Αρχική > διηγήματα Ν. Τσούλια > Το πρώτο μου ραδιόφωνο

Το πρώτο μου ραδιόφωνο

σάρωση0019

Του Νίκου Τσούλια

      Είναι στιγμές που γίνονται σταθμοί στην ιστορία της ζωής, που γίνονται γεγονότα διαχρονικά, συμβολίζουν μια δυνατή εκκίνηση προς το μέλλον – το διαρκές μέλλον – και γίνονται σύμβολα για μια ειδική σχέση με τη ζωή και τον εαυτό σου.

The old vintage radio - stock photo      Πάντα κοιτάζαμε προς τη μεριά του λαγκαδιού όταν έλειπε κανένας από τους γονείς μας, όταν είχε κατέβει προς το δικό μας χωριό για να πάρει εφόδια και προμήθειες. Ήταν η νοσταλγία για το χωριό μας έντονη, νιώθαμε σαν τον Οδυσσέα. Μόνο που εμείς δεν είχαμε καμιά επιλογή, δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας για την επιστροφή. Έπρεπε να περιμένουμε το φθινόπωρο και μάλιστα το προχωρημένο φθινόπωρο για να επιστρέψουμε με όλα τα ζώα στο χωριό μας. Κάθε καλοκαίρι η ίδια ιστορία. Φεύγαμε για το χωριό του πατέρα μας, εκεί στην άλλη περιουσία μας με τα στάρια και τα γεννήματα που ήταν θερισμένα και είχαν γίνει βοσκοτόπια, μιας και στο δικό μας χωριό οι ελιές, οι σταφίδες και τα αμπέλια δεν «ζητούσαν» τίποτα αυτή την περίοδο, εκτός από τον τρύγο της σταφίδας κατά τον Δεκαπενταύγουστο.

      Και κοιτάζαμε προς τα κάτω γιατί όλο και κάτι ευχάριστο θα ερχόταν ή σταφίδες στο καλάθι ή τα ξεχωριστά βασιλάπιδα ή τα μελισόσυκα ή κανένα γλυκό από κανένα κέρασμα. Και κόλλαγε το μάτι προς τα εκεί. Έβλεπες όλο σταροχώραφα θερισμένα και οι καλαμιές να αναδύουν τις δικές τους μυρωδιές που μόνο η μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού μπορεί να φανερώσει. Έβλεπες τις σταριές να χρυσοκιτρινίζουν περιτριγυρισμένες από την πρασινάδα του πευκοδάσους, τις ανακατωμένες με τα μπαλώματα της πρασινάδας των λόγκων της κουμαριάς, του σκίντου και του πουρναριού.

      Εκείνη την ημέρα το άλογο με τη μάνα μας επάνω ερχόταν και πιο γοργά. «Κάτι καλό έρχεται», είπαμε και κοιτάζαμε όλο και πιο έντονα όσο η φιγούρα του αλόγου και της μάνας μας μαζί μεγάλωνε. Τρέξαμε να ξεφορτώσουμε. Δεν ρωτήσαμε τίποτα. Είμαστε σίγουροι ότι κάτι συνέβαινε. Μας έδωσε μια σακούλα ξεχωριστή, ξεχώριζε και από τα γράμματα που είχε απέξω και από τις ζωγραφισμένες εικόνες.

     «Είναι ραδιόφωνο», ίσα που πρόλαβε να το πει. Το είχαμε βουτήξει. Το ανοίξαμε. Η εικόνα μαγική. Τρανζίστορ, ήταν η νέα μόδα στα ραδιόφωνα. Στο χωριό υπήρχαν μερικά παλιά ραδιόφωνα, μεγάλα, με μπαταρία μεγάλη σαν αυτοκινήτου, με κεραία με έβγαινε έξω, σαν τα σύρματα που άπλωναν τα ρούχα. Εμείς πού τέτοια τύχη… Δεν είχαμε μεγάλο ραδιόφωνο. Και να τώρα η τύχη είναι μαζί μας. Παραλληλόγραμμο το σχήμα του, η βελόνα κόκκινη μεγάλη, οι σταθμοί έπιαναν όλο το πάνω και δεξιά μέρος και το χερούλι και αυτό μεγάλο. Το βουτήξαμε και βγήκαμε λίγο έξω από το καλύβι που μέναμε για να είμαστε μόνα μας τα παιδιά. Το πρώτο άνοιγμα στο κουμπί και μετά μουσική, μουσική μέσα στα χωράφια, κάτι αδιανόητο, κάτι ασύλληπτο. Μεγαλώσαμε τη φωνή στα άκρα. Αρχίσαμε να χοροπηδάμε σαν κατσίκια. Πόσο εύκολο ήταν να χαρείς στα χρόνια της στέρησης! Η ζωή μας άλλαξε. Κάθε φορά κοιτάζαμε το πώς θα πάμε μια ώρα αρχύτερα στο καλύβι για να απολαύσουμε τη μαγεία των τραγουδιών. Και περιμέναμε το πότε θα έλθει το φθινόπωρο να αρχίσει το ποδόσφαιρο και να ακούμε την αναμετάδοση από το δικό μας ραδιόφωνο και να μην μαζευόμαστε στο ένα και στο άλλο σπίτι, να καθόμαστε έξω στη δική μας αυλή, να μην ξενοακούμε τους αγαπημένους μας παίκτες και έτσι να τους κάνουμε πιο δικούς μας…

      Χάθηκε το ραδιόφωνο χωρίς να το καταλάβουμε. Φύγαμε και μικροί από το σπίτι για να πάμε Γυμνάσιο και μετά Πανεπιστήμιο και εκείνες τις εποχές, σε εκείνες τις ηλικίες δεν δίνεις σημασία στο παρελθόν, κοιτάς μόνο το μέλλον. Κανένας μας δεν κατάλαβε τι απέγινε. Άρχισαν να μπαίνουν διάφορα μικρά τρανζιστοράκια στο σπίτι και όλο και πιο νέα ραδιόφωνα. Το πρώτο τρανζίστορ το έφαγε η σκόνη του χρόνου

      Ξαναβγήκε στην επιφάνεια χρόνια πολλά μετά, όταν η νοσταλγία πλημμύριζε σχεδόν κάθε σκέψη. Το ξέχωσε από τη λήθη και η εικόνα του στοίχειωσε μέσα μου. Και όταν κατά τη διάρκεια του πανεπιστημίου ο χορός θα γίνει ένα πάθος μου, η εικόνα του τρανζίστορ θα αρχίσει να με επισκέπτεται όλο και πιο πολύ. Αλλά δεν έμεινε εκεί η ιστορία. Όταν χορεύεις τον αγαπημένο σου χορό, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τον ζεϊμπέκικο, έχεις στο μυαλό σου μόνο ιερές εικόνες, εικόνες που έχουν σημαδέψει την ψυχή σου. Όταν χορεύεις, ψάχνεις τον εσώτερο πυρήνα της ζωής σου, παίζεις με ό,τι είναι μόνιμα εγκαταστημένο στο υπόστρωμα της διαρκούς σκέψης, ανεξάρτητα από τι σκέπτεσαι ευκαιριακά. Όταν χορεύεις, ο εαυτός σου περιστρέφεται σε μερικά ουσιώδη, στην απώλεια της μάνας σου, σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα˙ αλλά αγγίζει και κάποια παράξενα μικροπράγματα, κάποια σύμβολα επουσιώδη. Και το πρώτο μας τρανζίστορ έγινε και αυτό εικόνα μαγική.

      Υποτάσσεσαι στις παραξενιές της ζωής χωρίς να το πολυκαταλαβαίνεις, χωρίς να ξέρεις αν το θέλεις ή αν σύρεσαι από κάτι ανεξήγητο. Και ψάχνω χρόνια τώρα μήπως βρω την εικόνα σε κάτι απτό, να κάνω την εικόνα μια πραγματική ιστορία, να ξαναβρώ έστω κάτι παραπλήσιο, κάτι που θα καταλαγιάζει τη χαμένη πραγματικότητα, να αγγίξω ένα όνειρο της μνήμης και της νοσταλγίας.

σάρωση0017

 

σάρωση0016

 

 

σάρωση0020

Advertisement
Κατηγορίες:διηγήματα Ν. Τσούλια Ετικέτες:
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: