Αρχική > ποιήματα > Απολογία για την ποίησή μου (Apologia Pro Poemate Meo) – Ένα ποίημα του Γουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen, 1893 – 1918)

Απολογία για την ποίησή μου (Apologia Pro Poemate Meo) – Ένα ποίημα του Γουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen, 1893 – 1918)

 

Γεώργιος Σχορετσανίτης,

Μάιος 31, 2019

Απόδοση-Σχόλια:  Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Είδα κι εγώ το Θεό μέσα απ’ τη λάσπη
Τη λάσπη που ράγισε στα μάγουλα των φουκαράδων που χαμογελούσαν.
Ο πόλεμος έφερε περισσότερη δόξα στα μάτια τους παρά αίμα
Κι έδωσε στο γέλιο τους μεγαλύτερη χαρά απ’ εκείνη που συγκινεί ένα παιδί.

Ήταν όμορφα να γελάω εκεί
Όπου ο θάνατος γίνεται παράλογος κι η ζωή ακόμα πιο αταίριαστη.
Γιατί  είμασταν δυνατοί, καθώς πετσοκόβαμε ξεγυμνωμένα κόκκαλα
Χωρίς να αισθανθούμε   ναυτία, ή τύψεις για το μακελειό.

Ξέφυγα κι’ εγώ απ’ το φόβο
Πίσω απ’ τους βαρείς βομβαρδισμούς, πεθαμένος όπως κι’ η διμοιρία μου,
Και το πνεύμα μου αρμένιζε, φωτεινό και καθαρό,
Παρά τα εμπόδια των σκορπισμένων ελπίδων.

Κι’ έγινα μάρτυρας αγαλλίασης
Πρόσωπα που μ’ έβριζαν, κατσούφιασμα για κατσούφιασμα
Να λάμπουν και σηκώνονται απ’ το πάθος της προσφοράς,
Αγγελικά για μία ώρα κι’ ας ήταν αχρεία.

Έχω κάνει φιλίες
Ανομολόγητες από ευτυχισμένους εραστές σ’ ένα παλιό τραγούδι.
Γιατί η αγάπη δεν είναι το σμίξιμο με όμορφα χείλη
Ούτε το μαλακό μετάξι των ματιών, που κοιτούν και προσμένουν

Με τη χαρά εκείνου που η κορδέλα του παρασήμου του γλιστρά,
Αλλά πληγωμένου απ’ το σκληρό συρματόπλεγμα ενός πολέμου με υψηλά διακυβεύματα.
Δεμένος με τον επίδεσμο του βραχίονα που στάζει.
Τυλιγμένος στον αορτήρα του τουφεκιού.

Είδα πολύ ομορφιά
Στους βραχνιασμένους όρκους που κράτησαν το φρόνημά μας ψηλά.
Άκουσα μουσική στην σιγαλιά του καθήκοντος.
Βρήκα ειρήνη εκεί που οι καταιγίδες των οβίδων  έφεραν αιμάτινες πλημμύρες.

Παρ’ όλα αυτά, εκτός κι αν μοιράζεσαι
Μαζί τους στην κόλαση τα θλιμμένα της σκοτάδια,
Μ’ όσους ο κόσμος  είναι μονάχα η λάμψη μιας αναλαμπής
Κι’ ο ουρανός τους, η τροχιά μιας οβίδας

Δε θα ακούσεις το γέλιο τους
Δε θα νιώσεις την ευχαρίστησή τους

Κάθε φορά που τους διασκεδάζω. Αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν

Τα δάκρυά σου. Εσύ, δεν αξίζεις τη χαρά τους.

I, too, saw God through mud/ The mud that cracked on cheeks when wretches smiled/ War brought more glory to their eyes than blood/ And gave their laughs more glee than shakes a child.

Merry it was to laugh there/ Where death becomes absurd and life absurder/For power was on us as we slashed bones bare/ Not to feel sickness or remorse of murder.

I, too, have dropped off Fear/ Behind the barrage, dead as my platoon/ And sailed my spirit surging light and clear /Past the entanglement where hopes lay strewn;

And witnessed exultation/Faces that used to curse me, scowl for scowl/Shine and lift up with passion of oblation/Seraphic for an hour; though they were foul.

I have made fellowships/ Untold of happy lovers in old song/ For love is not the binding of fair lips/ With the soft silk of eyes that look and long

By joy, whose ribbon slips/But wound with war’s hard wire whose stakes are strong/ Bound with the bandage of the arm that drips/ Knit in the webbing of the rifle-thong.

I have perceived much beauty/ In the hoarse oaths that kept our courage straight/ Heard music in the silentness of duty/ Found peace where shell-storms spouted reddest spate.

Nevertheless, except you share/ With them in hell the sorrowful dark of hell/ Whose world is but the trembling of a flare/ And heaven but as the highway for a shell

You shall not hear their mirth/ You shall not come to think them well content/ By any jest of mine. These men are worth/ Your tears: You are not worth their merriment.

Ο αφηγητής του ποιήματος λέει ότι βλέπει το Θεό στη ραγισμένη λάσπη στα πρόσωπα των ταλαίπωρων στρατιωτών. Διαισθάνεται ότι ο πόλεμος τους έκανε περισσότερο ένδοξους απ’ ότι η καταγωγή τους, και τα γέλια τους να γίνονται πιο εύθυμα απ’ εκείνα ενός παιδιού. Ήταν καλό, αφηγείται, να γελάς εκεί, όταν ο θάνατος είναι παράλογος και αταίριαστη η ζωή. Εκεί, όπου δεν αισθάνονταν καμία τύψη όταν σκότωναν ανθρώπους. 

Άφησε το φόβο πίσω του, σαν νεκρός, όπως και η   διμοιρία του, και το πνεύμα του φτάνει έως πέρα  μακρυά απ’ το πεδίο της μάχης, εκεί όπου κείτονται οι ελπίδες σκορπισμένες. Κι’ έγινε μάρτυρας προσώπων, που λάτρευαν και υμνούσαν όσα προηγουμένως έβριζαν, κι’ έκανε φιλίες ανομολόγητες όταν απολάμβανε την ησυχία του καθήκοντος και όταν το πυροβολικό βομβάρδιζε ανελέητα. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν τα δάκρυά σου, ενώ εσύ, δεν αξίζεις τη χαρά τους.

Ο λατινικός τίτλος του ποιήματος (Apologia Pro Poemate Meo), σημαίνει ΄Για την  υπεράσπιση της ποίησής μου’. Το ποίημα λέγεται ότι ήταν ένα είδος απάντησης στην επιστολή του Ρόμπερτ Γκρέιβς προς τον Γουίλφρεντ Όουεν, όπου συνιστούσε στον νεαρό στρατιώτη και ποιητή να φτιάξει κάπως τη διάθεσή του και να γράψει πιο αισιόδοξη ποίηση. Όχι πολύ καιρό μετά την ανάγνωση της επιστολής, ο Όουεν έγραψε στη μητέρα του, στις 31 Οκτωβρίου 1918, εξυμνώντας την ομάδα των φίλων που είχε κάνει εκεί!: ‘… Of this I am certain, you could not be visited by a band of friends half so fine as surround me here…’. 

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του, της τελευταίας του επιστολής. Πράγματι, τα λόγια αυτά του ποιητή, όσον αφορά την  αδελφότητα και τις στενές σχέσεις μεταξύ των στρατιωτών, είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα που αναπτύσσονται στις γραμμές του ποιήματος. Περιγράφει τη λάσπη που βρίσκεται κολλημένη στα πρόσωπα των συντρόφων του με αγάπη και φαίνεται πως διασκεδάζει με τα βαθιά γέλια τους, τα οποία βεβαίως είναι ένα από τα πράγματα που μετριάζουν κάπως τις σοβαρές δυσκολίες και απαιτήσεις του πολέμου. Επικρίνει τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η αγάπη είναι γεμάτη με τις παγίδες του έρωτα και του συναισθήματος, και ισχυρίζεται  ότι μέσα στο πεδίο της μάχης βλέπει  την πραγματική  αγάπη, υπαινισσόμενος ότι όσοι δεν είναι στρατιώτες δεν θα μπορούσαν κατά πάσα πιθανότητα να καταλάβουν.

Όμως, πίσω από την έκφραση της φιλίας και της συντροφικότητας στο ποίημα, βρίσκεται ένα κάπως διαταραγμένο   στοιχείο όταν οι στρατιώτες αρχίζουν να αισθάνονται πως τόσο ο θάνατος όσο και η ζωή είναι παράλογες έννοιες, ενώ διαφαίνεται να ορθώνεται κάποιος βαθμός  ‘απευαισθητοποίησής’ τους απέναντι στους σκοτωμούς.  Όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι σε αρκετές από τις επιστολές του, έκανε λόγο για τις βαθύτερες αγωνίες και  την απογοήτευσή του. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή που έστειλε στον αδελφό του, τον Μάιο του 1917, μίλησε για το πόσο τυχερός ήταν που επέζησε από ένα  μπαράζ βομβαρδισμών από το αντίπαλο   πυροβολικό.

Επομένως, με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, θα πρέπει να καταλήξουμε ότι οι σκέψεις και απόψεις του στο συγκεκριμένο θέμα, είναι  αντιφατικές. Το ποίημα είναι γεμάτο αντιφάσεις. Οι στρατιώτες είναι σε θέση να είναι πραγματικοί και ανθρώπινοι όταν βρίσκονται ο  ένας μαζί με τον άλλον, αλλά αφήνουν στην άκρη τον ανθρωπισμό όταν σκοτώνουν τον εχθρό. Στη δική τους κοινωνία είναι αγγελικά πλάσματα, αλλά απέναντι στους άλλους, δολοφόνοι. Ο πόλεμος είναι διαφορετική εκδοχή της κόλασης, αλλά μπορεί να εμπεριέχει  και μερικές καθημερινές και γήινες χαρές. Το τελευταίο θέμα του ποιήματος είναι ότι ο έξω κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει με τις ανάλογες λεπτομέρειες τις πτυχές των όσων και όποιων εμπειριών βιώνουν στον πόλεμο οι στρατιώτες.

Ο Γουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen, 1893 – 1918) σε γενικές γραμμές,  ήταν ποιητής ο οποίος παρά τα λίγα και επώδυνα χρόνια που έζησε, ξεδίπλωσε το ταλέντο του  και  δημιούργησε  ποιήματα με δυνατούς στίχους. Υπήρξε, όμως, κάτι παραπάνω από ποιητής του πολέμου, δεδομένου ότι ήταν ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της γενιάς του. Ένας άτυχος ποιητής που έπεσε  από τις σφαίρες των Γερμανών, μόλις μια εβδομάδα πριν από την υπογραφή της ανακωχής!

https://www.presspublica.gr/apologia-gia-tin-poiisi-moy-apologia-pro-poemate-meo-ena-poiima-toy-goyilfrent-ooyen-wilfred-owen-1893-1918/

 

Κατηγορίες:ποιήματα Ετικέτες: , ,
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε