Αυγή Ηλείας
Του Νίκου Τσούλια
Την οφείλω εδώ και καιρό αυτή την αναφορά, την αναφορά στο χωριό μου. Μπορεί αυτό να είναι θέμα για μια ιστοσελίδα; Μπορώ να πω πως «ναι», με τις εξής παραδοχές: α) κάθε χωριό αποτελεί την πρωταρχική εκείνη εστία που θρέφει σ’ όλη μας τη ζωή όνειρα και μνήμες με μια θαυμαστή ενότητα, οπότε δικαιολογεί για τον καθένα μας οποιαδήποτε δημόσια αναφορά β) με δεδομένο και έναν επιμέρους προσωπικό χρωματισμό του «Ανθολογίου», μπορεί να υπάρξει μια σχετική ανοχή – εκ μέρους των αναγνωστών μας – χωρίς να αλλοιώνεται η μέχρι τώρα κατακτημένη φυσιογνωμία του «Ανθολογίου» και γ) και σε εναντίωση με το προηγούμενο, το προσωπικό στοιχείο συχνά λειτουργεί και ως γενικό, οπότε μπορεί να αποκτά εξ ορισμού το χαμένο ενδιαφέρον.
Η Αυγή δεν ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων χωριών, της σταδιακής παρακμής, της έτυχε κι ένα βάσανο, ένα βάσανο που μπορεί να έκανε πιο ελκυστική τη φυσική της ομορφιά, αλλά ταυτόχρονα επιτάχυνε το φευγιό των κατοίκων της προς τα αστικά κέντρα (Αθήνα και Πάτρα). Ήταν το φράγμα του Πηνειού, εκεί στη δεκαετία του 1960 που έφερε τα πάνω κάτω. Πλημμύρισαν τα χωράφια, οι καλύτερες περιουσίες των κατοίκων από το πισωγύρισμα του ποταμού, χάθηκαν οι πηγές εσόδων των ποτιστικών χωραφιών και οι κάτοικοι πήραν των ομματιών τους σαν άλλοι πρόσφυγες και ξεριζώθηκαν. Σχεδόν όλοι οι νέοι έφυγαν βιαστικά – βιαστικά, ήταν και το κλίμα της εποχής. «Να φύγουμε από τις λάσπες», ήταν το κεντρικό κοινωνικό αίτημα πολλών αγροτικών περιοχών. Η ανάπτυξη είχε εκείνη την εποχή συγκεκριμένη γεωγραφική και πολιτική αναφορά: «Αθήνα».
Μικρό χωριό, μικρή κοινότητα ανθρώπων, ανεβασμένο σ’ έναν λόφο αντικρίζει τον Ερύμανθο ανατολικά, το Καλαθέϊκο δυτικά προς τη θάλασσα, βόρεια ξεχωρίζει το άλλο βουνό, το Πετροβούνι και τέλος, νότια εκτείνεται το πάλαι ποτέ μεγάλο πευκοδάσος της Πηνείας που καταλήγει προς τον Πύργο. Τώρα το χωριό περιτριγυρίζει το νερό από όλες τις μεριές εκτός από μία, και μοιάζει σαν τον χάρτη της Ελλάδας, μόνο που εδώ δεν υπάρχει θάλασσα αλλά λίμνη. Παλιότερα το αγκάλιαζαν τα μποστάνια και τα κτήματα με σταφίδες και αμπέλια, τώρα έχουν έλθει εκτός από νερό και τα ρείκια του ποταμού και πήραν εκείνα την πρωτεύουσα θέση στα εξωλίμνια χωράφια.
Φτωχό χωριό, οι κάτοικοι δούλευαν σκληρά, στα σπίτια υστερούσαμε πολύ, πλινθόκτιστες χαμοκέλες τα πιο πολλά, λίγα τα δίπατα και τα πέτρινα. Όμορφη η κεντρική πλατεία του, με τη ηρώο, τα καφενεία και τα μπακάλικα να την περικλείουν με κάποια στοργή, φιλοξενούσε όλες τις γιορτές (εθνικές γιορτές, Πάσχα κλπ) και τις εκδηλώσεις των κατοίκων (απόκριες…) που μάζευαν και κόσμο από άλλα χωριά.
Ίσως το πιο καλό του στοιχείο του χωριού να ήταν η εύκολα εκδηλούμενη φιλοξενία των κατοίκων του. Ο ξένος που θα περνούσε από το χωριό συγκέντρωνε γρήγορα – γρήγορα προτάσεις για φαΐ και για ξεκούραση και δεν ήταν λίγες οι φορές που συναγωνίζονταν οι θαμώνες του καφενείου για το ποιος θα κερδίσει τον φιλοξενούμενο.
Το χωριό – φαντάζομαι όπως όλα τα χωριά εκείνης της εποχής – λειτουργούσε ως μια κοινότητα με θαυμαστή ενότητα των κατοίκων του. Όχι πως δεν υπήρχαν τριβές και μαλώματα, ιδιαίτερα για τα περιουσιακά στοιχεία και τις κληρονομιές, το αντίθετο. Αλλά να, μοιράζονταν χαρές και λύπες με ευκολία. Υπήρχε ο πρώτος κύκλος της οικογένειας πρωτευόντως και αυτός που τον αποτελούσε το σόι δευτερευόντως, αλλά μετά ακολουθούσε ο κύκλος του χωριού, που λειτουργούσε ως η υπερ – οικογένεια, ως η μεγάλη εστία όλων των κατοίκων. Έτσι κι αλλιώς στις παλιότερες εποχές, σαν στοιχεία ταυτότητας ήταν το ονοματεπώνυμο και το χωριό της καταγωγής.
Αυγή, έλεγαν το χωριό γιατί έβλεπε τον ήλιο με το που έσκαγε στον Ερύμανθο, Αυγή στα χαρτιά, γιατί όλοι (χωριανοί και ξένοι) το έλεγαν με το παλιό όνομα, Κάτω Λουκάβιτσα. Υπήρχε και Απάνω Λουκάβιτσα που πιο παλιά συναποτελούσαν ένα χωριό. Για χρόνια και χρόνια θεωρούσα ότι το όνομα αυτό ήταν τούρκικο, μέχρι που στον πιο πρόσφατο πόλεμο της Ευρώπης, εκείνον της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, άκουγα για στρατόπεδα «Λουκαβίτσα» και συνειδητοποίησα ότι είχαμε όνομα σέρβικης προέλευσης. Γνωστή άλλωστε η κάθοδος των Σλαύων σε αλλοτινές εποχές στην Πελοπόννησο. Αλλά υπήρχε και άλλο όνομα για την περιοχή μας που κυριαρχούσε στ’ άλλα δύο, γιατί συνδεόταν με ένα πασίγνωστο πανηγύρι (εμποροζωοπανήγυρις γαρ και μέγα γεγονός για τον τόπο μας…) που γίνεται στα τέλη Αυγούστου στου Αη – Γιαννιού, στο Τζαμί. Το Τζαμί συνυπήρχε για πολλά χρόνια δίπλα – δίπλα με τον Άη Γιάννη μέχρι που γκρεμίστηκε το Τζαμί, αλλά όχι και η φήμη του και έτσι, αν κάποιος δεν θυμάται το μικρό μας χωριό, επιστρατεύουμε την ονομασία Τζαμί και όλοι καταλαβαίνουν το στίγμα μας.
