Αρχική > κοινωνία > Να φύγεις από τις λάσπες…

Να φύγεις από τις λάσπες…

Του Νίκου Τσούλια

      Ήταν η εκδοχή του Αμερικάνικου ονείρου της αγροτικής ζωής στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της χώρας μας. Η φτώχεια και η έντονα σκληρή δουλειά στα χωράφια έπεφταν σαν κατάρα στην ελληνική κοινωνία.

Οι οικογένειες ζούσαν στα όρια της ανέχειας. Το αγροτικό εισόδημα ήταν πενιχρό και δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα κάποια μέτρα προστασίας του. Θα μπορούσαν να χαθούν οι σοδειές στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας και να είναι όλα ένας χαμένος κόπος, αφού οι οικογενειάρχες ήταν κυριολεκτικά στο έλεος του καιρού…

    Το όνειρο των γονέων, το όνειρο που έκαναν για τα παιδιά τους, ήταν να φύγουν από κοντά τους, να μάθουν γράμματα και να ζήσουν στην πόλη. Οι χειμώνες ήταν βαριοί και γίνονταν πολύ πιο βαριοί στα φτωχικά χαμόσπιτα, στις πλίθινες χαμοκέλες. Οι λάσπες ήταν παντού, στα χωράφια και στους δρόμους˙ όσο και αν μετατοπιζόσουνα έξω από τα όριά τους μέσα στα χορτάρια και εκεί μετά από λίγο θα «έκοβε λάσπη».

     Έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Φορτωνόντουσαν στα παπούτσια και στα παντελόνια, όσο και αν προσπαθούσες να απαλλαγείς απ’ αυτές με τα μαχαίρια και με τα ξύλα. Οι γυναίκες, σαν πήγαιναν στην πόλη για τα λίγα ψώνια της εποχής ή σαν πήγαιναν αραιά και που καμιά επίσκεψη σε γιορτή συγγενών, άλλαζαν παπούτσια και έβαζαν τα καλά τους λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό τους.

      Οι βροχές και το κρύο έμπαιναν μέχρι το μεδούλι. Ήξερες τα απάγκια του κάθε τόπου και σκεπτόσουνα συνεχώς πώς θα βρεθείς εκεί για να προφυλαχτείς από το ξεροβόρι, από την καταιγίδα, από τη χωρίς σταματημό βροχή. Πήγαινες και στο σχολείο βρεγμένος και στέγνωνες επάνω σου – τι να φυλάξουν οι ομπρέλες, αν και αυτές δεν ήταν πάντα διαθέσιμες για όλα τα μέλη των τότε συνήθως πολυμελών οικογενειών.

     Παλτά δεν υπήρχαν για όλους – έτσι και αλλιώς τότε δύσκολα αγοράζονταν ρούχα και ήταν αποφόρια από συγγενείς της Αθήνας. Οι γαλότσες ήταν το απόλυτο, το καθολικό σύμβολο, το ελάχιστο προστατευτικό μέσο απέναντι στου χειμώνα τα βαριά βάσανα. Ήταν εκείνοι οι καιροί που σαν άρχιζε να μεγαλώνει για τα καλά η ημέρα (και να φωτίζει όλο και πιο πρωί) και η κακοκαιρία έκανε τα τελευταία της καμώματα, άκουγες ξανά και ξανά, με ανακούφιση και με χαρά, με βαθύ αναστεναγμό και με χαμόγελο τη φράση των παππούδων «πάει τον φάγαμε και αυτό τον χειμώνα»…

       Φτώχεια ήταν απλωμένη παντού, αλλά δεν αγκομαχούσες είτε γιατί δεν αντίκριζες πουθενά δίπλα σου την έλλειψή της είτε γιατί δεν ήσουν μαθημένος για κάτι άλλο είτε γιατί ονειρευόσουνα αυτό που σου έλεγαν οι μεγάλοι «να φύγεις από τις λάσπες» και φανταζόσουνα τον κόσμο της πόλης με τα φώτα, με τους δρόμους που δεν έχουν λάσπες, με τους «καρπούς» της δουλειάς σου που δεν θα ήταν στο έλεος του Θεού. Τα Γράμματα εμφανίζονταν σαν την ευλογία του Θεού. Αν σπούδαζες και γινόσουνα γραμματισμένος, αν έφευγες οριστικά από τις λάσπες, τότε τα όνειρά σου ήταν όλα δικά σου – μπορούσες να φαντασιώνεσαι όλα τα καλά.

      Και γινόταν η ευχή των μεγάλων πίστη για διάβασμα, αλλά και το διάβασμα είχε τις δυσκολίες του. Οι γονείς δεν μπορούσαν να βοηθήσουν και πολύ τα παιδιά τους – δεν είχαν και χρόνο. Βιβλία εξωσχολικά δεν υπήρχαν στα μικρά χωριά ούτε σαν ιδέα. Τα φροντιστήρια που έκαναν κάποια παιδιά στο Γυμνάσιο – σαν πήγαιναν στη γειτονική πόλη – ήταν μόνο γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να περάσουν την τάξη και αποτελούσαν πάντα και μια μορφή κατηγορίας και ενοχής! Αλλά το διάβασμα είχε και άλλους περιορισμούς πιο ασφυκτικούς. Τότε τα παιδιά διάβαζαν από το βραδάκι και μετά, όταν σουρούπωνε για τα καλά, γιατί τότε έφευγαν από τα χωράφια και τέλειωναν το συγύρισμα των τόσων και τόσων ζώων και πουλιών…

      «Να φύγεις από τις λάσπες», ήταν η κινητήρια δύναμη για να κάνεις το όνειρό σου φιλοδοξία και τη φιλοδοξία ευθύνη˙ και έσκυβες όλο και πιο κοντά στου μουτζούρη τη μικρή φλόγα για να βλέπεις πιο καλά στο φτωχικό φως – τότε όλα ήταν φτωχικά…- και για να γράψεις όσο πιο καθαρά γινόταν στηρίζοντας το τετράδιο στα γόνατά σου. Δεν ήταν κακό που σκέπτονταν έτσι οι άνθρωποι εκείνων των καιρών.

     Και δεν ήταν αιτία γι’ αυτή τη σκέψη τους ότι δεν ήξεραν για την «αυταξία των Γραμμάτων και για το βαθύ περιεχόμενο της μόρφωσης» – αυτά προκύπτουν σαν έχεις λύσει το στοιχειώδες πρόβλημα της επιβίωσης. Τότε οι καιροί ήταν δύσκολοι και σκληροί και το να φύγουν τα παιδιά από τις λάσπες και να ξεφύγουν από τη φτώχεια ήταν η απόλυτα πρώτη φροντίδα τους, η μόνιμη έγνοια τους, το μεγάλο τους όνειρο, το όνειρο των ονείρων τους.

Αγάπησες τις λάσπες! Και προς το γέρμα της ζωής σου έρχεσαι να περπατήσεις σ’ εκείνους τους δρόμους που τόσο έχουν αλλάξει. Θέλεις να γεμίσουν τα παπούτσια σου και πάλι με λάσπες. Όχι, δεν τις αγάπησες. Αλλά καθετί που ήταν στην εικόνα της δημιουργίας των μεγάλων παιδικών ονείρων σου έχει αποκτήσει μια ξεχωριστή ομορφιά. Έχει ριζώσει για τα καλά στους τόπους της νοσταλγίας σου!

Αποτέλεσμα εικόνας για αγροτες στα χωράφια στη δεκαετία του 1960

Αποτέλεσμα εικόνας για αγροτες στα χωράφια στη δεκαετία του 1960

  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: