Εμβατήριο οπισθοπορείας
Του Νίκου Τσούλια
Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω… Έτσι κι αλλιώς το διάβασμα δεν είναι μόνο διάβασμα αλλά πάντα και μια αναζήτηση διαλόγου με το συγγραφέα. Και αν ο συγγραφέας είναι γνωστός, πολλές απροσδιοριστίες χάνονται, γίνονται γνώση αλλά μπορεί να γίνουν και βεβαιότητες και προκαταλήψεις που σε παγιδεύουν.
Να τον ρωτήσω ήθελα, τι είναι τα κείμενα του βιβλίου σου: δοκίμια, αφηγήσεις, στοχασμοί, πολιτικές αναλύσεις, μικροκοινωνιολογικές μελέτες, ερωτικά διηγήματα;
Ας προχωρήσω στο διάβασμα, είπα, και θα καταλάβω. Ένα μίγμα όλων αυτών των προηγούμενων χαρακτηρισμών μου ήταν κάθε κείμενό του. Βέβαια πάντα έτσι συμβαίνει σε κάθε κείμενό μας αλλά ο Νίκος Λαγκαδινός το μίγμα το είχε κάνει έντονο. Καλή ιδέα, σκέφτηκα. Και γιατί να επιμερίζεται η σκέψη και η γλώσσα σε περιφραγμένους χώρους;
Ο ιστός που απλώνεται στο σύνολο των κειμένων του χαρακτηρίζεται από ανησυχία, που έχει στοιχεία έντονης νεότητας, από προβληματισμό και στοχασμό, από αναζητήσεις και ιδέες – απλές, καθαρές, καίριες – μα και από πάθος, ορμητικός χείμαρρος!
Σκηνές από το παρελθόν συνδιαλέγονται με το παρόν, με τα διαβάσματα του συγγραφέα, με τις σημερινές ανησυχίες του, με ήρωες θεατρικών έργων, με τέχνη και με τόλμη. Την ώρα που γράφει για το ερωτικό του είδωλο συναντάει τους ήρωες του Τσέχοφ ή του Ντοστογιέφσκι, σε επαναφέρει στη σημερινή κρίση της χώρας μας και στα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματά της, στη θέρμη της πολιτικής σκηνής. Κάνει διάλογο με την ηρωίδα του και μετά με άλλη ηρωίδα κλασικού έργου.
Με το αφηγηματικό του νήμα υφαίνονται τα διαβάσματά του. Πολλοί κλασικοί συγγραφείς «παίρνουν μέρος» στις συζητήσεις και διανθίζουν τη μόνιμη αγωνία του Λαγκαδινού: Νίτσε, Σαρτρ, Καμύ, Ζιντ, Γκόγκολ, Μπέκετ, Ροστάν αλλά και Κοτζιούλας, Καβάφης κλπ. Η λογοτεχνική του κουλτούρα, ο πλούσιος στοχασμός του, η καλλιέργεια του στην τέχνη και στο θέατρο, η ερωτική του διάθεση διαποτίζουν τη γραφή του.
Το οδοιπορικό της ζωής του από το χωριό του, στις συνοικίες της Αθήνας, στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα του μέχρι το Παρίσι και πάλι Αθήνα είναι γεμάτο αναμνήσεις, στοχασμούς, προβληματισμούς.
Παρελαύνουν μείζονα πολιτικά γεγονότα της μεταπολίτευσης: οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις, η Κύπρος, η λοβοτομημένη δημοκρατία, οι πανεπιστημιακές σχολές με τις συνελεύσεις και τον αέρα δημιουργικότητας, ο τυχοδιωκτισμός, η αλλοτρίωση, η εκμετάλλευση εκ μέρους των πολιτικών.