Πέρασαν τα χρόνια έμειναν στο χωριό όσοι ήταν να μείνουν, δηλαδή οι γεροντότεροι και οι άλλοι το επισκέπτονταν το Πάσχα και το καλοκαίρι. Μας δίχασε το φράγμα. Άλλοι ήθελαν να πάρουν τα λεφτά της αποζημίωσης και να πάνε όπου άρμοζε το συμφέρον τους, άλλοι ήθελαν μεταφορά του χωριού με τη φροντίδα της πολιτείας εκεί δίπλα στου Τζαμί. Τελικά δεν έγινε τίποτα σωστό. Το ελληνικό κράτος λειτούργησε ανεύθυνα – φαντάζομαι όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις – και έτσι, ενώ από τη δεκαετία του 1960 είχε κριθεί επικίνδυνο και ως εκ τούτου μεταφερτέο, μισόν αιώνα αργότερα η κατάσταση παραμένει σε εκκρεμότητα, δηλαδή σε μια εικόνα ουσιαστικά μόνιμης και οριστικής εκκρεμότητας…
Και μια σημαντική παρατήρηση. Επειδή το χωριό έχει κριθεί μεταφερτέο, απαγορεύεται να γίνεται οποιαδήποτε μορφή οικοδομικής εργασίας και επισκευής και έτσι οι κάτοικοί του ή αναγκάζονται να ζουν σε συνθήκες αθλιότητας ή αναγκάζονται να «παρανομούν» και να κάνουν καμιά επισκευή μην τους πέσει το σπίτι στο κεφάλι. Και το κράτος περιμένει τη λύση (αν και κανένας υπεύθυνος δεν φαίνεται να σκοτίζεται) να τη δώσει ο χρόνος, με το θάνατο των τελευταίων κατοίκων θα παύσει να υπάρχει το πρόβλημα! Η γνωστή ελληνική πολιτεία!!
Τώρα το χωριό στοιχειώνει. Τα περισσότερα σπίτια έρημα και αφρόντιστα καταρρέουν. Που και που κανένας σεισμός επιταχύνει το σώριασμα. Και χάσκουν τα σπίτια που άλλοτε γέμιζαν με ανθρώπους και ζωή. Και αναρωτιούνται οι λιγοστοί κάτοικοι, πόλεμος δεν έγινε, καμιά φυσική καταστροφή δεν μας ρήμαξε, τι μας στοίχειωσε; «Το κράτος είναι για να φροντίζει του κατοίκους του ή να τους λεηλατεί;», έλεγε και ξανάλεγε ο κυρ – Αντρέας, μέχρι που πέθανε κι αυτός και έπαυσε το ζήτημα του χωριού να είναι ζήτημα. Ευτυχώς που έχουν κατέβει και μερικοί βοσκοί από τα ορεινά και έτσι πήρε κάποιες ανάσες ζωής. Κοντά στους βοσκούς και στους λιγοστούς κατοίκους προστιθέμεθα σε εποχές διακοπών και οι λάτρεις της μεγάλης εστίας, για να περπατάμε τους δρόμους και τα σοκάκια που περπατάγαμε χρόνια πολλά πριν, να λέμε ιστορίες παλιές και να αγναντεύουμε τη λίμνη και να την θαυμάζουμε που έδωσε τόση ομορφιά στο χωρίο μας και να καταριόμαστε την πολιτεία που ερήμωσε το χωριό μας και ρήμαξε ακόμα και τις ιερές μνήμες μας.
Αλλά επειδή από το ξερό κλαρί βγάζει μάτι βλαστού πράσινου και θαλερού, επειδή στο βράχο πάνω θα φυτρώσει κάποιος σπόρος φυτού, επειδή η ζωή ξεπηδάει μέσα από την καταστροφή, οι λιγοστοί κάτοικοι που επιστρέφουν δημιουργούν και αναδημιουργούν αυτό που τους στοιχειώνει… Είναι και το μικρό ξεπέταγμα του οικισμού εκεί στο Τζαμί αλλά και το Τζαμί Village, το πιο όμορφο κέντρο της Αμαλιάδας και της ευρύτερης περιοχής, που δεν τα αγγίζει η ερήμωση και δίνουν ανάσες στη ζωή μας και στην ψυχή μας…
Πρόσφατα σχόλια