Αρχική > πολιτισμός > Το πανηγύρι στο χωριό κάποτε…

Το πανηγύρι στο χωριό κάποτε…

 

Του Νίκου Τσούλια

      Ήταν η φωτεινή ημέρα, η απόλυτα ξεχωριστή γιορτή γιατί οι μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, ήταν γιορτές για όλους τους τόπους, για όλα τα χωριά. Αλλά τι ήταν αυτό που μετάλλασε όλο το σκηνικό; Τι συνέβαινε και ο τόπος μας γινόταν πιο φωτεινός; Ακόμα και η φτώχεια τις ημέρες του πανηγυριού με έναν περίεργο τρόπο εξαφανιζόταν. Όλοι είχαν απ’ όλα τα καλά, όλοι ήταν χαμογελαστοί και αισιόδοξοι. Μα μη νομίζετε ότι το περίμεναν περισσότερο τα παιδιά˙ όχι, θα έλεγα το αντίθετο, εκείνοι που χαίρονταν πιο πολύ ήταν οι μεγάλοι. Το είχαν μεγάλη ανάγκη, για να χαλαρώσουν μερικές ημέρες από τη σκληρή δουλειά, για να καλοφάνε και για να διασκεδάσουν.

      Το περίεργο όμως ήταν ότι η γλύκα του πανηγυριού ήταν στις προηγούμενες ημέρες του, τότε που η προσμονή και η προσδοκία διαμόρφωναν ένα πολύ όμορφο όνειρο για τον καθένα μας. Από το απόγευμα της ημέρας του πανηγυριού μάς έπιανε όλους μια συννεφιασμένη απογοήτευση και το μυαλό μας περιτριγύριζε στη σκληρή συνηθισμένη καθημερινότητα. Κάθε πανηγύρι είχε και την εποχή του. Ήταν μοιρασμένα, έτσι ώστε να μην πέφτουν όλα μαζί. Αυτό άραγε σκέπτονταν όταν έφτιαχναν τις εκκλησίες; Του αγίου Δημητρίου τον Οκτώβρη ήταν το πιο χαρακτηριστικό πανηγύρι του χωριού. Πάντα έφερνε ο Νίκος με το μεγάλο μαγαζί όργανα και γινόταν ο χαμός, αφού μαζευόταν κόσμος απ’ όλα τα γύρω χωριά. Βέβαια περισσότερος κόσμος μαζευόταν στου Αη – Γιαννιού του Ριγανά στο τέλος του Αυγούστου, στο Τζαμί, αλλά το πανηγύρι αυτό ενώ ήταν του χωριού μας, λογαριαζόταν ως πανηγύρι όλης της περιοχής της Πηνείας. Ήταν εμποροζωοπάνηγυρις που βάσταγε μια εβδομάδα. Εδώ γίνονταν οι αγοραπωλησίες των ζώων και οι αγορές σε ρούχα και σε είδη του σπιτιού για τα νοικοκυριά από τις γυναίκες. Το τρίτο πανηγύρι μας ήταν του Αγίου Χαραλάμπου το Φλεβάρη που ήταν το πιο αδικημένο αφού το χαρακτήριζε πάντα η βαρυχειμωνιά, οι βροχές, οι λάσπες και το κρύο.

      Αλλά ως πανηγύρια λογίζονταν και τα πανηγύρια των διπλανών χωριών με τα οποία είχαμε πάρε – δώσε και αγαπημένους συγγενείς. Σαν δικά μας ήταν και τα πανηγύρια της Αγίας Μαρίνας τον Ιούλιο που γινόταν στην Κεραμιδιά, του Άη – Λιος επίσης τον Ιούλιο που γινόταν στον Αη – Λια, της Παναγιάς τον Αύγουστο που γινόταν στη Δαφνιώτισσα, της Παναγίας τον Σεπτέμβριο στην Οινόη και λιγότερο προσιτά ήταν τα πανηγύρια στα πιο μακρινά χωριά.

