Η αρχοντιά του ανθρώπου
Του ΚΑΡΛ ΓΙΑΣΠΕΡΣ
Ιούλιος 26, 2019
ΟΤΑΝ αναρωτιούμαστε αν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί ακόμη και τώρα να υπάρξει, ισοδυναμεί με το να αναρωτιούμαστε εάν μπορεί ακόμη και τώρα να υπάρξουν ευγενείς. Αλλά δεν πρόκειται πια, σήμερα, για μια αριστοκρατία με την παλιά της έννοια, δηλαδή: επικράτηση μιας μειονότητας με προνόμια που να βασίζονται στην κληρονομία. Δεν πρόκειται πια για μια τάξη που έχει ανεβεί πάνω απ’ τη μάζα με τη δύναμή της, με τα πλούτη της, με την παιδεία της και την πραγματοποίηση κάποιου πολιτιστικού ιδανικού.
Δεν πρόκειται πια για μια τάξη που να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα σύνολο από άριστους και που να διατηρείται τέτοια. Μια τέτοια αριστοκρατία πολύ σπάνια μπόρεσε να παραμείνει για πολλά χρόνια σαν διακυβέρνηση της κοινωνίας απ’ τους πιο καλούς ανθρώπους της. Ακόμη κι όταν η κοινωνική αριστοκρατία μπόρεσε, πρόσκαιρα, ν’ αποτελέσει ένα κοινωνικό φαινόμενο απ’ τα πιο μεγαλειώδη, σύντομα κατάληξε στην επικράτηση μιας μειονότητας που η ίδια κατάντησε μάζα με ολοφάνερα χαρακτηριστικά τις τυπικές ιδιότητες της μάζας: αποφάσεις που αφήνονταν να τις παίρνει η πλειοψηφία, μίσος για κάθε άτομο που ξεχώριζε, απαίτηση ισότητας, ριζική απομόνωση ή αποκλεισμός κάθε ιδιαιτερότητας που δεν αντιπροσώπευε τη γενική στάθμη, απόρριψη του παράξενου.
Η αριστοκρατία όταν καταντάει μια ολιγάριθμη μάζα που καταπιέζει, τότε επινοεί διακρίσεις εύκολα προσιτές στα μέλη της που χρησιμεύουν σαν κοινωνιολογικά υποκατάστατα της αληθινής αρχοντιάς της ανθρώπινης υπόστασης. Εάν η αριστοκρατία δημιούργησε μερικές φορές πνευματικό κόσμο μοναδικό στο είδος του, αυτό το οφείλει στην καταγωγή της, δηλδή στην αυθεντική αρχοντιά, και στην αδιάλειπτη πειθαρχία της.
Κοινωνιολογικά ίσως ακόμη και τώρα να εμφανιστούν ισχυρές τάξεις, αλλά θα είναι βάρβαρες. Το πρόβλημα της ανθρώπινης αρχοντιάς συνίσταται σήμερα στο να διαφυλάξει τη δραστηριότητα των πιο καλών και να μην αφήσει αυτούς τους πιο καλούς να καταντήσουν μειονότητα.
Αλλ’ αυτή η αριστοκρατία δεν επιτρέπεται ν’ απομονωθεί μακριά απ’ τον κόσμο και δε μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν οι άνθρωποι ζουν μια προσωπική ζωή που το περιεχόμενό της τελικά ανάγεται σε μια ρομαντική αγάπη προς το παρελθόν. Εάν η αριστοκρατία δε μετέχει με μια συνειδητή θέληση στις υποστασιακές συνθήκες της εποχής της όπου βρίσκει ένα θετικό ριζικό υπόστρωμα, θα καταλήξει ν’ αποτελείται από τεχνητές ομάδες που θα βασίζονται στην ψευτιά. Οι καλύτεροι – εννοώντας τους σαν μια αρχοντιά της ανθρωπότητας – δεν είναι οι προικισμένοι που θα μπορούσαμε να τους επιλέξουμε, ούτε εκείνοι που αντιπροσωπεύουν ένα τύπο φυλής που θα μπορούσαμε να τον καθορίσουμε με ανθρωπολογικές μεθόδους, κι ούτε ακόμη οι ιδιοφυίες που δημιουργούν έργα εξαιρετικά. Οι καλύτεροι είναι, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, εκείνοι που είναι ο εαυτός τους. Οι άνθρωποι αυτοί διακρίνονται απ’ τους άλλους, που δε νιώθουν μέσα τους παρά ένα εσωτερικό κενό, που όλα τα πράγματα παραμένουν εξωτερικά γι’ αυτούς, και που αποφεύγουν να είναι ο εαυτός τους.
Ζούμε σήμερα, την τελευταία επίθεση εναντίον της αρχοντιάς. Και η μάχη αντί να διεξαχθεί στο πολιτικό ή στο κοινωνιολογικό πεδίο, θα γίνει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Μερικοί θα ήθελαν να φτάσουμε σε μια κατάσταση που να εξαλειφθεί αυτός ο τύπος ανάπτυξης που μέχρι χθες χαρακτήριζε την εποχή μας, αλλά που σήμερα θεωρείται ξεπερασμένος: η ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Με ποιο τρόπο, αφήνοντας κατά μέρος τον ιδιαίτερο άνθρωπο, πρέπει ν’ ασχοληθούμε με τον άνθρωπο της μάζας, τον αδύναμο να υπάρξει εσωτερικά σαν αυτοτελής οντότητα; Το πρόβλημα είναι βαρύ και ο καθένας μας εξετάζοντάς το, βρίσκει ότι αυτό μπορεί να γίνει προκαλώντας επανάσταση στα κατώτερα υπαρξιακά στοιχεία εναντίον της οντότητάς μας που απαιτεί ο Θεός αποκρύβοντάς την. Τελικά, επιθυμία τους είναι ν’ αφαιρέσουν απ’ το άτομο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό μέσω του πεπρωμένου του.
Μ’ ένα φαινόμενο που η ιστορία παρουσιάζει πολλές φορές αλλά που σήμερα εμφανίζεται σε μια μορφή ιδιαίτερα επικίνδυνη, τα ενστικτα του ανθρώπου της μάζας ενώνονται με τα συλλογικά θρησκευτικά ένστικτα και με τα ένστικτα του πολιτικού δεσποτισμού για να αφιερωθούν στην οργάνωση των μαζών, την παγκόσμια ισοπέδωση τηςανθρωπότητας. Αυτή είναι η επανάσταση που απειλεί στ’ αλήθεια την αυθεντική αρχοντιά που υπάρχει στον άνθρωπο.
Οι προηγούμενες πολιτικές επαναστάσεις μπόρεσαν να πετύχουν τους σκοπούς τους χωρίς να καταστρέψουν τον άνθρωπο. Η τωρινή επανάσταση, όμως, εάν πετύχαινε το σκοπό της θα κατάστρεφε τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί δεν είναι μονάχα η ιστορική εξέλιξη των τελευταίων αιώνων, αλλά όλα όσα συνέβησαν απ’ τους εβραίους προφήτες και τους έλληνες φιλοσόφους που έκαναν το ανθρώπινο ον αυτό που η εποχή μας ονόμασε προσωπικότητα. Και μολονότι μπορούμε να της δώσουμε της προσωπικότητας ποικίλα ονόματα, παρ’ όλα αυτά, παραμένει αντικειμενικά άπιαστη και αποτελεί τον τρόπο το μοναδικό και αναντικατάστατο στο να είμαστε οντότητα.
Αλληλεγγύη. Όταν οι άνθρωποι είναι ανακατεμένοι μεταξύ τους σαν τους κόκκους της άμμου, η πραγματικότητα βρίσκεται, χωρίς καμιά αμφιβολία, εκεί όπου οι φίλοι είναι πραγματικά φίλοι, στην αποτελεσματική ανταλλαγή των απόψεών τους, στην επικοινωνία μεταξύ τους, και στην αλληλεγγύη καθώς παραδέχονται ένας στον άλλον το δικαίωμά τους να παραμένουν πιστοί στον εαυτό τους.
Δεν είναι ο κόσμος που μας ελευθερώνει απ’ τη μοναξιά, αλλ’ η ανθρώπινη οντότητα, όταν δένεται με μιαν άλλη. Η αόρατη πραγματικότητα του ουσιώδους είναι αυτή η αμοιβαία απόκτηση της μιας ανθρώπινης οντότητας από μιαν άλλη. Και καθώς δεν υπάρχει κριτήριο αντικειμενικό που να προσδιορίζει την πιστή ανθρώπινη οντότητα, δεν υπάρχει και δυνατότητα να σχηματισθούν απευθείας απ’ αυτές τις ανθρώπινες οντότητες ομάδες δυνάμεων. Η περίπτωση είναι όμοια σαν αυτό που λέγεται πως “δεν υπάρχει σωματείο από τίμιους ανθρώπους”.
Να λοιπόν, η αδυναμία τους, η δύναμή τους να είναι αόρατη. Υπάρχει κάποιος δεσμός που δεν τον προσδιορίζει καμιά συνθήκη, καμιά συμφωνία, που είναι πιο ισχυρός απ’ το έθνος ή απ’ την πολιτική, πιο δυνατός από δεσμούς κομματικούς, ταξικούς ή φυλετικούς. Δεν είναι ποτέ ορατός με τρόπο άμεσο, αλλά γίνεται αντιληπτός μονάχα απ’ τις συνέπειές του.
Το καλύτερο που μπορούμε να προσφέρουμε σήμερα είναι αυτή η προσέγγιση ανθρώπων που είναι ο εαυτός τους. Ανθρώπων που εγγυώνται αμοιβαία ο ένας στον άλλον ότι υπάρχει ένα ον. Στον κόσμο οι μορφές που η πραγματικότητά τους μας συγκλονίζει δεν είναι οι μορφές των τυχαίων συναντήσεων που δε μας πληροφορούν παρά για μια ευχάριστη κοινωνία, αλλά εκείνες που παραμένουν για μας, που μας αποκαλύπτουν στους εαυτούς μας τους ίδιους. Αναμφίβολα δεν έχουμε πια Πάνθεο, αλλά μένουν μέσα μας οι αναμνήσεις, όπου ζουν για μας εκείνοι οι αυθεντικοί άνθρωποι που τους χρωστάμε αυτό που είμαστε.
Η αποφασιστική σημασία που οι μεγάλοι άνδρες έχουν για μας δεν προέρχεται απ’ τις ιστορικές γνώσεις που έχουμε γι’ αυτούς. Το τι σημαίνουν για μας αυτά τα πρόσωπα μετριέται απ’ το κατά πόσο αναγνωρίζουμε σ’ αυτά, ανθρώπους που ήταν για μας μια ζωντανή πραγματικότητα. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν για μας αφού τους ξέρουμε τόσο καλά, αφού τους νιώθουμε τόσο κοντά μας και που γι’ αυτό άλλωστε δεν έχουν καμιά ανάγκη ούτε από εξαιρετικές εκδηλώσεις, ούτε από αποθέωση, ούτε από προπαγάνδα. Δεν έχουν ανάμιξη σε κάθε τι που είναι δημόσιο και εύκολα αξιολογείται απ’ το κοινό, κι όμως, απ’ αυτούς εξαρτάται ο καλός προσανατολισμός της πορείας των πραγμάτων.
Η αληθινή αρχοντιά δεν είναι αποτέλεσμα ενός απομονωμένου όντος. Αντίθετα, προέρχεται από το δεσμό δυο ανθρώπων που είναι ανεξάρτητοι. Αυτοί ξέρουν ότι είναι υποχρεωμένοι ν’ αναζητούν ο ένας τον άλλο, να υποστηρίζονται όταν συναντιούνται και να είναι έτοιμοι να επικοινωνήσουν σε μιαν ατμόσφαιρα διακριτικής προσδοκίας. Δε σκύβουν και δεν προσκυνούν καμιά συμβατικότητα κι όμως, παρ’ όλα αυτά, διατηρούν προσωπικούς δεσμούς που είναι πιο ισχυροί απ’ όποια συμβατικότητα. Αυτή η αλληλεγγύη εκτείνεται ακόμη και στον αντίπαλο, όταν μια ανθρώπινη οντότητα βρίσκεται σε αυθεντικό ανταγωνισμό με μιαν άλλη ανθρώπινη οντότητα. Τότε, βλέπουμε στην περίπτωση αυτή ν’ αναπτύσσεται ένα είδος δεσμού που πάνω από πολιτικά κόμματα θα μπορούσε, παρ’ όλες τις διαφορές απόψεων, να γίνει η αλληλεγγύη των αρίστων. Αυτό εύκολα το μαντεύουμε ακόμη κι όταν δεν είναι κατορθωτό να εκφρασθεί είτε γιατί λείπουν κίνητρα αρκετά ισχυρά για να το επιτύχουν αυτό είτε γιατί είναι ανύπαρκτες καταστάσεις αντικειμενικές που θα πρόσφεραν τις κατάλληλες δυνατότητες γι’ αυτό το πράγμα.
Την αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων οφείλουμε να τη διακρίνουμε από τυχαίες προτιμήσεις που παρατηρούνται παντού και που είναι βασικά συμπάθειες ή αντιπάθειες, από την ομοιότητα που κάνει να πλησιάζουν μεταξύ τους οι μετριότητες, γιατί νιώθουν άνετα μέσα σ’ ένα κλίμα που αποκλείει τις υψηλές απαιτήσεις, απ’ τη συνωμοσία που ποτέ δεν παύει να συναθροίζει τους πολλούς εναντίον των λίγων, χωρίς ενθουσιασμό, αλλά και ασταμάτητα.
Όλα αυτά τα είδη δεσμών βρίσκουν στήριγμα μέσα στη μάζα. Μέσα στους κόλπους της μάζας εκκολάπτονται και σ’ αυτή βρίσκουν τη δικαίωσή τους. Αντίθετα, η αλληλεγγύη των ανθρώπων που είναι ο εαυτός τους επιβεβαιώνεται με απροσμέτρητα μεγαλύτερη δύναμη στη μεταξύ τους εμπιστοσύνη που εκτείνεται έως τους πιο λεπτούς αντίκτυπους της συμπεριφοράς. Αλλ’ η αλληλεγγύη αυτή παραμένει ανασφάλιστη μέσα στον κόσμο, γιατί εκείνοι που είναι ο εαυτός τους δεν αποτελούν παρά ένα μικρό αριθμό. Κι αυτό αποτελεί την αδυναμία τους, που την επιτείνει το γεγονός ότι δεν είναι βέβαιο πως τέτοιοι άνθρωποι θα μπορέσουν ποτέ να συναντηθούν. Οι άλλοι έχουν δωδεκάδες από φίλους που δεν είναι φίλοι. Αυτοί εδώ λογαριάζουν τον εαυτό τους ευτυχισμένο, όταν αποκτήσουν έστω κι ένα φίλο.