Εξυμνεί τη σχέση πάθους της νεολαίας με τον Αντρέα. Αναρωτιέται που ο Καραμανλής γυρίζει ως ελευθερωτής παρά το παρακράτος, τα κυνηγητά, τις φυλακίσεις που είχε επιβάλλει παλιότερα. Ενίσταται που ως χαρισματικός πολιτικός στη σημερινή εποχή είναι αυτός που χρησιμοποίησε το ψέμα και τον λαϊκισμό ως βασικά εργαλεία της δράσης του.
Αλλά η αγωνία του είναι στο σήμερα και στο αύριο. Στοχάζεται, προβληματίζεται, αναρωτιέται, προτείνει.
«Αναλογίζεστε πόσες φορές συννέφιασε ο ουρανός για την πατρίδα μας; Μπορεί να χορτάσαμε από ιστορία, αλλά δεν μπορούμε και χωρίς αυτήν.
Το μόνο που μένει είναι η πικρή γεύση μιας κοινωνίας που πλέον δεν παρέχει κανένα σταθερό σημείο αναφοράς.
Το θλιβερό είναι να βλέπουμε ανθρώπους αγαθούς, ηθικά τραυματισμένους, ν‘ αποσύρονται από κάθε δράση, ν’ αυτοκαταδικάζονται στον αναχωρητισμό! Έτσι αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στους τσαρλατάνους.
Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε.
Άργησα να καταλάβω τη μεταβολή της πολιτικής σε …αγορά!
Όλοι τελικά θέλουν να σώσουν την πατρίδα και νοιάζονται για το καλό της, αλλά κανένας δεν θέλει το καλό του διπλανού του».
Αλλά στη σταδιακή έκπτωση του πνεύματος, ελπίζει, αγωνιά και αγωνίζεται να «ακούσει τη βουή του μέλλοντος, μια βουή που θα προκαλούσε ανησυχίες και ελπίδες για το μέλλον».
Ασκεί κριτική στη σημερινή αλλοτριωμένη δημοσιογραφία. Καταθέτει ξανά και ξανά την αγάπη του για τον κινηματογράφο, το θέατρο, τα βιβλία. Και για τον έρωτα και την αγάπη, τι λέει; Περισσότερη σημασία δεν έχει τι λέει αλλά η ζωντάνια, ο πόθος, το πάθος που αναδύεται από τα ερωτικά διηγήματά του. Είναι η ορμή της ζωής…
Το βιβλίο δεν είναι συνηθισμένο ως προς τούτο το σημείο. Δεν λέει απλά την άποψη του συγγραφέα ούτε παραθέτει απλά μια πράγματι πλούσια αφήγηση. Επιζητεί τον διάλογο με τον αναγνώστη. «Ρωτάει» σαν να απευθύνεται στο φίλο του που πίνουν μαζί καφέ. Και για να δώσω τη δική μου συμβολή σε αυτό το διάλογο, τελειώνοντας με αυτό το σημείο, λέω το εξής.
Νίκο Λαγκαδινέ, λες: «Τολμήστε να αναφέρετε τη λέξη σεβασμός». Ίσως εδώ είναι ο βαθύς πυρήνας του βιβλίου…
Συμφωνώντας με τον υπαινιγμό καταθέτω την άποψή μου. Το όλο μαύρο σκηνικό που βιώνει η χώρα μας και η κοινωνία μας σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στο έλλειμμα ταπεινότητας που μας χαρακτηρίζει ως πολιτικό σύστημα, ως πολίτες, ως άτομα.
Και χωρίς ταπεινότητα δεν μπορείς να μαθαίνεις και επομένως να ερμηνεύεις τον κόσμο και την πραγματικότητα, δεν μπορείς να αγαπήσεις και κατά συνέπεια έχεις βάλει φράχτες στην αλληλεγγύη, στην κοινωνική συνοχή, στο κοινό καλό – τελικά στην ίδια την πρόοδο…
Ναι, το “Εμβατήριο οπισθοπορείας” είναι μια όμορφη αφήγηση, μια στοχαστική αναζήτηση, ένας δημιουργικός προβληματισμός…
Πρόσφατα σχόλια