      Οι επισκέψεις στους συγγενείς ήταν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο και αν υπήρχαν πολλοί συγγενείς σ’ ένα χωριό έπρεπε να γίνει μοιρασιά ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Φυσικά δεν σκορπάγαμε όλοι, αφού οι δουλειές του σπιτιού πάντα είχαν δεσμεύσεις. Κάθε παιδί είχε και τις προτιμήσεις του τόσο για το ποιο πανηγύρι αγαπούσε πιο πολύ όσο και για το ποιον συγγενή θα ήθελε να επισκεφτεί. Η καρδιά του πανηγυριού για τους μεγάλους ήταν το μεσημβρινό τραπέζι ή μάλλον το τραπέζι που ξεκινούσε το μεσημέρι και τελείωνε το βράδυ με την έξοδο της παρέας στα «όργανα». Η απαρχή του τραπεζώματος περιλάμβανε σούπα και βραστό κρέας και μετά σιγά – σιγά ερχόταν το ψητό για να συνοδεύει το γλέντι και το τραγούδι. Τα τραγούδια του τραπεζιού ξεχώριζαν από τη λεβεντιά και την ομορφιά τους. Στα μεσοδιαστήματα των τραγουδιών γίνονταν συζητήσεις για το σόι, για τους κοινούς γνωστούς και τους άλλους συγγενείς που δεν είχαν έλθει αλλά και γι’ αυτούς που είχαν φύγει από τη ζωή. Θα μιλούσαν για τα ζώα τους και για τα γεννήματά τους – και πιο πολύ για το στάρι τους, το λάδι τους και το κρασί τους -, για τα σχέδια τους και για τα παιδιά τους με έναν σεβασμό ο ένας για τον άλλον, ανεξάρτητα από το κρασί που είχαν πιει και από την ένταση που δημιουργούσε το γλεντοκόπι.

      Τότε έβλεπες το στοχασμό και τη σοφία των ανθρώπων, την ηρεμία της σκέψης και την ανησυχία να ζυγίζονται με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Σίγουρα θα έκανε την εμφάνισή της και κάποια ομάδα τσιγγάνων, για να πάνε το γλέντι με την καραμούτζα και με την ταβουλόβεργα πολύ πιο πέρα από ό,τι μπορούσε το τραγούδι από μόνο του. Ο χορός ήταν συνοδευτικός και κορυφωνόταν έξω στα κλαρίνα κατά το βραδάκι. Εκεί θα διακρίνονταν και οι λεβέντες και οι πιο χορευταράδες, οι πιο όμορφες και οι πιο πεταχτές και θα γνωρίζονταν νέοι και νέες για να γευθούν την έξαρση του έρωτα μέσα από την προσωπική και πάντως «μακρινή» γνωριμία, που άρχιζε με γοργούς ρυθμούς να αντικαθιστά τα προξενιά και τις γνωριμίες μέσω των συμπεθεροκόπων. Δεν σπάνιζαν και οι παρεξηγήσεις που γίνονταν πολύ εύκολα, αν κάποιος πολυκοιτούσε μια κοπέλα. Η πιτσιρικαρία αξιολογούσε και εκτιμούσε πάντα αυτούς που θα βαστούσαν την παρέα στο χορό πολύ ώρα κολλώντας βέβαια και τα ανάλογα πεντακοσάρικα και χιλιάρικα στο μέτωπα του κλαριντζή και κυρίως αυτούς που θα κατέβαζαν τη χορεύτρια κάτω από την εξέδρα κάνοντας τα τσαλίμια στο χορό αλλά τον κουβαρντά στην τσέπη.

      Συχνά – πυκνά οι ξένοι επισκέπτες έμεναν στο χωριό που γιόρταζε, όταν τους έπαιρνε το βαθύ σκοτάδι. Τότε τα σπίτια αν και φτωχικά, χώραγαν πάρα πολύ κόσμο. Στρωματσάδα για τους μικρούς, τα καλύτερα κρεβάτια για τους φιλοξενούμενους και η οικογένεια στριμωγμένη στης κουζίνας τις όποιες δυνατότητες. Τότε οι φιλοξενούμενοι ήταν ιερά πρόσωπα. Όλα τα αγαθά του σπιτιού και ακόμα πιο πολύ η περιποίηση και η φροντίδα των αφεντικών ήταν γι’ αυτούς.

      Τα πανηγύρια έδιναν απλόχερα χαρά και δύναμη στους ανθρώπους των χωραφιών και της σκληρής δουλειάς. Ομόρφαιναν τη φτώχεια και έκαναν τα πρόσωπα γυναικών και αντρών να ακτινοβολούν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν. Και το πιο σημαντικό, θα έφερναν τους ανθρώπους πολύ κοντά, θα γλύκαιναν τις πίκρες και τα βάσανά τους, θα ένωναν τις ψυχές τους και τα όνειρά τους.

 

image

 

image

 

 

 

Advertisement
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: