Ο Μαρξισμός είχε την αυταπάτη ότι θα απαντούσε σε όλα!
Του Νίκου Τσούλια
Αν το τέλος μιας ιστορικής έκφρασης του μαρξισμού, αυτού που ονομάσαμε «υπαρκτό σοσιαλισμό», ερχόταν με την ανάδυση μιας εποχής με πιο εξευγενισμένη συμπεριφορά του ανθρώπου, τότε η αποτίμηση αυτού του ρεύματος της νοόσφαιρας θα ήταν σίγουρα αρνητική. Εφόσον όμως ωθούνται στην επίκαιρη ιστοριογραφία τόσο οι αταβιστικού χαρακτήρα εθνικές καθυστερήσεις, με κύριο στόχο την επίλυση των διαφορών του παρελθόντος, όσο και οι «εκσυγχρονιστικές» απόψεις της επέκτασης της βαρβαρότητας και της εκμετάλλευσης, η συζήτηση και ο αγώνας για δίκαιη κοινωνία θα τεθούν σε στέρεες βάσεις, ακριβώς γιατί η συνείδηση του ανθρώπου αναζητεί μέσα από το δράμα της βιολογικής ύπαρξης και από την αλλοτριωμένη όψη του τεχνολογικού του πολιτισμού το πέρασμά της στη σφαίρα της απόλυτης ελευθερίας. Από δεοντολογικής άποψης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στις στροφές τις ιστορίας τα βλέμματα είναι αδρανειακά και οι καμπυλόγραμμες τροχιές προσφέρουν θέαση ρευστών και εναλλασσόμενων εικόνων…
Ο μαρξισμός και στη σύλληψή του και κατά κύριο λόγο στην κρατική εκδοχή του είχε την αυταπάτη ότι θα είχε υπό τη σκέπη του όλα τα εκφρασμένα ρεύματα της σκέψης, ότι θα είχε απαντήσεις σ’ όλες τις πτυχές της ανθρώπινης παρουσίας (γλώσσα, ψυχισμός, σεξουαλικότητα, επιστήμες), ότι το ιδεολογικό του status θα έδινε τέλος στις αναζητήσεις της ενσυνείδητης βιόσφαιρας του πλανήτη μας, ότι η ηθική του δυναμική θα σήμαινε την «έξοδο» της προϊστορίας των ευγενών μετάλλων, ότι η κοσμοθεωρία του θα ταυτιζόταν με την οντότητα της Ιστορίας. Ωστόσο η ίδια η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, οι πολλαπλές εκφράσεις του φαινομένου της ζωής, η επεκτατική τάση της έμβιας ύλης σε άγνωστες περιοχές και η οικολογική θεώρηση με την αμφισβήτηση του μύθου της επ’ άπειρον ανάπτυξης, δεν επιτρέπουν την καθολικότητα και την απόλυτη αλήθεια αλλά τη συμμετοχή στο αέναο παιχνίδι της σύγκρουσης και της σύνθεσης των ιδεολογικών ρευμάτων.
Ταυτόχρονα, επιχειρήθηκε ο εκβιασμός των εξελίξεων κυρίως μέσα από την υπέρβαση του έθνους – κράτους σε ευρείες γεωγραφικές συντεταγμένες, όπου ποιητής των διεργασιών ήταν ο μαχητικός κομμουνισμός, ενώ η πολιτική ηθική και η πολιτιστική ελευθερία στριμώχνονταν στο χώρο των φαντασιώσεων. Πρόκειται για μια φενάκη, την οποία απέδωσε με πολύ εύσχημο τρόπο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: «καμάρωναν πλέον τα τανκς αντί για τις ιδέες»! Η ίδια αντίληψη συνέργησε στην ανάπτυξη του διπολισμού, ο οποίος αποδείχτηκε ως μία πονηρία της εποχής, αφού μετέτρεψε την ιδεολογική διαπάλη σε ζήτημα στρατιωτικής και τεχνολογικής υπεροχής! Οι δεκαετίες περνούσαν αναδεικνύοντας την πολεμική δυναμική των δύο στρατοπέδων στις λεγόμενες σφαίρες επιρροής, ενώ η θεωρητική σκέψη του μαρξισμού, διχοτομημένη στις δύο κύριες εκδοχές της (σοσιαλδημοκρατική και κομμουνιστική) δολιχοδρομούσε σε αυτονόητα ζητήματα, αν – για παράδειγμα – η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία ήταν επανάσταση ή όχι! Η μακρά συνύπαρξη της θεωρητικής έκφρασης του Μαρξισμού (κυρίως στη Δ. Ευρώπη) με την ιστορική όψη του κομμουνισμού στην Α. Ευρώπη ήταν καθόλα αρνητική, όχι μόνο γιατί ανέπτυσσε μια εσωστρέφεια στους κόλπους μιας ιδεολογικής αντίληψης αλλά γιατί οι αποστάσεις ήταν τέτοιες, που δεν επέτρεπαν στον κοινό νου να αποδεχτεί ότι μπορούν να έχουν κοινή αφετηρία ή ενιαίο υπόστρωμα οι τόσο διαφορετικές απόψεις και όλες αυτές οι «τάσεις» (δογματικοί, ρεφορμιστές, τροτσκιστές…) αποβλέπουν στον στόχο της πιο δίκαιης κοινωνίας.
Υπάρχει και κάτι πιο ουσιαστικό. Ο Μαρξισμός έπαιξε με τον αντίπαλό του σε «ξένο γήπεδο», αυτό της ανάπτυξης. Έτσι, ο καπιταλισμός «απαντούσε» στην κρίση του μεταφέροντας τα αδιέξοδά του στις πλάτες του Νότου μέσα από την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, μπορούσε να αντιπαρατεθεί με την άλλη πλευρά στο προνομιακό γι’ αυτόν πεδίο της ποσοτικής παραγωγής, ενώ το «σοσιαλιστικό» στρατόπεδο ως πιο κλειστό σύστημα αύξαινε συνεχώς την εντροπία του. Η αλλοίωση του φυσικού τοπίου στην Α. Ευρώπη έδειξε στην πράξη ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός συμμετείχε στο σχίσμα Φύσης – Λόγου. Ο Μαρξισμός γέννημα της δυτικής σκέψης της διαζευγμένης από το φυσικό περιβάλλον, θεώρησε τη φύση ως ύλη χωρίς δική της αυταξία και τελεονομία, εντάσσοντας τη γνώση στο μετασχηματισμό της ύλης και στην κατάκτηση της φύσης. Η γοργή ενσωμάτωση της τεχνολογικής επανάστασης και η μάλλον καθολική έκφραση του «Τρίτου Κύματος» από τον καπιταλισμό καθόρισε και επιτάχυνε εν πολλοίς τις ιστορικές εξελίξεις.
Δοκιμάστηκε λοιπόν η εκδοχή του μαρξισμού, αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στο πεδίο των οικονομικών μεγεθών και στο ιστορικό περιβάλλον του βιομηχανικού πολιτισμού, χωρίς να ανιχνεύσει εν τοις πράγμασι μια άλλη αντίληψη στις σχέσεις Φύσης – Κοινωνίας, η οποία θα διασφάλιζε και την προοπτική σε σχέση με τα σημερινά οικολογικά αδιέξοδα. Και όχι μόνο αυτό αλλά έμελλε να κριθεί το τελικό εκβάν του διπολισμού κυρίως στα “άδεια ράφια”, όπως μάλλον υπερβολικά αποφαίνονται αρκετοί αναλυτές. Βέβαια τα αδιέξοδα, τα οποία προκάλεσε ο βιομηχανικός πολιτισμός είναι τόσο έντονα, που η αντιπαλότητα στο εσωτερικό αυτού του πολιτισμού και η όποια έκβασή της να μην έχει και ιδιαίτερο νόημα και καμιά σημασία σε σχέση με την ήδη εμφανιζόμενη πλανητική περιβαλλοντική διαταραχή. Υποστηρίζουμε ότι η σύγκρουση Ανατολής – Δύσης ήταν μια μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης με ημιδιάφανο ιδεολογικό περιτύλιγμα, ενώ ουσιαστικά η μεγάλη αντίθεση ήταν (και είναι) στην κατεύθυνσης Βορρά – Νότου. Και αυτή την πραγματικότητα την αγνόησε ή την αντιμετώπισε ως μακρινό συμπλήρωμα της διαπάλης Ανατολής – Δύσης η κομμουνιστική εκδοχή του μαρξισμού.
