[ιστορίες]
Olivia Alexander
Οι ιστορίες μου αρέσει να είναι μικρές και σύντομες. Να τις γεύομαι στον ουρανίσκο, όπως τη γουλιά του καφέ. Μου αρέσει να λέγονται οι ιστορίες, όταν έξω κάνει κρύο ή βρέχει ή, ακόμα καλύτερα, χιονίζει. Τότε χώνομαι στο κρεβάτι, τραβώ το πάπλωμα ως το κεφάλι και αρχίζω να διηγούμαι ιστορίες. Άλλες τις άκουσα, άλλες τις επινόησα, τις περισσότερες όμως τις έζησα ο ίδιος, σε καιρούς παλιούς, περασμένους, που τώρα πια δεν είναι.
Έτσι περνώ τον καιρό μου. Τις προάλλες είχα ξαπλώσει να ξαποστάσω από την κούραση της σκέψης, αλλά αυτός ο δαίμονας δεν έλεγε να ησυχάσει. Είχε πάρει το αδράχτι του και ύφαινε, ύφαινε ιστορίες. Δεν μπορούσα να αντέξω και έκλεινα τα μάτια, παλεύοντας να κοιμηθώ. Να ξεφύγω. Αλλά λες και από κάθε πόρο του κορμιού μου ξεπηδούσαν ιστορίες, ιστορίες ατέλειωτες. Μπερδεύονταν η μια μέσα στην άλλη. Αίματα, νεύρα και σάρκες ανάκατα. Κομμάτια δικά μου και ξένα, ένα κουβάρι. Όπως γίνεται ο κόσμος όταν δυο κορμιά αγκαλιάζονται για έρωτα ή πόλεμο, αξεχώριστα, θανάσιμα.
Πρόσφατα σχόλια