Δίκαιο της (ανεξέλεγκτης) ιδιωτικής βούλησης ή δίκαιο του ισχυρότερου
Lilac, Sunset - Igor Shipilin 2013, Russian b.1961-
Του Ιωάννη Χ. Βούλγαρη, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ (ivoulga@law.duth.gr)
Μαΐου 8, 2016
Ι.- Η σύλληψη του Δικαίου αποτελεί την αιχμή του δόρατος των ιδεολογικών ρευμάτων που επικρατούν στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στα πλαίσια της (οργανωμένης πλέον) κοινωνίας στην οποία ζουν και συνεργάζονται.
Ξεκίνησε, στα πλαίσια της (ανοργάνωτης τότε) κοινωνίας, ως το δίκαιο του ισχυρότερου, δηλαδή εκείνου που είχε τη δύναμη και επέβαλε τη θέλησή (βούλησή) του στη ρύθμιση των επιμέρους σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους. Η δύναμη αυτή ήταν πολλών ειδών και εξελίχτηκε διαχρονικά: στην αρχή ήταν η φυσική δύναμη, σωματική και των όπλων, και σχηματικά παρουσιάζεται με κάποιον τεραστίων διαστάσεων που κρατά ρόπαλο στο ένα χέρι και με το άλλο σέρνει τον συνάνθρωπό του εκεί που θέλει αυτός. Στη συνέχεια η δύναμη θεσμοθετήθηκε και η πηγή της ήταν είτε μεταφυσική και καθοδική, «ελέω Θεού», είτε εξ υφαρπαγής και σε συλλογικό (οικογενειακό, ταξικό) πλαίσιο, είτε και τα δύο, δηλαδή η δύναμη επιβολής της συλλογικής αυτής βούλησης για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων θεωρήθηκε ότι ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θείου. Αποτέλεσμα αυτής της σύλληψης ήταν το δίκαιο της υποταγής και της δυναστείας: η υποταγή δημιούργησε τη δουλεία και η δυναστεία την φεουδαρχία στην γη και τη δουλοπαροικία στα πρόσωπα, δηλαδή ηπιότερη μεν μορφή υποταγής και εξάρτησης του προσώπου, όπου οι δουλοπάροικοι είχαν υποχρέωση να δουλεύουν για τον φεουδάρχη (ιδιοκτήτη του τιμαρίου γης στο οποίο διέμεναν και ανήκαν), ο οποίος τους παρείχε ένα ποσοστό επί των παραγομένων προϊόντων επί της γης (τιμαρίου) του, απαραίτητο για τη διαβίωσή τους, αλλά και προστασία από ξένους φεουδάρχες ή και ληστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπήρχε ένα «πλάσμα δικαίου» (= φαινόμενο δικαίου) σύμπτωσης της βούλησης του φεουδάρχη και δουλοπάροικου, που όμως ήταν διαμορφωμένο σύμφωνα με την θείω δικαίω θεμελίωση της δύναμης της βούλησης του φεουδάρχη (ηγεμόνα). Αυτά τουλάχιστον για τη Δυτική Ευρώπη από τον 6ο μέχρι και το 17ο αιώνα μας, αν και με διάφορες παραλλαγές και σε διαφορετικά χρονικά σημεία, η φεουδαρχία επεκράτησε, ως μια μορφή της ιδιωτικής (συλλογικής ταξικής) βούλησης που διαμορφώνει την οργάνωση της κοινωνίας και το δίκαιο που τη διέπει με βάση (οικογενειακά κυρίως) δικαιώματα επί του τιμαρίου γης, και σε άλλε περιοχές και ηπείρους, όπως στην Ασία και την Άπω Ανατολή.