Ο αποχρωματισμός θεμελιωδών αναγκών του ανθρώπου με βάση την προτεραιότητα της επικράτησης επί του αντιπάλου ήταν αντι-ιστορικός για μια κοσμοθεωρία, που ο πυρήνας των αξιών της περιστρεφόταν γύρω από μια επαναστατική κοινωνική ηθική. Ο μαρξισμός προϋποθέτει έναν άνθρωπο «χωρίς πάθη», χωρίς ίδιον συμφέρον. Μετεωριζόταν ανάμεσα στα δεδομένα και στα ζητούμενα. Δεχόταν τον άνθρωπο ως υποκείμενο των αλλαγών θεωρώντας πως είναι εξ ορισμού ανιδιοτελής και πως επιζητεί το συλλογικό συμφέρον σε μια έξαρση του αλτρουισμού και της αλληλεγγύης, ακόμα και όταν η πολιτική του δράση και η συμμετοχή του στα κοινά απείχε παρασάγγας από τη στοιχειώδη αντίληψη του πολίτη. Και πάνω σ’ αυτό το κενό θεμελίωσε την αναγκαιότητα της πρωτοπορίας των λίγων και της γραφειοκρατίας των ακόμα πιο λίγων. Προχώρησε σ’ έναν επιμερισμό του ανθρώπου ως βιολογικού όντος, ως κοινωνικής οντότητας, ως ψυχολογικής οντότητας, χωρίς να επιχειρήσει τη σύνθεση της κατάστασης του ανθρώπου που θα τη βίωνε και θα την αναδείκνυε ο ίδιος μέσα από την πολιτισμική του δημιουργία. Αγνόησε βασικές όψεις της ανθρώπινης ζωής, τις δυνάμεις πάθους, τα συναισθήματα, τους πολύχρονους κοινωνικούς θεσμούς (οικογένεια…). Έθετε μια σειρά από προαπαιτούμενα, χωρίς να εξηγεί πώς θα γίνουν στην πράξη, ενώ ο λόγος του χρησιμοποιούσε σύμβολα, σχήματα και παραστάσεις μακριά από τις εικόνες του ανθρώπου χάνοντας τη δύναμη της μέθεξης με την υπάρχουσα δυναμική. Θεωρητικοποίησε αυτονόητα ζητήματα (δημοκρατία, ελευθερία, εγωισμός του ανθρώπου, θεσμικός πλουραλισμός…) μεταθέτοντας τις απαντήσεις – δίκην ιερατείου – στο απρόβλεπτο μέλλον γενόμενος έτσι όλο και πιο αυτόνομος από την κοινωνική πραγματικότητα.
Η στρέβλωση του μαρξισμού δεν προήλθε μόνο από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Προήλθε και από τις συζητήσεις και από το πλαίσιο που έθετε αναγκαστικά το γραφειοκρατικό μοντέλο. Η απαλλαγή απ’ αυτόν τον βραχνά θα δημιουργήσει τους όρους του διαλόγου πάνω στον πρωτογενή λόγο του και στην αυθεντική έκφρασή του. Η επιστημονική του θεώρηση (ιστορικός υλισμός), η απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψης από τον αντιορθολογισμό, η οντολογική του θεμελίωση του «είναι» και του «γίγνεσθαι», η διαλεκτική προσέγγιση της φύσης, η ηθική του υπεροχή για κατάργηση της εκμετάλλευσης από τους κόλπους των κοινωνιών και της αλλοτρίωσης από την ανθρώπινη δημιουργικότητα συνθέτουν μια ολοκληρωμένη πολιτική θεωρία, ένα επαναστατικό ιδεολογικό όραμα, μία εξευγενισμένη φιλοσοφική κοσμοθεωρία. Συνθέτουν το ίδιο το περιεχόμενο της ζωής, γιατί αναζητούν έναν ανθρωπισμό που θα διευρύνει το στοχασμό μας στους χώρους της ηθικής και της αισθητικής και που θα ικανοποιεί τη μεγάλη μας επιθυμία, την ελευθερία, «την ουσία του ανθρώπου» (Μαρξ).
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Κ.ΛΠ.” σε αφιέρωμα με τίτλο: “Τι γίνεται επιτέλους με τον Μαρξισμό”, τ. 1, Μάιος 1993
Πρόσφατα σχόλια