Οι παραδόσεις στη μετανεωτερικότητα
Valery
Του Νίκου Τσούλια
Πάντα οι παραδόσεις σε κάθε κοινωνία ήταν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η θεώρηση των παραδόσεων και η ανάλογη σημασιολόγησή τους έχουν πάντα πολιτικό περιεχόμενο και σε γενικές γραμμές μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η λεγόμενη συντηρητική πολιτική πρόταση (και κατ’ επέκταση η ανάλογη πολιτική παράταξη) συνδεόταν με την έντονο χρωματισμό της ισχύος των παραδόσεων, ενώ η αντίστοιχη προοδευτική πρόταση και παράταξη – με την ευρεία έννοια του όρου – συναπτόταν με τη μικρής ή μεγάλης έκτασης υπέρβαση των παραδόσεων προκειμένου να διευκολυνθούν οι ευρύτερες αλλαγές που ευαγγελιζόταν.
Αυτά σε γενική προσέγγιση, γιατί η όλη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αλλά και η προσωπικές θεωρήσεις είναι πολύ πιο σύνθετες απ’ αυτή την αδρή περιγραφή. Μέχρι τώρα το ζήτημα της στάσης μας απέναντι στις παραδόσεις ετίθετο σε μια σχετικά προβλεπόμενη και ελεγχόμενη κλίμακα. Έτσι, για παράδειγμα, το πέρασμα από την αγροτική κοινωνία στην αντίστοιχη βιομηχανική έγινε με το σταδιακό μετασχηματισμό ενός μέρους του όλου σώματος των παραδόσεων, με έναν μετασχηματισμό που δεν ήταν προφανώς ενιαίος και καθολικός για όλα τα κοινωνικά και μορφωτικά στρώματα, αλλά σε κάθε περίπτωση βρισκόταν σε μια ισορροπία σε σχέση με τους νεωτερισμούς και με τις καινοτομίες.
Στις μεταμοντέρνες όμως εποχές τα πράγματα αλλάζουν. Και αυτό γιατί ο πολιτισμός της μετανεωτερικότητας δεν μετασχηματίζει απλά και μόνο τις δομές και λειτουργίες των προηγούμενων πολιτισμών αλλά τις αποδομεί. Πρόκειται για μια παγκόσμιας κλίμακας μεταλλαγή στο ιδεολογικό, στο κοσμοθεωρητικό και στο αξιακό πεδίο, επί της οποίας ο άνθρωπος αλλά και η κοινωνία εμφανίζονται αρκετά αμήχανοι. Μπορούμε εδώ να ισχυριστούμε ότι ανάμεσα στην παράδοση και στο νεωτερισμό πάντα οι άνθρωποι και οι κοινωνίες ταλαντεύονταν και μετεωρίζονταν, αλλά ήταν τέτοιας κλίμακας οι πολιτισμικές μεταβολές που επέτρεπαν μια ισορροπία έστω και ασταθή.
Τώρα δεν μετασχηματίζονται και δεν αλλάζουν οι επιμέρους ματιές μας επί του κόσμου, αλλά ανατρέπεται η συνολική ματιά μας απέναντι στην πραγματικότητα και στον εαυτό μας. Τώρα οι σχέσεις μας με τις παραδόσεις δεν ρυθμίζονται στο ισοζύγιο συντηρητικής και προοδευτικής πολιτικής αντίληψης. Οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες νιώθουν να βρίσκονται σε ένα δίλημμα σαν αυτό που αντιμετώπισαν οι Σαμουράι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν η Ιαπωνία απειλήθηκε πολεμικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να προχωρήσει σε έναν ταχύ εκβιομηχανισμό και για να επενδυθούν αμερικανικά κεφάλαια!
Τότε οι Σαμουράι προτίμησαν να θυσιαστούν πιστεύοντας ότι υπερασπίζονταν τις ιερές παραδόσεις της πατρίδας τους, ενώ σχεδόν όλη η υπόλοιπη κοινωνία και πιο πολύ η κυρίαρχη τάξη προχώρησε πέραν από τον εκβιομηχανισμό – όπου και κατέκτησε μία τις πρώτες θέσεις στη διεθνή οικονομική σκηνή – αλλά και σε έναν εκδυτικισμό που ανέτρεψε παραδόσεις και παραδόσεις πολλών αιώνων ιστορικής σταθερής διαδρομής.
Πάντα υπήρχε μια γενική αντίληψη που ισχυριζόταν ότι, αν θέλεις να κατακτήσεις το μέλλον, οφείλεις να αποκόπτεις τις ρίζες του παρελθόντος, για να αίρονται οι παραδοσιακές δεσμεύσεις και να προχωρούν οι κοινωνίες με πιο ταχείς ρυθμούς, και αυτό πάντα είχε νόημα και αξία αφού η όποια εξέλιξη της ιστορίας συμβαδίζει με την αναθεώρηση των «υλικών» του παρελθόντος.
Σήμερα όμως το μέλλον δεν προεικονίζεται στον ορίζοντα του παρόντος και δεν προοικονομείται με περισυλλογή στις ανάγκες του «σήμερα», αλλά διαφαίνεται πλέον ότι «το μέλλον δεν διαρκεί πολύ», γιατί εισαγόμενο καθολικά στο παρόν, παύει να έχει την εικόνα του μέλλοντος, γίνεται παρόν, και το μέλλον μοιάζει να μην υπάρχει ως αυτόνομο και εν πολλοίς ως άγνωστο πεδίο! Υπάρχει και συγκροτημένη και πανίσχυρη κοσμοαντίληψη και ιδεολογία γι’ αυτή τη σχέση μας με το μέλλον. «Για την ιδεολογία της προόδου το παρελθόν και το παρόν πρέπει να θυσιάζονται στο βωμό του μέλλοντος. Η ικανοποίηση στο παρόν πρέπει να προσφέρεται ως αντίδωρο εν ονόματι του μέλλοντος. Η ατέρμονη αυτή αναβολή ονομάζεται ιστορία»[i].
Η χώρα μας στο ζήτημα αυτό έχει ένα φοβερό συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο όμως δεν μπόρεσε και δεν φαίνεται ότι μπορεί να το «χρησιμοποιήσει». Πρόκειται όχι απλά και μόνο για ένα κληρονομημένο σώμα παραδόσεων αλλά για τον αρχαιοελληνική κουλτούρα, που δεν τροφοδότησε απλά και μόνο τις φωτεινές περιόδους του δυτικού πολιτισμού, αλλά παραμένει ενεργή σχεδόν σ’ όλους τους τομείς του επιστητού.
Ωστόσο η ελληνική πολιτεία και το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν κατάφεραν να εγκολπώσουν τον ελληνικό ορθολογισμό στην κουλτούρα μας και στην παιδεία μας –παρά μόνο αποσπασματικά στη θεσμική εκπαίδευσή μας -, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβανόμαστε το θησαυρό που κουβαλάμε στη γλώσσα μας, ακριβώς γιατί δεν έχουμε καλλιεργήσει στο λαό την ουσία του αρχαιοελληνικού στοχασμού!
[i] Eagleton T. (2007), Ιερός τρόμος, Αθήνα: Πατάκης
Εγγονόπουλος
Πρόσφατα σχόλια