Το θαύμα της λογικής
Του Νίκου Τσούλια
Θεωρώ ότι αν μπορέσουμε να βρούμε εκείνα τα αρχέγονα μονοπάτια του μακρινού προγόνου μας μέσα από τα οποία αναδύθηκε ο κόσμος της λογικής – που ουσιαστικά ήταν το πρωτόλειο βήμα εξανθρωπισμού του ανθρώπου -, τότε θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο άλμα προς την ανθρωπογνωσία και την αυτογνωσία μας.
Η μετάβαση από τη ζωώδη κατάσταση στην αντίστοιχη ανθρώπινη δεν ήταν εύκολη. Η θεμελίωση της λογικής σκέψης με την ταυτόχρονη ανάδυση της συνείδησής μας ήταν μακροχρόνια και πέρασε από χίλια μύρια κύματα. Μέχρι τότε (και φυσικά και τώρα στο πεδίο της φυσικής ιστορίας) η κινητήρια δύναμη με την οποία μπορούσαμε να εξηγήσουμε τη ροή της εξέλιξης πάνω στον πλανήτη μας ήταν η έννοια της Φυσικής Επιλογής, την οποία επινόησε ο Κάρολος Δαρβίνος, ως παράγοντας της μεγάλης κατάκτησης του ανθρώπινου πνεύματος, της Εξελικτικής Θεωρίας του.
Αλλά ποιος μπορεί να είναι ο παράγοντας που συνέργησε στη γένεση της λογικής σκέψης; Η ίδια η συγκρότηση των πρώτων «κοινωνιών» ήταν το υπόστρωμα επί του οποίου αναπτύχθηκε η λογική σκέψη ή, μήπως, συνέβη το αντίθετο; Πώς άρχισε να υπερέχει η λογική στην πρωτόγονη σκέψη εκείνου του είδους του Homo μέσω του οποίου προέκυψε το Homo Sapiens (ο σοφός άνθρωπος); Πώς τέθηκαν τα πρώτα σκιρτήματα – ερωτήματα της ανθρώπινης σκέψης. «Με τι σκεπτόμαστε, με τι υποφέρομε; Πώς μάθαμε το όνομα του ήλιου; Από πού έρχεται η νύχτα;»[1].
Και για να βρεθούμε στην αιχμή των σημερινών θεωριών της ψυχολογίας, υπάρχουν άλογες δυνάμεις στο λεγόμενο ασυνείδητο του ανθρώπου τις οποίες δεν ελέγχουμε, όπως διατείνεται η θεωρία της Ψυχανάλυσης; Και αν συμβαίνει αυτό, τότε πώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κύριος του εαυτού του και πώς μπορεί να κατακτήσει το βασίλειο της ελευθερίας του μέσα από την πλήρη κατίσχυση της λογικής σκέψης; Θεωρώ ότι τα μεγάλα ερωτήματα του σύγχρονου στοχασμού τέμνονται με τα ερωτήματα της γένεσης και της ανάδυσης της λογικής σκέψης μέσα από την υπέρβαση της βιολογικής κλίμακας της Φύσης και την ανάδυση της ανθρώπινης / πολιτισμικής κλίμακας.
Η κατάκτηση του ορθολογισμού έκτοτε θα αποτελεί το μόνιμο μεγάλο στόχο της ιστορίας μας και των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο ανορθολογικός τρόπος σκέψης έχει μεν υποχωρήσει αλλά δεν έχει οριστικά απομακρυνθεί από τον ανθρώπινο στοχασμό. Έπρεπε να υπάρξουν δύο μεγάλα ρεύματα Διαφωτισμού (το αρχαιοελληνικό και το αναγεννησιακό) για να εδραιωθεί σε μεγάλο βαθμό ο Ορθολογισμός ως βασικό φιλοσοφικό και πολιτικό ρεύμα στον δυτικό πολιτισμό.
Ωστόσο, στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής αλλά και στο πεδίο της καθημερινότητας και στην μικροκλίμακα του προσωπικού μας κόσμου ο ορθολογισμός διατρέχεται από στοιχεία ανορθολογισμού και από χαρακτηριστικά βαρβαρότητας. Ο Δυτικός πολιτισμός – ο κατεξοχήν εκφραστής του ορθολογισμού και για μεγάλες περιόδους ο κύριος αντίπαλος των ρευμάτων της δεσποτείας της Ανατολής – θα γίνει παράγοντας δημιουργίας εκτεταμένης βαρβαρότητας!
