Αρχική > διηγήματα Ν. Τσούλια > Ρημαγμένα σπίτια παντού…

Ρημαγμένα σπίτια παντού…

CIMG0121

Του Νίκου Τσούλια

Είναι γραμμένο λίγα χρόνια πριν και ήδη κάποια σπίτια δεν υπάρχουν. Ισοπεδώθηκαν, γιατί ήταν επικίνδυνα. Προτίμησα όμως να μην αλλάξω το κείμενο… 

      Κανόνισα την επίσκεψή μου σε μια νεκρή περίοδο από άποψης αδειών και ταξιδιών, για να μην είναι οι περιστασιακοί κάτοικοι . Ήθελα να δω την πραγματική εικόνα, την εικόνα του πετρωμένου χρόνου. Πήγα να δω την την Αυγή (Κάτω Λουκάβιτσα), ένα χωριό που έχει πλήξει το φράγμα του Πηνειού στην Ηλεία εδώ και μισόν περίπου αιώνα. Είναι μια μικρή αφήγηση που μπορεί να αφορά κάθε ανάλογη περίπτωση, κάθε περίπτωση βίαιης ερήμωσης.

      Μπαίνοντας στα πρώτα σπίτια περιμένεις να δεις κάτι διαφορετικό από το φυσικό περιβάλλον τοπίο, περιμένεις ουσιαστικά όλο εκείνο το σκηνικό που δημιουργεί με έναν τρόπο αυτόματο η ανθρώπινη παρουσία, η απλή ανθρώπινη λειτουργία. Περιμένεις ένα διαφορετικό σκηνικό. Άλλοι ήχοι, άλλες εικόνες, άλλοι συνειρμοί, άλλες σκέψεις σε προϋπαντούν πριν ακόμα τα βιώσεις, απλώς στη θέα του χωριού. Οι προσδοκίες προϋπάρχουν ως προοικονομημένη γνώση.

      Περπατάς και περιμένεις να ακούσεις τους ήχους των άλλων βημάτων, να μιλήσεις σε όποιον συναντήσεις, να χαιρετήσεις από μακριά τη γυναίκα που τινάζει τα ρούχα ή που σκουπίζει την αυλή, να χαζέψεις με τα πιτσιρίκια που ξεσηκώνουν τον κόσμο με τα παιχνίδια και τα τσιρίγματα, να σκεφτείς πώς θα αντιμετωπίσεις τα πιο επιθετικά σκυλιά. Περπατάς και έχεις ήδη δημιουργήσει τις εικόνες και τους ήχους. Αλλά οι εικόνες δεν εμφανίζονται ούτε και οι ήχοι και εσύ επιμένεις ότι είναι ζήτημα χρόνου να αλλάξει το σκηνικό. Περπατάς με τις έτοιμες παραστάσεις της σκέψης να αρχίζουν να αντιπαλεύουν με τις παραστάσεις των αισθήσεων. Ποιες είναι οι πραγματικές;

      Μπήκα στο χωριό. Σιωπή. Δεξιά, είναι το σπίτι του Σούφη, ένας σωρός από χώματα, τα βάτα μέχρι επάνω έχουν πνίξει κάθε απομεινάρι εικόνας σπιτιού, η στέγη διαλυμένη, τα κεραμίδια ξαπλωμένα πάνω στις πλίθες, στις πλίθες που τώρα είναι σκέτο χώμα. Αριστερά και πιο κάτω είναι του Φουστούκου και δίπλα κολλητά του κυρ – Βασίλη, μαζί αγκαλιασμένοι οι σωροί, ίσως γιατί ήταν συγγενείς οι ένοικοί τους. Ποιος να ξέρει απ’ αυτά τα άγνωστα πράγματα…

