η ελπίδα ζωντανή, να σπουδάσουν τα παιδιά, να φύγουν από τη φτώχεια. Αυτό ήταν το μεγάλο ίσως και μοναδικό όνειρο εκείνης της γενιάς, της γενιάς της απόλυτης προσφοράς όλων των δυνάμεών της προς τους απογόνους της.
Ο γυρισμός από το χωράφι άρχιζε – ιδιαίτερα στα παιδιά – πολύ πριν δώσει το πρόσταγμα ο πατέρας τους. Προοικονομούσαν την επιστροφή κοιτάζοντας κάθε τόσο προς τη δύση, την εικόνα του ήλιου που χλόμιαζε και μπορούσες να τον κοιτάξεις άφοβα ή και παρατηρώντας το πόσο μάκραινε ο ίδιος ο ίσκιος σου, όταν χανόταν το κεφάλι σου, η ώρα ζύγωνε, και με έναν μαγικό τρόπο η κούραση ξεφορτωνόταν από τα χέρια και τα πόδια. Η ζωή τότε κανονιζόταν μόνο με τον ήλιο – όχι μόνο γιατί τα ρολόγια ήταν λιγοστά αλλά γιατί οι αγροτικές δουλειές γίνονταν πάντα με το γνωστό κανόνα της αγροτιάς «ήλιο με ήλιο» – και ουσιαστικά πέραν των ορίων του ήλιου και της ημέρας!
Ο γυρισμός είχε και μια άλλη καλή πλευρά. Γίνονταν οι συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας – η άλλη ευκαιρία ήταν στο φαγητό – για τα μικρά ή τα μεγάλα προβλήματα ή ακόμα για τα πειράγματα και για τους αστεϊσμούς ανάλογα με την ψυχολογία των γονιών και πιο πολύ εκείνη του πατέρα. Και όταν έσμιγαν τα κύματα των ανθρώπων της οικογένειας με κύματα άλλων οικογενειών, τότε οι συζητήσεις άλλαζαν αμέσως και έπαιρναν τη θέση τους γενικότερες συζητήσεις συχνά για το χωριό και σπάνια για την Αθήνα και την πολιτική.
Είχε τη δική του κοινωνιολογία και την ξεχωριστή του σημειολογία ο γυρισμός. Σαν ένα ταξίδι με αποχώρηση και προορισμό, με άφιξη και σχεδιασμό. Δεν είχε καμιά σημασία που ήταν καθημερινό ταξίδι, που ήταν ένα τόσο δα μικρό ταξίδι. Ήταν ο επίλογος του καθημερινού μόχθου, του συνεχούς αγώνα με τη “φύση”, της διαρκούς δημιουργίας της ζωής, της αίσθησης εκείνης της ομορφιάς ότι γίνει το καθήκον! Πόσα και πόσα όνειρα δεν έκαναν οι γονείς και τα παιδιά σ’ αυτές τις συλλογικές πορείες; Και το αντιλαμβάνονταν ακόμα και τα παιδιά του Δημοτικού, γιατί ήταν ψωμωμένα στη δουλειά και στη σκέψη. Ήξεραν πότε ο πατέρας τους βυθιζόταν στις ονειροπολήσεις του – και δεν τον ενοχλούσαν – ακόμα και από τον τρόπο που περπατούσε…
Δεν βλέπεις πια τους γυρισμούς από το χωράφι το απόβραδο. Και γιατί οι άνθρωποι έχουν φύγει από τα χωριά τους και γιατί δεν εργάζονται στα χωράφια τους και γιατί, όταν εργάζονται, φεύγουν πολύ νωρίς και όχι στου σούρουπου το σκοτείνιασμα και γιατί δεν ονειρεύονται…
Νώντας Ρεντζής, γυρισμός από το χωράφι
Εξαιρετικό.
Τι μου θυμίζεις …
Τώρα οι βοσκοί ακολουθούν τα κοπάδια με το τζιπ