«Αγάπα τώρα που μπορείς, αγάπα τώρα που είναι νωρίς…»
Της Άννας Μαρίας Πανταζή
Σε έναν παράδρομο ένα γκράφιτι στον τοίχο: «Αγάπα τώρα που μπορείς, αγάπα τώρα που είναι νωρίς…». Ωραίο μήνυμα! Στο μυαλό μου «βόλτες» γυρνά !
Και πριν προλάβω να το επεξεργαστώ, δέκα μέτρα παρακάτω, το βλέμμα μου καρφώθηκε σε ένα ημιυπόγειο. Ένα ημιυπόγειο με κλειστά, κατεστραμμένα παράθυρα, λογιών λογιών πράγματα πεταμένα άτακτα, δεξιά αριστερά, σε μιαν αυλή που… μήτε ο Θεός δεν την βλέπει καλά καλά. Ένας άνδρας μεγάλης σχετικά ηλικίας, αν και πέφτει ψιλόβροχο, κάθεται σε μια καρέκλα ξύλινη, έτοιμη να σπάσει. Έχει μπροστά του ένα τραπεζάκι με μικροαντικείμενα, βρώμικα, ταλαιπωρημένα από τον χρόνο και μια χάρτινη σακούλα με ψωμί, σκέτο ψωμί. Είναι και ο ίδιος στην όψη αλλόκοτος… Ψηλός, με γενειάδα απεριποίητη, μαλλιά μακριά, «διψασμένα» για νερό και ρούχα βρώμικα, σχεδόν κουρελιασμένα. Το πρόσωπό του, «μαυρισμένο» από τις κακουχίες, τις ταλαιπωρίες της ζωής! Ένα παλιό ραδιόφωνο παίζει λαϊκά τραγούδια μιας άλλης εποχής… Όλο το σκηνικό είναι μιας άλλης εποχής…
Τον κοιτάζω υπό γωνία, καθώς περπατώ παράλληλα, ενώ ασχολείται με τα μικροαντικείμενά του. Κάτι μαστορεύει, μασουλώντας λίγο ψωμί. Λες και καταλαβαίνει το βάρος από το βλέμμα μου, γυρίζει και με κοιτάζει με μάτια θλιμμένα, γεμάτα απογοήτευση! Περίμενα να μου πει αυτό που τα μάτια του εξέπεμπαν: « Τι με κοιτάς; Δεν είμαι σύνθημα…» Κατεβάζω το βλέμμα μου. Συνεχίζω την πορεία μου με βήμα γοργότερο. Συναντώ έναν περίοικο πιο κάτω και τον ρωτώ: « Αυτός ο κύριος, στο ημιυπόγειο; ». «Άστεγος είναι, βρήκε αυτό το χάλασμα να απαγκιάσει. Και δεν πλησιάζεται εύκολα.»
Για έναν ανεξήγητο λόγο, νιώθω ενοχές! Ναι, ενοχές…!!! Για όλα αυτά που δεν κάναμε σαν κοινωνία γι’ αυτόν τον άνθρωπο , ή για όλα αυτά που τού κάναμε. Γιατί είναι άραγε σε αυτήν την κατάσταση; Γιατί έπαψε να θυμίζει ανθρώπινη μορφή; Γιατί ζει στην απόλυτη φτώχεια και στην απομόνωση; Γιατί είναι μόνος και έρημος; Γιατί τον ξέχασαν όλοι σε αυτήν την ηλικία; Γιατί τον καθήλωσαν σ’ αυτήν την καρέκλα; Τα «γέρικα άλογα», τα ανήμπορα, τα εγκαταλείπουμε; Τα «σκοτώνουμε»; Μάλλον ναι, όταν πια δεν έχουν τίποτα να μάς προσφέρουν. Πόσοι άνθρωποι άραγε είναι σ’ αυτήν ή σε παρόμοια κατάσταση; Ποιος να κάνει καταγραφή και γιατί; Ποιος να νοιαστεί; Γιατί να ενδιαφερθεί; Ποιος να αναλάβει την ευθύνη; Είναι μεγάλη η ευθύνη…
Μα και η «αγάπη» των συνανθρώπων, ακριβή κι αυτή, κοστίζει πολύ! Γίναμε απ-άνθρωποι, αλλοτριωθήκαμε, ξεχάσαμε να είμαστε συν-άνθρωποι… Προσπερνάμε τη δυστυχία του άλλου, δεν μάς ενδιαφέρει σε βάθος και πλάτος. Ίσως γιατί απομάθαμε να «αγαπάμε», ίσως γιατί και την αγάπη την συνδέσαμε αποκλειστικά και μόνο με την κάθεξη. Η αυθεντική αγάπη είναι βουλητική, όχι συναισθηματική. Γι’ αυτό και τα αισθήματα αγάπης μπορεί να είναι απεριόριστα, αλλά η ικανότητά μας να αγαπάμε είναι περιορισμένη.
Κάνω ένα βήμα πίσω. Θέλω να τον ξαναδώ, να αποτυπώσω τη μορφή του. Να προσπαθήσω να διεισδύσω στον μικρόκοσμό του. Τώρα δεν με βλέπει. Είναι σχεδόν χαμογελαστός, σιγοτραγουδάει. Επέστρεψε στην «κανονικότητά» του. Έχει μια δική του «κοινωνία». Δεν είναι τελικά εντελώς μόνος. Έχει για συντροφιά του μια γάτα, που τρίβεται στα πόδια του και τού κρατάει συντροφιά. Τού θυμίζει ότι υπάρχει, ότι ζει. Βλέπεις, το ζωντανό δεν κάνει διακρίσεις σε αφεντικά! Είναι και μερικοί σπουργίτες που έρχονται να τσιμπολογήσουν από τα ψίχουλα που είναι πάνω στο τραπεζάκι. Δεν τα διώχνει, μοιράζεται μαζί τους ό,τι έχει απομείνει… Γιατί τη θέλει την παρουσία τους! Η οικογένειά του είναι οι σπουργίτες και μια γάτα … Πολύτιμοι σύντροφοι, γεμάτοι από αρετές που από πολύ παλιά έχουν εγκαταλείψει τους ανθρώπους. Αυτός ο άστεγος δεν έχει σχεδόν τίποτα, κι όμως μοιράζεται! Ξεχασμένος από όλους και από όλα, διαφορετικός, γιατί δεν έχει τρόπο να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, του λείπουν τα βασικά, όπως το νερό για να πλυθεί και το φαγητό, ένα εισόδημα, μια κανονική ζωή… Δεν έχει σχεδόν τίποτα, κι όμως, ξέρει να κοιτά τους ανθρώπους κατάματα, ευθύβολα, χωρίς περιστροφές και ν’ αγαπά την «οικογένειά» του !
Σε σένα μιλάω, που δεν ξέρεις ν’ αγαπάς…
Σε σένα μιλάω, που έχεις οικογένεια και δεν το εκτιμάς…
Σε σένα μιλάω, που έχεις σπίτι και δεν κρυώνεις…
Σε σένα μιλάω, που έχεις ρούχα ζεστά και καθαρά αλλά δεν σου αρέσουν…
Σε σένα μιλάω, που έχεις φίλους, μα τους ξεχνάς ή τους υποτιμάς…
Σε σένα μιλάω, που θυμώνεις χωρίς ιδιαίτερο λόγο και γυρνάς την πλάτη….
Σε σένα μιλάω, που έχεις ακόμα δουλειά και παραπονιέσαι…
Σε σένα μιλάω, που δεν δίνεις δεκάρα για τον Άνθρωπο δίπλα σου, γιατί δεν έχεις απόθεμα ψυχής να δώσεις…
ΣΕ ΣΕΝΑ ΜΙΛΑΩ, βγες απ’ το «εγώ» σου για να λυτρωθείς…
ΑΓΑΠΑ τώρα που μπορείς, ΑΓΑΠΑ τώρα που είναι νωρίς…!!!
Υ.Γ. Η ιστορία είναι βιωματική…
Πρόσφατα σχόλια