      Το παρελθόν στη σκέψη μου, το παρόν στις αισθήσεις μου, απόλυτα διχασμένος, κάποιοι σκόρπιοι συλλογισμοί προσπαθούν να γεφυρώσουν τις αντιθετικές παραστάσεις. Αλλά εκεί πάνω το τζάκι καπνίζει, εκεί κατοικείται. Λογικό, είναι του Γκέλμπεση, εδώ μένουν. Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του χωριού, φιλότιμος, άνθρωπος της παρέας, άμα τον είχες στην παρέα σου θα έκανες το καλύτερο γλέντι της ζωής σου, τραγουδούσε όμορφα, χόρευε επίσης, έπινε κρασί, αλλά ποτέ δεν τον …έπινε το κρασί, ποτέ δεν είχε παρεξηγηθεί και ας συμμετείχε στις περισσότερες σχετικές συντροφιές και στα περισσότερα πανηγύρια από όλους τους άλλους, πάντα θα σε φίλευε έτσι και έσκαγες μύτη μέσα στα καφενεία του χωριού, είτε ξένος ήσουν είτε γνωστός, πάντα έτρεχε για να βοηθήσει αρρώστους και γερόντους…

      Αυτό είναι του Κούλη, δίπατο, βαστάνε κάποιοι τοίχοι του, οι πόρτες διαλυμένες, έχει γονατίσει προς τα μέσα, φαγωμένες οι πλίθες του και οι πέτρες που βάσταγαν τις γωνίες του σπιτιού πεσμένες κάτω – κάτω. Αυτό εκεί πέρα βέβαια είναι του Πάτση, αυτό έχει σωριαστεί το απέξω μέρος και έχει αποκαλυφθεί το εσωτερικό του, κάπου φαίνεται και γαλάζιο χρώμα των εσωτερικών τοίχων, έβαφαν και με τέτοια χρώματα παλιά τα δωμάτια;

      Λίγο πριν την πλατεία της Χαρλάμπως το όμορφο σπίτι βαστάει ακόμα, η στέγη είχε κάνει βουτιά προς τα μέσα αλλά οι τοίχοι παλικάρια, αντέχουν βροχές και ερήμωση. Ο τσίγκος μπροστά που σκέπαζε το μικρό μπαλκόνι είχε παραμορφωθεί, από τι άραγε, δεν φαινόταν κάποια αιτία. Λίγο πιο πριν από την ίδια μεριά του δρόμου η χαμοκέλα του Γαλάνη φαινόταν περιποιημένη, α ναι αυτή είναι καλότυχη, κατοικείται από κάποιο βοσκό που έχει έλθει στο χωριό, γιατί τώρα υπάρχουν άφθονοι βοσκότοποι, εγκαταλελειμμένες σχεδόν όλες οι περιουσίες αλλά και τα εξωλίμνια χωράφια του κράτους είναι αρκετά, πάλι καλά που είναι και οι βοσκοί…

      Η πλατεία με τα μεγάλα σπίτια και το ηρώο στη μέση φαντάζει σα να μην ξέρει τι γίνεται γύρω της. Ίσως να είναι η οπισθοφυλακή που βγαίνει λιγότερο λαβωμένη από τα πυρά του χρόνου, ίσως να ήταν πάντα πιο περιποιημένη και αυτό φαίνεται πιο έντονα πλέον τώρα. Τα σπίτια ερημωμένα αλλά όχι ρημαγμένα. Τα δύο παλιά καφενεία βαστούν, αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι ήταν καφενεία. Οι ιδιοκτήτες τους που μένουν στην Αμαλιάδα έρχονται που και που και τα ανοίγουν και έτσι παρακολουθούν τα κτίρια το διάβα του χρόνου με κάποια ενεργητικότητα. Μόνο το μεγάλο σπίτι του Τιμολέα, αν και φαινομενικά περιποιημένο με το χοντρό του σοβάτισμα, έχει πληγεί. Στο μπροστινό του πάνω μέρος έχει ανοίξει μια μεγάλη τρύπα, ακριβώς κάτω από τη σκεπή, σαν να είναι βομβαρδισμένο από κάτι. Παράξενο. Εκεί κάνουν τα σπουργίτια πανηγύρι, έχουν γεμίσει της στέγης την ερημιά με τα δικά τους τσιρίγματα και δημιουργούν μια αίσθηση ζωής, παράξενης ζωής. Απέναντί του το μεγάλο ερείπιο της Μετάξως, νεροφαγωμένο και σωριασμένο από κάποιο γερανό για να μην πέσει σε κανέναν άνθρωπο˙ πού να βρεθεί άνθρωπος;

