Μεγαλώνοντας με τα δέντρα
Του Νίκου Τσούλια
Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι δεν θα ήταν πάντα παρόντα και σπουδαία στη ζωή μου. Από τότε που καταλάβαμε τον κόσμο, αυτά ήταν εκεί και συνέχιζαν το ακίνητο ταξίδι τους χωρίς κανένα πρόβλημα. Κυριαρχούσαν σ’ όλο το σκηνικό του περιβάλλοντός μας και δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι υπάρχει κόσμος χωρίς αυτά. Μαζί με τα μακρινά βουνά και τους γειτονικούς μας λόφους, με τα δύο λαγκάδια και με τη γραμμή του ορίζοντα ήταν τα σταθερά σημεία αναφοράς μας και οι όποιες αλλαγές τους πήγαιναν μαζί με τις δικές μας αλλαγές. Μεγαλώναμε μαζί!
Τα δικά μας δέντρα ήταν σαν άτομα της οικογένειας˙ εκεί είχαμε την απόλυτη ευθύνη απέναντι σε κάθε παιδί της γειτονιάς. Ήταν κανόνας σεβαστός απ’ όλους. Όσο για το κλέψιμο των φρούτων γινόταν στα δέντρα εκείνων που δεν ήσαν γείτονες ή εκείνων που δεν είχαν παιδιά (κάτι πολύ σπάνιο) ή είχαν παιδιά μεγάλα που ζούσαν στην Αθήνα. Τα οπωροφόρα δέντρα δεν προλάβαιναν να ωριμάσουν τους καρπούς τους και εμείς η πιτσιρικαρία σκαρφαλώναμε για να πιάσουμε τις αγουρίδες που βιαζόντουσαν να ωριμάσουν. Βιαζόσαντε και αυτές βιαζόμαστε και εμείς και συναντιόμαστε μια χαρά.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά που είχαν καρπούς περιζήτητα. Όχι, εκείνο το σκίντο που ήταν προς την πλευρά του μεγάλου λόφου της Βαγένας ήταν το καλύτερό μας. Μεγάλο με αρκετά γερτά κλαδιά μάς φιλοξενούσε το χειμώνα, γιατί στο ανατολικό του μέρος είχε πολλά μαζί κλαδιά και κουρνιάζαμε σαν τα πουλιά για να γλιτώνουμε το κρύο στο απάγκιο και για να μαζεύουμε ήλιο μπόλικο. Πού να κάτσεις κάτω και να παίξεις στο χώμα, παντού ήταν λάσπη και υγρασία, αφού εκείνες τις εποχές οι βροχές έτσι και άρχιζαν δεν έλεγαν να σταματήσουν και τις δουλειές στα χωράφια, μικροί και μεγάλοι με τη βροχή τις κάναμε, μόνο οι μπόρες και οι καταιγίδες μάς έδιωχναν για το σπίτι μας. Αλλά και τα καλοκαίρια το σκίντο και κάθε δέντρο ήταν απόλαυση, ο ίσκιος τους μας γλίτωνε από τον ήλιο που βάραγε κατακέφαλα.
Πίσω από το σπίτι μας ήταν οι τρεις λεύκες, τις ποτίζαμε συχνά – πυκνά και αυτές γίνηκαν μεγάλες και τρανές. Ποτέ δεν μπορούσαμε να ανέβουμε πάνω τους γιατί δεν είχαν αφήσει – σαν να καταλάβαιναν – καμιά κλάρα χαμηλά για να μπορούμε να βάλουμε πόδι. Μας αποζημίωναν όμως με το παραπάνω. Το θρόισμά τους ήταν καταπληκτικό. Καταλαβαίναμε τον άνεμο και τα παιχνίδια του με τους ήχους των φύλλων. Αλλά δεν ήταν μόνο η μουσικότητα της τόσο ξεχωριστής μελωδίας, το θρόισμα των φύλλων φιλοτεχνούσε πίνακες ζωγραφικής παίζοντας με τις αποχρώσεις του πράσινου και του ασημί των φύλλων και χαζεύαμε το περίεργο παιχνίδι με τις ώρες. Τότε καθετί που συνέβαινε στη φύση ήταν στοιχείο της παρατήρησής μας και των φαντασιώσεών μας…
Κατά μήκος του δρόμου που πήγαινε παράλληλα με την αριστερή πλευρά του αμπελιού και έφτανε μέχρι τον κυπαρισσώνα υπήρχε η μικρή μελισσοσυκιά – με τα μικρά και πολύ γλυκά σύκα της – και μια σειρά μικρών κυπαρισσιών που χρησίμευαν σαν φράχτης, γιατί τότε η βουλιμία να παίρνεις κομμάτια χωραφιού από τον γείτονα δεν ήταν και ασυνήθιστη ενέργεια. Μέσα στη σταφίδα μας ήταν δύο μικρές ροδιές πάνω στο όργωμα, που χώριζε τη σταφίδα σε δύο μέρη, και ξεχώριζαν σ’ όλη τη γειτονιά των δέντρων από το διαφορετικό ζωηρό πράσινο χρώμα σε συνδυασμό με το όμορφο πορτοκαλί χρώμα των λουλουδιών και το βαθύ κόκκινο χρώμα των ρόδων.
Πολλά ήταν τα δέντρα μας. Όπου υπήρχε αγραπιδιά είτε στα χωράφια μας είτε στα σύνορά τους με τους λόγγους, ο πατέρας μας θα την είχε κεντρώσει. Πάνω από δέκα ποικιλίες απιδιάς είχαμε. Και ήταν όλες τους μία και μία. Αλλά στο χωριό του πατέρα μας που πηγαίναμε τα καλοκαίρια, γιατί υπήρχαν περισσότερες βοσκές για τα ζώα, στη μέση του μεγάλου χωραφιού και δίπλα από το καλύβι που μέναμε, δέσποζε η μεγάλη αγραπιδιά που δεν την πειράξαμε ποτέ, δεν την ημερέψαμε με τα κεντρώματα και έγινε μεγάλη και τρανή και μας δώριζε έναν ίσκιο ελαφρύ αφού ο ήλιος όλο και έβρισκε τρόπους για να φτάνει στον τελικό του προορισμό, στο χώμα.
Μεγαλώναμε μαζί με τα δέντρα, κάθε χρόνο παρακολουθούσαμε τα καινούργια τους κλαδιά και όταν ήταν μικρά, πηγαίναμε δίπλα τους και καμαρώναμε που είμαστε ψηλότεροι, μετά όμως όταν αυτά τραβούσαν τα ύψη δεν το κάναμε και κοιτούσαμε πώς θα σκαρφαλώσουμε πάνω τους. Μεγαλώναμε μαζί με τα δέντρα. Το καταλάβαμε και απ’ αλλού. Μια φορά βρήκαμε το σημειωματάριο του πατέρα μας που σημείωνε τις δουλειές που είχε προγραμματίσει και εκεί με έκπληξη και απορία είδαμε ότι κάθε φορά που κέντρωνε ή φύτευε ένα δέντρο σημείωνε και την ημερομηνία. Εκεί είχε σημειώσει και τις ημερομηνίες των γεννήσεων των αλόγων και των δικών μας!
Πρόσφατα σχόλια