Ημέρες ραδιοφώνου
Του Νίκου Τσούλια
Δεν είμαστε από τους πρώτους τυχερούς του χωριού μου, από αυτούς που είχαν ραδιόφωνο, που είχαν κάνει ένα μεγάλο βήμα στο μέλλον και στην πρόοδο. Τρεις ήταν όλοι κι όλοι οι τυχεροί, τα δύο καφενεία στην πλατεία και ένας γείτονάς μας. Αλλά είμαστε και εμείς λίγο τυχεροί, αφού μπορούσαμε να ακούμε μουσική από το γειτονικό ραδιόφωνο, όταν έλειπαν οι μεγάλοι στις δουλειές τους. Το υπόλοιπο χωριό ήταν στο «μεσαίωνα», και μόνο οι άντρες στα δυο καφενεία άκουγαν τα νέα και τα μετέφεραν στις οικογένειές τους.
Είχε τη μπαταρία του έξω από το σπίτι και ένα σύρμα – που θύμιζε σύρμα που άπλωναν τα ρούχα για να στεγνώσουν – και τη συνέδεε με το ραδιόφωνο μέσα στο σπίτι. Η βελόνα έπρεπε να πηγαίνει αργά – αργά, αριστερά ή δεξιά, γιατί οι σταθμοί ήταν ο ένας πάνω στον άλλον. Υπήρχαν βραχέα και μακρά κύματα, αλλά δεν καταλαβαίναμε και τίποτα ποια ήταν η διαφορά. Στα βραχέα όμως είχε πολύ γρύλλισμα με τα πολλά παράσιτα να πνίγουν τη φωνή, ενώ οι περισσότεροι σταθμοί ήταν ξένοι. Ήταν και κάποιοι ξένοι σταθμοί που μιλούσαν κάποιες ώρες και ελληνικά, αλλά οι μεγάλοι μάλωναν αυστηρά αν μας έπιαναν να τους ακούμε. Ήταν και εκείνο το «Ράδιο Μόσχα» που έλεγε όλο ειδήσεις – δεν είχε ποδόσφαιρο ούτε και τραγούδια, παρά σκόρπια μουσική, ίσως για να μην ακούγονται σχέτα τα νέα. «Είναι προπαγάνδα», είχε πει κάποιος σε ένα μεγάλο παιδί του Δημοτικού, αλλά κανένας από την πιτσιρικαρία δεν κατάλαβε τι σημαίνει και δεν ξαναασχοληθήκαμε για να κατανοήσουμε γιατί μας απαγόρευαν.
Ο χαμός γινόταν την Κυριακή το μεσημέρι προς το απόγευμα. Τότε δεν υπήρχε και ηλεκτρικό ρεύμα και η ημέρα δεν βάσταγε και πολύ… Μαζευόμαστε στρωματσάδα, ο ένας πάνω στον άλλον, μόνο αγόρια και γινόταν της κακομοίρας με τον εκφωνητή του ποδοσφαίρου. Κάθε φορά που ανέβαζε τον τόνο της φωνής του ότι «κατεβαίνει από τα δεξιά ή από πλάγια ή από μέσα αριστερά ή … ο Σιδέρης ή ο Δομάζος ή ο Μποτίνος ή ο Παπαϊωάννου» οι αντίστοιχοι οπαδοί σηκώνονταν στο πόδι ή κλώτσαγαν τους διπλανούς τους, για να βοηθήσουν τα είδωλά τους, για να βάλουν το γκολ, για να μη χάσουν την ευκαιρία. Αλλά η συγκέντρωση άρχιζε νωρίτερα, για να πιάσουμε κοντινή στο ραδιόφωνο θέση και να ακούμε καλύτερα αλλά και για να ακούσουμε την εκπομπή της «Κολούμπια» με τα λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, του Τσαουσάκη, της Πόλυ Πάνου…
Οι καιροί πέρναγαν το ραδιόφωνο ήταν πάντα μια σταθερή αξία, το μοναδικό παράθυρο για το μακρινό κόσμο – για τον κοντινό έξω κόσμο, τη γειτονική πόλη, ήταν το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε άρχισαν να εμφανίζονται τα τρανζίστορ, που δεν ήθελαν σύρμα και μπαταρία σαν του αυτοκινήτου αλλά τις είχε μέσα του και μπορούσες να το πάρεις και στο χωράφι που πήγαινες για το μάζωμα των ζώων. Τώρα αρχίσαμε να αποκτάμε όλοι το ραδιόφωνό μας – δεν είχαμε ανάγκη κανέναν, δεν μας εκβίαζε ο φίλος μας με το μεγάλο ραδιόφωνο. Και όταν εμφανίστηκαν και τα μικρά ραδιοφωνάκια, που θα ήταν δικά μας κατάδικά μας, όλα άλλαξαν. Είμαστε, αν και μικροί, κάτοχοι της τεχνολογίας. Είμαστε, αν και ακόμα στο χωριό, κάτοικοι της μακρινής πόλης, του άγνωστου κόσμου.
Τώρα ονειρευόμαστε τον κόσμο, που βιαζόμαστε πότε και πότε θα τον γνωρίσουμε, όλο και περισσότερο, όλο και πιο χειροπιαστά. Η φτώχεια φτώχεια όμως αλλά και τα όνειρα όνειρα και ζωντάνευαν τη φαντασία μας και έκαναν τόσο κοντινά τα σχέδιά μας. Όσο κι αν η φτώχεια μάς έκανε να κολλάμε το ραδιοφωνάκι με χαμηλή ένταση στο αυτί για οικονομία, είμαστε βέβαιοι ότι το μέλλον που έρχεται όλο και πιο γοργά θα μας έβρισκε μακριά από το χωριό που μας περιόριζε τις φιλοδοξίες.
Σε κάθε γωνιά της Γης υπάρχουν «ημέρες ραδιοφώνου», εποχές γνωριμίας με τον έξω κόσμο, καιροί προοικονομίας του μέλλοντος, του φωτεινού μέλλοντος. Κάθε άνθρωπος έχει και τη δική του αφήγηση για το ραδιόφωνο. Θα νοσταλγεί το πρώτο του ραδιόφωνο – που σίγουρα χάθηκε τότε που το μέλλον έτρεχε γρήγορα και δεν άφηνε στο παρόν να πάρει ούτε καν ανάσα – και θα ψάχνει χρόνους πολλούς μετά σε κανένα Μοναστηράκι της πόλης του, για να βρει κάτι που θα του θυμίζει το πρώτο του ραδιόφωνο και να μπορεί να εξιστορεί στον εαυτό του – κρυφά και φανερά και σε κάθε στιγμή του στοχασμού του – το κομμάτι της ζωής του που του άνοιξε τους ορίζοντες του δικού του κόσμου…
Πρόσφατα σχόλια