      Αλλά συνεχίζοντας πιο κάτω προς την πλευρά του φράγματος η εικόνα αλλάζει πλήρως. Τα χαλάσματα έχουν την εικόνα των σωρών˙ πέτρες, χώμα, φυτά, πουλιά, ερπετά όλα μαζί. Δύσκολα καταλαβαίνεις ποιος έμενε πού, απλώς ξέρεις τις τοποθεσίες τους και κάνεις του υπολογισμούς σου. Πάνω προς την εκκλησία το σπίτι της κυρά – Βάσως κάπως βαστάει˙ που νάναι η αφεντικίνα του που μας φώναζε κάθε φορά που η μπάλα έπεφτε από το προαύλιο του σχολείου στην αυλή της;

      Ξαναγυρίζεις στην πλατεία. Εδώ νιώθεις περισσότερη ασφάλεια. Τα φαντάσματα της μνήμης είναι πιο ζωηρά. Τα δυο καφενεία γιομάτα κόσμο, καρέκλες έξω με τα τσίγκινα τραπεζάκια φορτωμένα με καφέδες και ούζα, είναι περασμένη ώρα προς το μεσημέρι, η εκκλησία έχει τελειώσει εδώ κι ώρα. Λίγοι παίζουν πρέφα ή δηλωτή μέσα στα καφενεία, έξω είναι η ζωή, κεράσματα δίνουν και παίρνουν, γυναίκες περνούν τάχα αδιάφορα με κάποιο χεροκάλαθο να πηγαίνει πέρα δώθε αλλά πειράζουν και πειράζονται. Η μπάλα από τη διπλανή πλατεία στου Βούλγαρη εμφανίζεται κατά καιρούς από μακρινά άστοχα σουτ και δώστης μετά κλωτσιές ο ένας κι ο άλλος μέχρι να ξαναφτάσει στον προορισμό της θα γευθεί άφθονα παιδιαρίσματα από τους παλιότερους μπαλαδόρους του χωριού. Τα άλογα με τους περαστικούς που περνάνε για τα πέρα χωριά πάντα σταματάνε για καμιά ανάσα, για να απλωθεί του ούζου και του κρασιού η ευθυμία. Τα φαντάσματα είναι υπαρκτά, είναι ολοζώντανα. Το παρελθόν είναι κυρίαρχο…

      Ρημαγμένα σπίτια παντού, μνήμες και νοσταλγία ξεχειλίζουν. Δύο εικόνες, δύο πραγματικότητες, το παρόν σε απόλυτη σύγκρουση με το παρελθόν, όχι δεν είναι η συνέχειά του. Η καταστροφή έχει το πάνω χέρι. Η δημιουργία είναι στη μακρινή δύση, στο λυκόφως των λιγοστών κατοίκων. Και αυτή θα φύγει, είναι θέμα χρόνου. Ρημαγμένα σπίτια παντού…

Υ.Γ.

  1. Δεν είναι ιστορία όλων των χαλασμάτων. Επέλεξα μερικά. Κάποια στιγμή θα κάνω και για τα άλλα. Μόνο που ο χρόνος αλλάζει όλο και πιο γρήγορα την εικόνα τους.
  2. Η βίαιη ερήμωση οφείλεται στη δημιουργία της Λίμνης του Πηνειού στην Ηλεία – αφορά αρκετά χωριά…
  3. Αφιερωμένο σε όλους τους συγχωριανούς μου αλλά και στους συγχωριανούς των γειτονικών χωριών που το χωριό τους έχει την ίδια εξέλιξη με την Αυγή. 

CIMG0107

CIMG0110

CIMG0112

CIMG0113

CIMG0114

CIMG0115

CIMG0120

CIMG0132

CIMG0135

CIMG0163

CIMG0164

CIMG0176

CIMG0179

CIMG0183

CIMG0187

CIMG0158

CIMG0188

CIMG0190

CIMG0161

 CIMG0191

CIMG0109

CIMG0192

CIMG0193

CIMG0195

CIMG0142

CIMG0202

CIMG0108

CIMG0139

CIMG0140

CIMG0136

Κατηγορίες:διηγήματα Ν. Τσούλια Ετικέτες:
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: