Χαζό παιδί χαρά γεμάτο…
Του Νίκου Τσούλια
Άμα έρχονταν ξένοι στο φτωχικό τους σπιτικό, αυτό χωνόταν κάτω από το τραπέζι της σάλας – του ενός από τα δύο όλα κι όλα δωμάτια της χαμοκέλας –, γιατί σ’ εκείνους τους καιρούς η ντροπή ήταν σε πρώτη ζήτηση στον κόσμο των παιδιών.
Ήθελε όμως να παρακολουθεί τις συζητήσεις – άσε που όταν ήταν ξένοι, δεν υπήρχε περίπτωση να έχει μάλωμα και αγρίεμα από τους γονείς – αλλά δεν έμενε σ’ αυτά που άκουγε. Άλλωστε πολλά δεν τα καταλάβαινε και άλλα δεν τον ενδιέφεραν. Έκανε όμως κάτι άλλο. Με τις συζητήσεις και πιο πολύ με τις εκφράσεις των προσώπων τους – που τα κρυφόβλεπε σκύβοντας κάθε φορά προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση – έφτιαχνε τις δικές του ιστορίες. Έβαζε τα πρόσωπα σε άλλους ρόλους, όπως αυτό νόμιζε.
Δεν τις έλεγε πουθενά αυτές τις ιστορίες που επινοούσε. Αλλά τις βαστούσε κρυφές και κάθε τόσο τις άλλαζε βάζοντας και καινούργιες σκέψεις, που του έρχονταν όταν έκανε τις δουλειές στα χωράφια. Είχε κι άλλη μανία, το διάβασμα. Αλλά δεν είχε εξωσχολικά βιβλία και όταν τελείωνε τα διαβάσματα του σχολείου του ακόμα και εκείνα της μεγαλύτερης αδελφής του – που τα διάβαζε ξανά και ξανά και ίσως αυτά να τον …χάζεψαν -, μετά άρχιζε να φτιάχνει ιστορίες.
Σε κάθε στοιχείο της φύσης, σε κάθε εκδήλωσή της προσπαθούσε να βρει αυτό που δεν φαίνεται. Γιατί του είχε κολλήσει η ιδέα ότι αφού και αυτός όταν κάνει κάτι, το μυαλό του είναι σε χίλια δυο πράγματα και συλλογίζεται καθετί και ονειρεύεται ένας θεός ξέρει τι, το ίδιο θα συνέβαινε και στα άλλα στοιχεία της φύσης. Παρακολουθούσε την πορεία των μυρμηγκιών. Τους είχε πει ο δάσκαλος ότι το άνοιγμα της φωλιάς των ήταν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση του ορίζοντα, για να προφυλάσσεται από τις αγριάδες του καιρού. Και έτσι έκανε μελέτες ξανά και ξανά για να δει αν πράγματι ισχύει. Και μετά άρχιζε τους ατέλειωτους συλλογισμούς του: πώς βρίσκουν αυτή την κατεύθυνση τα μυρμήγκια, όλα έχουν τις ίδιες γνώσεις ή μήπως έχουν και τους δασκάλους τους, τα μεγαλύτερα σε ηλικία μυρμήγκια γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από τα μικρότερα, υπάρχουν σοφά μυρμήγκια, ποιος κανονίζει τις δουλειές που θα κάνουν, πώς κοιμούνται, έχουν φίλους μεταξύ τους κλπ κλπ;
Αλλά δεν έμενε μόνο στις ατέλειωτες παρατηρήσεις και στο πλέξιμο ιστοριών και ιστοριών. Έβαζε ένα εμπόδιο στη διαδρομή τους και κοιτούσε τι έκαναν. Αν ήταν μικρό το εμπόδιο, περνούσαν προς τα πάνω – αν ήταν μεγάλο έκαναν παράκαμψη. Ναι αλλά όταν το έκανε, υπήρχε μια αναστάτωση στα πρώτα μυρμήγκια που συναντούσαν το εμπόδιο. Πώς το καταλάβαιναν ότι δεν υπήρχε πριν, γιατί μετά κινούνται νευρικά και συναντούν ξανά και ξανά τα άλλα με τις κεραίες τους, τι μηνύματα ανταλλάσσουν; Έριχνε ψίχες ψωμιού και ξαφνικά άλλαζαν το πρόγραμμά τους. Άρα εγώ τα επηρεάζω και τι μπορούν να εκτιμούν ότι έγινε, κατανοούν ότι υπάρχει κάτι ανώτερο «εγώ» που κάνω αυτές τις αλλαγές, νιώθουν φόβο όταν τα απειλώ;
Αλλά και για τα φυτά και για τα δέντρα τα ίδια και χειρότερα έκανε. Ειδικά όταν κουβαλούσε το νερό από το βαρέλι στο πηγάδι για να γεμίζει ξανά και ξανά η ψεκαστήρα του πατέρα του και ένιωθε το βαρύ φορτίο να του τραβάει το χέρι όλο και πιο κάτω, και για να ξεχνάει την κούραση, παρατηρούσε τα μικρά φυλλαράκια που ξεφύτρωναν πάνω στο ξερό κλήμα, άλλα δειλά – δειλά και άλλα πιο τολμηρά και ξανάρχιζε τις ιστορίες του με τον ίδιο πάντα τρόπο. Έβαζε τα ερωτήματά του και μετά τα απαντούσε. Και πώς από το ξύλο βγαίνει το «μάτι» και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται τα πράσινα φύλλα; Εντάξει λένε οι μεγάλοι ότι υπάρχουν χυμοί μέσα στο ξερό κλήμα, που δεν είναι ξερό απλώς έχει ρίξει τα παλιά του φύλλα το φθινόπωρο για να περάσει το χειμώνα. Εντάξει αυτά τα ξέρω, αλλά τι είναι αυτό που κάνει τους χυμούς φύλλα, είναι κάποιος μάγος που αλλάζει την εικόνα και πώς μετά βγαίνει και ο καρπός ένας τόσο δα μικρός μίσχος με τις μικρές, πολύ μικρές μπαλίτσες που θα γίνουν ρόγες και σταφύλια και θα ευχαριστιούνται οι άνθρωποι;
Με τη μηλιά που ήταν δίπλα στο πηγάδι – εκεί που έπαιρνε τις πιο πολλές ανάσες – είχε γίνει φίλος της. Για την ομορφιά των λουλουδιών της νόμιζε ότι γινόταν ένα θαύμα. Μα κάθε στιγμή αλλάζουν, μεγαλώνουν, τα χρώματά τους μετατρέπονται από το ένα στο άλλο, και μετά λένε ότι «δένουν» τα λουλούδια και φτιάχνουν τον καρπό. Καθόταν με τις ώρες και κοιτούσε και κοιτούσε να δει τι είναι αυτό που εμφανίζει τις αλλαγές, το ίδιο το δέντρο τα κάνει όλα αυτά, ο Θεός, η φύση – ναι αλλά πώς, γιατί δεν το καταλαβαίνουμε και εμείς οι άνθρωποι;
Και ενώ οι μεγάλοι «χαζό παιδί, χαρά γεμάτο» το ανέβαζαν και το κατέβαζαν, αυτό ήξερε ότι δεν χάζευε αλλά σκεπτόταν αυτά που έπρεπε κάθε άνθρωπος να συλλογίζεται. Πώς μένουν σ’ αυτό που βλέπουν και δεν τους καίει η περιέργεια να εξηγήσουν τι είναι αυτό που κάνει τα μυρμήγκια αλλάζουν τη συμπεριφορά τους, που κάνει τους χυμούς μπουμπούκια, τα λουλούδια να βγάζουν χρώματα και αρώματα και μετά να τα κάνουν καρπούς… τι είναι αυτό που κινεί τα πράγματα;
Που να ‘ξερε όμως τότε ότι αυτή η μανία της παρατήρησης και της εξήγησης (για ό,τι οι άλλοι απλώς το βλέπουν και το προσπερνούν) και ενώ αυτό το χαρακτήριζαν χαζό παιδί χαρά γεμάτο (αν και ήταν πρώτο στο σχολείο), θα του χρησίμευε τόσο πολύ στη ζωή, ότι όλη αυτή η μανία με το πλάσιμο των ιστοριών θα τον έκανε κάπως σπουδαίο…
J. Seward Johnson
Πρόσφατα σχόλια