Η αρχοντιά των πνευματικών ανθρώπων που είναι ο εαυτός τους είναι διασπαρμένη μέσα στον κόσμο. Εκείνος που την κατορθώνει αυτή την αρχοντιά δεν ξεχωρίζει με βάση ένα καθορισμένο κριτήριο, αλλά πραγματοποιώντας τον ίδιο του τον εαυτό σαν οντότητα. Η ενότητα αυτής της διασποράς είναι σαν την ενότητα της παγκόσμιας Εκκλησίας, ένα corpus mysticum, που συνίσταται από μια αλυσίδα ανώνυμους φίλους. Σ’ αυτή την Εκκλησία ένα απομονωμένο μέλος μπορεί με την αντικειμενικότητα της δράσης του εδώ ή εκεί να γίνει ορατό από μιαν άλλη ανθρώπινη οντότητα που καμιά φορά βρίσκεται πολύ μακριά. Σ’ αυτό το χωρίς σταθερό σχήμα βασίλειο των πνευμάτων ανήκουν άτομα που μέσα απ’ τις συνηθισμένες ανθρώπινες συναναστροφές, αρχίζουν την ανάπτυξή τους δίνοντας ριζικό χαρακτήρα στην επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους. Έχουν τοποθετηθεί εκεί απ’ όπου ξεκινάει η πιο ισχυρή ορμή που μπορεί να υπάρξει σήμερα στον κόσμο. Μόνον αυτοί γίνονται στ’ αλήθεια άνθρωποι.
Η ψεύτικη αρχοντιά. Επειδή η αρχοντιά δεν έγκειται πουθενά αλλού παρά στην ορμή που μ’ αυτή το ον αυτοκατακτάται, δεν μπορεί αυτή η ίδια να καθορίσει την ποιότητα που τη χαρακτηρίζει. Δεν είναι κάποιο πράγμα που το κατέχει ή δεν το κατέχει ένα τέτοιο άτομο αλλά είναι ο άνθρωπος γενικά μέσα στη δυνατότητα της ορμής του. Επειδή δελεαζόμαστε να ικανοποιούμαστε απ’ την καθαρή εμπειρική ύπαρξη, η δύναμη της ορμής δεν βρίσκεται παρά σε λίγα άτομα αλλά και σ’ αυτά ακόμη, δεν παραμένει ποτέ μέχρι το τέλος. Αυτά τα άτομα δεν αντιπροσωπεύουν τη μάζα και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να τα πάρουμε σαν πρότυπα του ανθρώπου της μάζας. Αντίθετα, αποτελούν μιαν άρρητη καταδίκη της μάζας που δεν μπορεί να το γνωρίσει παρά μονάχα παραγνωρίζοντάς τα.
Μονάχα εκείνος που νιώθει άνετα μπροστά σε κάθε τι που είναι χαμηλό μπορεί να μην οπισθοχωρήσει με κρύο ιδρώτα μπροστά στον αηδιαστικό χαρακτήρα που παίρνει το ανθρώπινο πρόσωπο όταν εξομοιώνεται αυτός που το φέρνει, ως προς τη συμπεριφορά και την εξωτερική του εμφάνιση, με τον άνθρωπο της μάζας, με το σιχαμερό του γέλιο, τις βδελυρές του τέρψεις, τις ανάξιες μεταμέλειές του, την καυχησιολογία του. Κανένας δε μπορεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη χωρίς να συγκλονισθεί κατά κάποιο τρόπο. Και όσο η ορμή του είναι πιο ρωμαλέα, τόσο είναι και πιο ευαίσθητος σ’ αυτό το άλλο στοιχείο που υπάρχει μέσα του.
Οι άνθρωποι της μάζας πρέπει ν’ αναγνωρίζονται κατά το μέτρο που υπηρετούν, παράγουν και γνωρίζουν – κατευθύνοντας το βλέμμα τους προς το υψηλό – την ώθηση μιας “δυνάμει” ορμής, κατά το μέτρο που είναι ο εαυτός τους, που μερικοί αυτό το έχουν κατορθώσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Άξιος αγάπης δεν είναι ο άνθρωπος σαν τυπική εμπειρική ύπαρξη, αλλά ο Άνθρωπος σαν “δυνάμει” Υπόσταση. Σε κάθε άτομο η Αρχοντιά υπάρχει “δυνάμει”.