Οι αποικιακοί πόλεμοι, το δουλεμπόριο, η εκμετάλλευση ανθρώπων και πόρων του φτωχού Νότου για αιώνες και αιώνες, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, ο ιμπεριαλισμός και η σημερινή επικράτηση των άκρως χειραγωγικών καπιταλιστικών δυνάμεων αποτελούν μεγάλες σκιές στο στερέωμα του γενικότερου ορθολογισμού. Έχοντας όλο αυτό το σκηνικό υπόψη, ο Τζων Ντιούι πολύ σωστά επεσήμαινε ότι «δε μπορούμε να έχουμε πια την απλή πίστη του Διαφωτισμού, που διαβεβαίωνε πως η πρόοδος της επιστήμης θα δημιουργούσε ελεύθερους θεσμούς διασκορπίζοντας το σκοτάδι της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, που είναι οι αιτίες της ανθρώπινης σκλαβιάς, οι στύλοι της δεσποτικής διακυβέρνησης»[2].
Πολλοί θεωρητικοί θα κατηγορήσουν τον ορθολογισμό για τα μεγάλα εγκλήματα του δυτικού πολιτισμού. Αλλά είναι ο ορθολογισμός ή το έλλειμμα του ορθολογισμού για τη μηχανή θανάτου που στήθηκε στο Άουσβιτς και στο Νταχάου; Εδώ τίθεται το μεγάλο ζήτημα της αυτοκριτικής, της δυνατότητας να δούμε κριτικά το συνολικό μας στερέωμα και να μην ρίχνουμε τις αιτίες της πρόκλησης των εικόνων της βαρβαρότητας στην τύχη ή να προσπερνάμε τις αιτίες μέσα από θεωρητικές επινοήσεις.
Αν η Δύση έγινε ο μεγάλος σημαιοφόρος του ορθολογισμού απέναντι στον ανορθολογισμό της δεσποτείας της Ανατολής για κάποιες ιστορικές περιόδους και ως εκ τούτου καρπώθηκε το φωτεινό μέρος της γραφής της ιστορίας της ανθρωπότητας, οφείλει ταυτόχρονα να απολογηθεί γι’ όλες τις μαύρες σελίδες της. Και για να το κάνει αυτό οφείλει να έχει εκείνη τη δυνατότητα και τη δύναμη του ορθολογισμού για μια αναθεωρημένη και απολογητική – όπου δει – ματιά στην γραφή της ιστορίας.
Ο Καρλ Πόππερ στο σπουδαίο έργο του, «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», σημειώνει. «Μια συγκεκριμένη ιστορία του ανθρώπινου είδους, εάν υπάρχει κάποια, θα έπρεπε να είναι ιστορία όλων των ανθρώπων. Θα έπρεπε να είναι η ιστορία όλων των ανθρώπινων ελπίδων, των αγώνων και των βασάνων. Γι’ αυτή κανένας άνθρωπος δεν είναι περισσότερο σημαντικός από κάποιον άλλο. Σαφώς, αυτή η συγκεκριμένη ιστορία δεν μπορεί να γραφτεί. Πρέπει να κάνουμε περιλήψεις, να παραμελήσουμε, να επιλέξουμε. Αλλά με αυτό φτάνουμε σε πολλές ιστορίες και μεταξύ αυτών, σε αυτή την ιστορία του διεθνούς εγκλήματος και των μαζικών φόνων, η οποία έχει διαφημιστεί ως η ιστορία του ανθρώπινου είδους»[3].
Η λογική δεν αντιμάχεται το συναίσθημα, όπως ευρέως θεωρείται, αντίθετα του προσδίδει το πραγματικό του περιεχόμενο και το αποτρέπει από τους τόσους και τόσους ανορθολογισμούς που εύκολα μπορεί να πραγματοποιήσει. Η λογική μάς εξανθρωπίζει και μας ανοίγει τους δρόμους της ελευθερίας, γιατί «ελεύθεροι είναι όσοι κυβερνάνε τον εαυτό τους σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής»[4], γιατί αυτή γεφυρώνει το «υποκειμενικό» με το «αντικειμενικό», την επιθυμία μας με την πραγματικότητα, και αποκαλύπτει τους ορίζοντες των ονείρων μας…
[1] Μπρετόν, Α. (1999), Ο τρελός έρως, Αθήνα: ύψιλον, σ. 160
[2] Ντιούη, Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 149
[3] Popper, Κ. (1971), The Open Society and Its Enemies, v. 2, Princeton, New Jersey: Princeton University Press, p. 270
[4] Ντιούη, Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 32
Πρόσφατα σχόλια