Αλλά μόλις η αρχοντιά θελήσει ν’ αξιολογήσει τον εαυτό της σαν ένα ορισμένο τύπο εμπειρικής ύπαρξης και μ’ έμφαση να ξεχωρίσει η ίδια τον εαυτό της, τότε νοθεύεται. Η αληθινή αρχοντιά είναι ανώνυμη: είναι απαίτηση του ανθρώπου απέναντι του ίδιου του εαυτού του. Η ψεύτικη αρχοντιά ξεπέφτει σε χειρονομία και απαίτηση απέναντι του άλλου.
Μπορεί ακόμη να υπάρξει στις μέρες μας η αριστοκρατία; Είναι φανερό πως το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται παρά μονάχα μιαν απάντηση: Πρόκειται για κραυγή που καλεί τον άνθρωπο. Εκείνος που αναρωτιέται γι’ αυτό το θέμα πρέπει να προσφύγει στον εαυτό του τον ίδιο. Μέσα σε κάθε άτομο, όσο τα εσωτερικά του πλούτη δε στέρεψαν οριστικά, διαδραματίζεται μια πάλη πνευματική.
Η φιλοσοφική ζωή. Την ανθρώπινη αρχοντιά μπορούμε να την ονομάσουμε φιλοσοφική ζωή. Είναι άρχοντας εκείνος που βρίσκεται στην αλήθεια μιας πίστης. Ενώ αντίθετα, τη χάνει την αρχοντιά του εκείνος που αφήνει σε μιαν εξουσία να αποφασίζει αυτή για ό,τι δεν μπορεί να προέλθει παρά από τα βάθη του εαυτού του.
Εκείνος όμως που εμπιστεύεται τον εαυτό του στη Θεότητα δεν χάνεται, αντίθετα βάζει στο καμίνι της δοκιμασίας την αλήθεια τη ορμής του σαν κίνηση μιας τελειωμένης ανθρώπινης οντότητας. Μέσα σε δυσκολίες, και αποτυχίες ακόμη, σκληρά δοκιμάζει σε τέτοια φωτιά την αλήθεια που σύμφωνα μ’ αυτή κάθε τι που συμβαίνει στον κόσμο δεν μπορεί να έχει περισσότερη αξία απ’ όσην έχει η δική του οντότητα.
Η τήρηση αυτού του όρου, που είναι απαραίτητος για να υπάρξει αρχοντιά, εξαρτάται πριν από κάθε τι άλλο απ’ την παράδοση, απ’ αυτήν την προφορική κυρίως μεταλαμπάδευση του παρελθόντος. Δεν μπορούμε να περιμένουμε το παν απ’ την εξωτερική δράση. Απ’ την άλλη πάλι μεριά, σχετικά με την εσωτερική δραστηριότητα, τονίζουμε ότι κέντρο της είναι η ανθρώπινη λαλιά που γύρω της περιστρέφονται τ’ ανθρώπινα. Αυτή η λαλιά δεν είναι ένα άδειο πράγμα αλλά κάτι ζωτικό που απ’ αυτό ξεκινούν καινούργια γεγονότα. Η λαλιά, ενώ μετασχηματίζεται, ταυτόχρονα παραμένει το μυστικό νήμα που οδηγεί το αληθινό ανθρώπινο ον στο να βρίσκει το δρόμο του ψηλαφώντας μέσα στο χρόνο.
Αυτό το αληθινό ανθρώπινο ον είναι εκείνο που χωρίς αυτό η εξωτερική πραγματικότητα της υπόστασης του κόσμου απομένει χωρίς το στολίδι της ψυχής, που είναι για τη φιλοσοφική ζωή το έσχατο νόημα της φιλοσοφικής σκέψης. Μονάχα αυτό προσφέρει τη δικαίωση της συστηματικής φιλοσοφίας.
Το μέλλον του ανθρώπου είναι δεμένο με την υφή της φιλοσοφικής του ζωής που δε μπορούμε να την προβάλουμε σαν ένα σύνολο από συνταγές που σύμφωνα μ’ αυτές θα έπρεπε να πράττουμε κι ούτε σαν ένα τυπικό ιδανικό που σύμφωνα μ’ αυτό θα έπρεπε να ζούμε.
Η φιλοσοφική ζωή δεν είναι, απόλυτα, συρμός, τρόπος ζωής που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος για όλους. Αντίθετα, είναι η ζωή ενός συνόλου από άτομα, που σαν διάττοντα αστέρια, το καθένα προχωρεί μέσα στην ύπαρξη, διαγράφοντας την ανεξάρτητη τροχιά του. Το άτομο, και το πιο ασήμαντο ακόμη, θα ακολουθήσει το δρόμο του, ωθούμενο απ’ την ορμή της ανθρώπινης οντότητάς του.
Κατάσταση Ανθρώπινης Οντότητας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Για να υπάρχει, έχει απλούστατα χρέος να μετασχηματίζεται στη διαδρομή του χρόνου μέσα σ’ ένα πεπρωμένο πάντοτε ανανεούμενο. Κάθε μια απ’ τις μορφές που παίρνει ο άνθρωπος φέρνει μέσα της, απ’ τη γέννησή της στον κόσμο που δημιούργησε, τα σπέρματα της καταστροφής της.
Χωρίς αμφιβολία, ο άνθρωπος μπορεί σήμερα να θυμηθεί με ποιο τρόπο η ιστορία τον βοήθησε να περάσει από μια μορφή υπόστασης σε μιαν άλλη, από ένα συνειδησιακό του στάδιο σ’ ένα άλλο, αλλά φαίνεται πως δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει αυτό το δρόμο με τον ίδιο τρόπο όπως άλλοτε. Όπως στο ξεκίνημα για την πορεία του, ο άνθρωπος βρίσκεται μια φορά ακόμη σε μια κατάσταση που μπορούμε να την περιγράψουμε έτσι δα: Έχει φθάσει εμπρός στο μηδέν όχι μονάχα πραγματικά αλλά και συνειδησιακά, και τώρα έχει χρέος να χαράξει μια καινούργια πορεία με την ανάμνηση του παρελθόντος του και με στήριγμά του την ίδια του την καταγωγή.
Οι δυνατότητές μας να διευρυνθεί η υπόστασή μας, σήμερα, έχουν αναπτυχθεί σε θαυμαστό σημείο. Και παρ’ όλα αυτά νιώθουμε ταυτόχρονα έναν εξαναγκασμό που φαίνεται να διακυβεύει αυτές τις ίδιες τις υποστασιακές μας δυνατότητες. Απ’ τη στιγμή που το φαινόμενο αυτό συνειδητοποιήθηκε απ’ τον άνθρωπο, η ανθρώπινη δραστηριότητα κατακλύστηκε, χωρίς να προβληθεί κανένα εμπόδιο, απ’ την απελπισία ή καλύτερα απ’ τη λήθη κι έτσι η συνείδηση βρέθηκε ξεκρέμαστη σ’ αυτή τη δραστηριότητα. Από αντικειμενική άποψη αυτό μπορεί να σημαίνει, το ίδιο καλά, μιαν αρχή όσο κι ένα τέλος. (…)
Δεν απομένει τίποτε άλλο, σήμερα, στο άτομο που απ’ όλες τις πλευρές έχει αποτραβηχτεί παράμερα, μόνο του, γυμνό, με τον ίδιο του τον εαυτό, καμιά άλλη δυνατότητα παρά ένα αγνό και απλό ξεκίνημα που πρέπει να το κατορθώσει με κάποιο άλλο άτομο που θα δεχθεί να συνδεθεί μαζί του μ’ εμπιστοσύνη ανεπιφύλακτη. Αν ονομάσουμε απουσία πίστης αυτή την αντιμετώπιση του μηδενός, η δύναμη της ανθρώπινης οντότητας δημιουργεί μέσα στην απουσία της πίστης την εσωτερική δράση που γεννάει την ορμή εμπρός στο μηδέν. Αυτή η δύναμη περιφρονεί και δεν καταδέχεται να καταστήσει τις εξωτερικές δυνάμεις υπεύθυνες γι’ αυτό που ξεπηδάει απ’ την ελευθερία ή για ό,τι η ίδια η ελευθερία καταστρέφει. Η δύναμη αυτή νιώθει να την προσκαλούν για τα πιο υψηλά πεπρωμένα και ζει μέσα σε μια τάση εξαναγκασμού που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό τη, μέσα σε μια σφοδρή αντίθεση προς την ωμή υπόσταση, μέσα στην κινητικότητα του σχετικού, μέσα στην υπομονή της προσδοκίας, μέσα σ’ ένα μοναδικό ιστορικό δεσμό.
Ξέρει ότι θ’ αποτύχει και διαβάζει στην αποτυχία τη μονογραφή του όντος. Η δύναμη αυτή είναι πίστη, φιλοσοφική πίστη, που έχει την ικανότητα να αυτοανανεώνεται μέσα σε μια σειρά από άτομα που μεταβιβάζουν το ένα στ’ άλλο τον πυρσό. Δεν υπάρχει τέρμα σ’ αυτή τη διαδικασία. Η φύση του ανθρώπου τίθεται πάντοτε σε αμφισβήτηση. Αλλά κάθε φορά που ο άνθρωπος ακολουθεί το δρόμο του, ξεκινώντας χωρίς συμβιβασμούς, υπάρχει στο χρόνο κάποιο πράγμα που σβήνει το χρόνο.
Κανένα παρελθόν δεν μπορεί να του υποδείξει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται. Αγρυπνώντας, ενώ τον φωτίζει το παρελθόν που η ανάμνηση το κάνει παρόν, εναπόκειται σ’ αυτόν τον ίδιο ν’ αποφασίσει. Και σ’ αυτή την απόφαση αποκρυσταλλώνεται το πώς εμφανίζεται στα μάτια του η πνευματική κατάσταση: η μορφή που μ’ αυτή συνειδητοποιεί το ον και βεβαιώνεται γι’ αυτό, ο αντικειμενικός σκοπός της ασυμβίβαστης θέλησής του, το ον που αναζητά μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, οι φωνές που υπακούει και που τον καλούν, φθάνοντας έως τα πιο ενδόμυχα του εαυτού του.
Χωρίς τη θεμελίωση αυτή ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά συρφετός. Εάν το ον πρέπει να γίνει κόσμος, τότε ο άνθρωπος έχει χρέος ν’ αδράξει πρώτα ο ίδιος τον εαυτό του για να μπορέσει έπειτα να δοθεί στην κοινότητα, σ’ ένα σύνολο. Χωρίς ανθρώπινη οντότητα ο κόσμος δε μπορεί να προσφέρει την πραγματικότητα στο ανθρώπινο πράττειν, ένα πράττειν που πρέπει να ζωογονείται από μιαν ιδέα. Επειδή η ανθρώπινη οντότητα δε μπορεί να ενωθεί με το ον παρά μέσα στην εποχή της, γι’ αυτό η ανθρώπινη οντότητα φθάνει στην απόφαση, παρ’ όλες τις αντιστάσεις που αντιμετωπίζει, σ’ αυτή την απόφαση, να μη θέλει να ζήσει παρά μέσα στην εποχή της. Και τότε κάθε πράξη της πραγματικότητάς της γίνεται σπόρος, όσο αδιόρατος κι αν είναι, της δημιουργίας του κόσμου.
Μετάφραση: Ντίνος Απ. Κατσόγιαννος
-
Πρώτη δημοσίευση: ΕΥΘΥΝΗ, Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού. Τεύχος 46, Οκτώβριος 1975
Πρόσφατα σχόλια