ΙΙ.- Αμφισβήτηση στη σύλληψη αυτή και θεμελίωση του Δικαίου, της άνισης συμμέτοχής της βούλησης των ανθρώπων στην ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ τους και τη διαμόρφωση της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας ζουν, συνεργάζονται και εξελίσσονται οι σχέσεις τους αυτές, προήλθε κατ’ επανάληψη τόσο από θεωρίες μεταφυσικής προέλευσης, όσο και από κοσμικές θεωρίες. Στην πρώτη κατηγορία βρίσκεται η Χριστιανική Θρησκεία, η οποία θεωρεί όλους τους ανθρώπους ίσους μεταξύ τους και απέναντι στο Θεό που τους δημιούργησε: η αγάπη προς τον πλησίον και το «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» αποτελούν το χρυσό κανόνα της ισότητας των ανθρώπων και που εξειδικεύονται με τη ρήση του Απόστολου Παύλου «ουκ εστί Έλληνας ή Ιουδαίος, ανήρ ή γυνή, ελεύθερος ή δούλος». Αν και άλλες θρησκείες αποδέχονται επίσης την ισότητα, δεν φθάνουν στην πληρότητα αυτή της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ άλλες εξακολουθούν να εμπνέονται από τη διαστρωμάτωση των ανθρώπων.
Πιο κοσμική αμφισβήτηση, της διαστρωμάτωσης και της άνισης συμβολής των ανθρώπων στην οργάνωση της κοινωνίας και τη δημιουργία του δικαίου που διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων στη κοινωνία, αναπτύχθηκε την περίοδο του Διαφωτισμού στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν το άτομο (άνθρωπος) έγινε υποκείμενο (και μόνο) του δικαίου (και όχι ενδεχόμενα και αντικείμενο ή πράγμα όπως προηγούμενα), ανεξάρτητα καταγωγής, φύλλου, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης και δύναμης. Έτσι, κατά τις θεωρίες αυτές (των εγκυκλοπαιδιστών), το άτομο, αν και διαφοροποιείται ως προς τις ανάγκες του και τους τρόπους ικανοποίησής τους στα πλαίσια των διαφόρων κοινωνιών που συγκροτούνται διαχρονικά και διατοπικά για το σκοπό αυτό, έχει κατ’ αρχή την ίδια προσωπικότητα (δικαιώματα και υποχρεώσεις) στα πλαίσια της κοινωνίας, ή οποία συγκροτείται με την ισότιμη συμβολή του (κοινωνικό συμβόλαιο) και στην οποία αναπτύσσει ισότιμα τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, ισοτιμία και ισονομία τις οποίες εγγυάται η οργανωμένη κοινωνία (κράτος) με τους κανόνες Δικαίου που διαμορφώνει: έτσι, η κοινωνία αυτή καταρτίζει κανόνες οι οποίοι, είτε συμπληρώνουν την βούληση των μερών (ατόμων) που συναλλάσσονται, με κανόνες ενδοτικού δικαίου (jus dispositivum), είτε την ελέγχουν και την διορθώνουν προς αποκατάσταση της ισότητας και της δικαιοσύνης, με κανόνες αναγκαστικού δικαίου (jus cogens). Αν και οι αρχές αυτές είχαν ήδη τεθεί κατά βάση από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ιδίως εκείνο της κλασσικής εποχής και της Κωδικοποίησης του Ιουστινιανού, απέκτησαν μεγαλύτερο κύρος γιατί θεωρήθηκαν ότι συμβάλλουν, όχι μόνο στη εφαρμογή του δικαίου, αλλά και στη θεμελίωσή του που πηγάζει από το Λαό (όλους τους πολίτες) και για το Λαό, όπως έγινε δεκτό μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την Κωδικοποιημένη αναθεώρηση του Δικαίου που ακολούθησε τόσο στη Γαλλία , όσο και αλλού στη Ευρώπη, περνώντας, έτσι, από το Παλαιό Καθεστώς (Ancien Regime), μείγμα Ρωμαϊκού και Φεουδαρχικού Δικαίου της υποταγής και της ανισότητας, στο σύγχρονο δίκαιο της συμμετοχής, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Πράγματι, τόσο ο Γαλλικός Αστικός Κώδικας του 1804/1805, όσο και οι άλλοι Αστικοί Κώδικες που ακολούθησαν στην Ευρώπη (Αυστριακός, Γερμανικός, Ελβετικός, Ελληνικός, Ιταλικός κ.ά.)βασίζονται στην ισότητα των υποκειμένων του δικαίου, φυσικών (ατόμων) ή νομικών (συνόλων προσώπων ή περιουσιών), που έχουν τα ίδια κατ’ αρχή δικαιώματα και υποχρεώσεις στις σχέσεις και συναλλαγές που καταρτίζουν μεταξύ τους, ισότητα που εξασφαλίζεται τόσο με κανόνες ενδοτικού δικαίου, όσο και με κανόνες αναγκαστικού δικαίου
Κατάλοιπα της φεουδαρχικής σύλληψης του δικαίου παρέμειναν στο Αγγλικό δίκαιο και (σε διαφορετικό βαθμό) στα άλλα δίκαια που υπέστησαν την επίδρασή του, δηλαδή τα δίκαια της οικογένειας του Common Law (= Κοινού Δικαίου νομολογιακής προέλευσης), όπως ονομάζονται τα δίκαια αυτά (Αμερικανικό, Αυστραλιανό και Νεοζηλανδικό, και ορισμένων άλλων κρατών πρώην αποικιών της Μεγ. Βρετανίας) που δεν υπέστησαν την έντονη επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου, σε αντίθεση με εκείνα της ηπειρωτικής Ευρώπης ή και αλλού (Ν. Αμερική κυρίως) που υπέστησαν την επίδραση αυτή και ανήκουν γι’ αυτό στην οικογένεια του Civil Law (= Αστικού Δικαίου νομοθετικής προέλευσης): έτσι, στα δίκαια αυτά (Common Law), αν και όλα τα άτομα (άνθρωποι) είναι πλέον μόνο υποκείμενα δικαίου, το καθεστώς της προσωπικότητας συνέχισε με διάφορες παραλλαγές να διαφοροποιείται, ανάλογα με την καταγωγή και τη σχέση τους ή μη με διάφορα τιμάρια (και αντίστοιχους τίτλους) επί της γης. Αυτό ισχύει ακόμη και μέχρι σήμερα στο Αγγλικό δίκαιο, τόσο ως προς την προσωπική κατάσταση, όσο και ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα (estates) επί της γης, που διαφοροποιούνται κατά περίπτωση ως προς το κοινό καθεστώς που διέπει όλους τους πολίτες (υπηκόους του στέμματος). Στα υπόλοιπα δίκαια της οικογένειας αυτής έχει εκλείψει μεν η διαφοροποίηση ως προς το καθεστώς των προσώπων, αφού δεν υπάρχουν τίτλοι ευγενείας κατάλοιπα της φεουδαρχίας, εξακολουθεί όμως ναδιατηρείται η διαστρωμάτωση επί των περιουσιακών στοιχείων και της ιδιοκτησίας, ως αποτέλεσμα της πλήρους ελευθερίας της ατομικής βούλησης, η οποία μπορεί να δημιουργεί απεριόριστο αριθμό δικαιωμάτων (ενοχικών ή εμπραγμάτων) επί των περιουσιακών στοιχείων με βάση την αρχή της «κατάτμησης ιδιοκτησίας» (fragmentation of owenership). Αν και το άτομο (άνθρωπος) είναι πλέον σε όλα τα γνωστα νομικά συστήματα ελεύθερο υποκείμενο του δικαίου και συμμετέχει στη δημιουργία του Δικαίου, εξακολουθεί να διαφοροποιείται τόσο ως προς το περιεχόμενο της προσωπικότητάς του αυτής, όσο και κυρίως σε σχέση με τα περιουσιακά του στοιχεία: πιο συγκεκριμένα, τα δίκαια της οικογένειας του Common Law (Αγγλοαμερικανικά κλπ) δίνουν μεγάλη ελευθερία στη βούληση του προσώπου (φυσικού ή νομικού), που θεωρούν ως κύρια, αν όχι και αποκλειστική πηγή του Δικαίου, ενώ εκείνα του Civil Law (της Ηπειρωτικής Ευρώπης, Ν. Αμερικής και αλλού, ρωμαιογερμανικής προέλευσης), θεωρούν ως συνδημιουργούς του δικαίου, τόσο την ατομική (ιδιωτική) βούληση, όσο και τη συλλογική (κοινωνική) βούληση, η οποία και εξασφαλίζει (με τους νόμους κυρίως) τόσο την ελεύθερη έκφραση της πρώτης, όσο και την ισότητά της στα πλαίσια των συναλλαγών, συμπληρώνοντας την με κανόνες ενδοτικού δικαίου, ή διορθώνοντάς την σε περίπτωση οικονομικής ή άλλης ανισότητας με κανόνες αναγκαστικού δικαίου.
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν τα δίκαια των χωρών του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», μέχρι και την πτώση του στα τέλη του περασμένου αιώνα. Τα δίκαια αυτά, τα οποία διαμορφώθηκαν και λειτουργούσαν στα πλαίσια της κοινωνίας που είχε οργανωθεί σύμφωνα με τη Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία, κατά την οποία η εργατική τάξη είχε αναλάβει να διαμορφώσει μια αταξική κοινωνία, όπου το δίκαιο θα έπαυε να έχει καταναγκαστικό και θα αποκτούσε διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα, διατηρώντας όμως μέχρι την επίτευξη του στόχου αυτού τον έντονα καταναγκαστικό χαρακτήρα και θα προερχόταν από την κοινωνική και μόνο βούληση, στην οποία πρωταρχικό και καθοδηγητικό ρόλο θα διαδραμάτιζε η εργατική τάξη και η βούλησή της: έτσι, κατά τη σύλληψη αυτή, όπως διαμορφώθηκε τελικά γύρω στο 1930, ιδίως από σοβιετικούς νομικούς (Βισίνσκυ, Στούτσκας, Πασουκάνις κ.ά), η εργατική τάξη οργάνωνε και κατεύθυνε τη λειτουργία της κοινωνίας σύμφωνα με το δίκαιο που προέρχονταν κυρίως αν όχι και αποκλειστικά από την συλλογική (κοινωνική) βούληση που εξέφραζε τη βούληση της εργατικής τάξης. Η ιδιωτική (ατομική) βούληση μικρή θέση κατείχε στο νομικό αυτό σύστημα, προκαλώντας απλώς την εφαρμογή του με την κατάρτιση σχέσεων που ελέγχονταν πλήρως από το κοινωνικής προέλευσης δίκαιο. Η σύλληψη αυτή αντιστοιχούσε με το ότι όλα τα μέσα παραγωγής δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά ανήκαν στο κοινωνικό σύνολο (Κράτος και άλλες τοπικές και συλλογικές οντότητες που λειτουργούσαν κατ’ εξουσιοδότησή του). Περιορισμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς αναγνωριζόταν στα προσωπικά αντικείμενα (ρούχα και εργαλεία για τη δουλειά του ατόμου, αλλά και στέγη για την κατοικία του), στα οποία μπορούσε να έχει περιορισμένη επέμβαση η ατομική βούληση, ως προς την απόκτηση και μεταβίβασή τους.
ΙΙΙ.- Η πτώση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο την αποκατάσταση της ιδιωτικής βούλησης στη συγκρότηση της κοινωνίας και τη διαμόρφωση του δικαίου που διέπει τις βιοτικές σχέσεις των ανθρώπων στα κράτη όπου είχε επικρατήσει προηγουμένως το κοινωνικό-οικονομικό αυτό σύστημα, αλλά, από αντίδραση προς αυτό, και την εντατικοποίηση του ρόλου της ιδιωτικής βούλησης στη συγκρότηση της κοινωνίας και τη διάπλαση και εφαρμογή του Δικαίου.Η αντίδραση αυτή βρήκε κατ’ αρχή πρόσφορο έδαφος στα πλαίσια των νομικών συστημάτων της οικογένειας του Αγγλοαμερικανικού δικαίου (Common Law), όπου η ιδιωτική αυτή βούληση είχε ήδη δεσπόζουσα θέση: έτσι, έγινε προσπάθεια να απελευθερωθεί από τους όποιους περιορισμούς της επέβαλαν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, με τη λεγόμενη απορρύθμιση (deregulation) του δικαίου και ιδίως κλάδων του με έντονο κοινωνικά προστατευτικό χαρακτήρα, όπως το εργατικό δίκαιο και το δίκαιο των επιχειρηματικών συμπράξεων, αλλά και έντονο κανονιστικό και ρυθμιστικό χαρακτήρα, όπως το δίκαιο των συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Στους κλάδους αυτούς και όχι μόνο οι ρυθμιστικοί και προστατευτικοί κανόνες περιορίζονταν στο ελάχιστο και η ιδιωτική βούληση ήταν ελεύθερη να καταρτίσει σχέσεις και να τους δώσει το περιεχόμενο που ήθελε: έτσι, το συμβατικό δίκαιο (contracts law) αποτελεί βασική πηγή του δικαίου και μάλιστα κατά μεγάλο μέρος αυτορρυθμιζόμενη. Αυτό οδήγησε στο να εισβάλλει η ιδιωτική βούληση ακόμη και σε χώρους όπου δεν είχε μεγάλη επίδραση στο παρελθόν, όπως το οικογενειακό δίκαιο, με τη δυνατότητα δημιουργίας οικογενειακών δεσμών, π.χ. υιοθεσίας, χωρίς τους κοινωνικούς περιορισμούς του παρελθόντος, όπως η απαγόρευση της υιοθεσίας έναντι χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος. Επίσης, η ελευθερία αυτή της ιδιωτικής βούλησης, συνδυαζόμενη με τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής και ιεραρχικής διαστρωμάτωσης των δικαιωμάτων επί των περιουσιακών στοιχείων, όχι πλέον μόνο επί της γης (real estates), αλλά κυρίως επί κινητών αξιών (όπως μετοχές, ομόλογα και άλλα παραστατικά οικονομικής ιδιοκτησίας), οδήγησε στη δημιουργία γιγαντιαίων οικονομικών οντοτήτων με προσωπικότητα και (ιδιωτική) βούληση τα οποία δημιουργούσαν το δικό τους νομικό πλαίσιο λειτουργίας που ξέφευγε πολλές φορές από εκείνο που έθεταν τα κράτη και τους προστατευτικούς κανόνες που είχαν απομείνει. Τέτοια μορφώματα ήταν πολυεθνικές εταιρείες με πλήθος θυγατρικών εταιριών που έλεγχαν και λειτουργούσαν σε διάφορα κράτη, καθώς και συμπράξεις δικαιόχρησης (master franchiseagreements), που λειτουργούσαν σε πολυεθνικό επίπεδο. Αν ληφθεί υπόψη η διαφορά σε παγκόσμιο επίπεδο των εθνικών νομικών συστημάτων, αλλά και η έλλειψη κατά μεγάλο μέρος ρύθμισης των ιδιωτικών διεθνών σχέσεων με ομοιόμορφους κανόνες διεθνούς προέλευσης, οι οντότητες αυτές είχαν στη διάθεσή τους, εκτός από την οικονομική ισχύ τους που ήταν αποφασιστικός παράγων για τη σύμπτωση της βούλησής τους με εκείνη των αντισυμβαλλομένων τους (καταναλωτών ή μικρότερης οικονομικής δύναμης επιχειρηματιών) και τη δυνατότητα της άγρας συστήματος δικαίου και δικαστηρίων (forum and law shopping), επιλέγοντας με διάφορες μεθόδους και ρήτρες των συμβάσεών τους το πλέον ευνοϊκό για τα συμφέροντα τους νομικό σύστημα, δηλαδή αυτό που παρείχε την μικρότερη προστασία στον αντισυμβαλλόμενό τους.
Η Παγκοσμιοποίηση η οποία ακολούθησε, όχι μόνο οικονομική, εκείνη των αγορών, αλλά και πολιτισμική, εκείνη των ιδεών, είχε ως αποτέλεσμα αυτή η τάση, της έντονης επέμβασης της ιδιωτικής βούλησης στη διάπλαση και την εφαρμογή του δικαίου, να επεκταθεί και σε άλλα συστήματα και ιδίως εκείνα της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου υπήρχε ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής και ιδιωτικής βούλησης. Έτσι, συστήματα Civil Law (ρωμαιογερμανικής προέλευσης) και Common Law (αγγλοσαξωνικής προέλευσης), λίγο διαφέρουν πλέον σήμερα στο σημείο αυτό,αφού η ιδιωτική βούληση έχει πλέον σημαντική επίδραση, όχι μόνο στο περιουσιακό δίκαιο, αλλά και στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, κλάδους με έντονο προστατευτικό χαρακτήρα στα ευρωπαϊκά «αστικά» δίκαια. Όμως εκείνο που είναι πιο ανησυχητικό είναι πλέον ότι η έννοια της ιδιωτικής βούλησης δεν είναι η ίδια: δεν πρόκειται πλέον για την ατομική βούληση του ιδιώτη ή νομικού προσώπου (σωματείου, ιδρύματος, εταιρίας), η σύσταση και η λειτουργία του οποίου (νομικού προσώπου) διαμορφώνεται και ελέγχεται από νομικούς κανόνες ανεξάρτητους από αυτό, αλλά και για οντότητες πανίσχυρες, εξωχώριες και υπερχώριες, οι οποίες δεν υπόκεινται σε άλλους περιορισμούς ως προς τη βούλησή τους, παρά μόνο την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων τους καθώς και των συμφερόντων εκείνων που εκπροσωπούν. Έτσι, για τις οντότητες αυτές οι νόμοι της οργανωμένης κοινωνίας δεν έχουν παρά ελάχιστη και ευκαιριακή εφαρμογή: κυρίως εφαρμόζονται «οι δικοί τους νόμοι» (καταστατικά, συμβάσεις παραχώρησης δικαιωμάτων ή ελέγχου θυγατρικών), αφού αποτελούν οι ίδιες οργανωμένες ανεθνικές και εξωεδαφικές (παρα)κοινωνίες, «νόμοι» τους οποίους συνδέουν αν δεν εξομοιώνουν πλήρως – λανθασμένα βέβαια ακόμη οικονομικά – με εκείνους της Οικονομίας και της Αγοράς. Με τον τρόπο αυτό επανερχόμαστε στο δίκαιο του οικονομικά ισχυρότερου πλέον. Ίσως, και γι’ αυτό κάποιοι θέλησαν, κατά τρόπο τελείως αυθαίρετο και αντιεπιστημονικό, να διακηρύξουν ότι επήλθε το «Τέλος της Ιστορίας», δηλαδή ότι επανήλθαμε στην αρχή της Ιστορίας, όταν ίσχυε το δίκαιο του ισχυρότερου!
IV.- Συμπέρασμα, η Ιστορία, όμως, ούτε τελειώνει, ούτε επαναλαμβάνεται ως φάρσα, όπως ισχυρίζονται, είτε αυτοί που μπερδεύουν τους νόμους του Κράτους με τους νόμους της Οικονομίας (οικονομοκρατεία), είτε εκείνοι που μπερδεύουν τους νόμους της Οικονομίας με εκείνους του Κράτους (νομικισμός, άκρατος κρατισμός), γιατί ούτε προγραμματισμένη με νόμους Οικονομία μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, όπως το έδειξε το πρόσφατο παρελθόν, ούτε Δίκαιο ή ακόμη περισσότερο Δικαιοσύνη μπορεί να αποδοθεί μόνο με νόμους της Οικονομίας, όπως αυτό έχει διαπιστωθεί πλέον διαχρονικά. Και η μία και άλλη αντίληψη είναι αποτελέσματα ιδεολογικού δογματισμού που διαιωνίζεται λόγω και κάποιας ημιμάθειας, η οποία οφείλεται στο ότι σήμερα, με την μεγάλη εξειδίκευση των γνώσεων που έχει επικρατήσει, οι μεν Νομικοί αγνοούν κατά κανόνα την Οικονομία και τους βασικούς κανόνες και αρχές λειτουργίας της, οι δε Οικονομολόγοι αγνοούν, επίσης κατά κανόνα, το Δίκαιο και την Δικαιοσύνη και της αρχές που τα διέπουν. Δηλαδή, και οι μεν και οι δε εξ αυτών, που τα υποστηρίζουν αντιεπιστημονικά, αγνοούν την πραγματικότητα και βλάπτουν…. την Ανθρωπότητα! Οι εξαιρέσεις, ίσως και πολυάριθμες, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Έτσι, η Ιστορία απλώς συνεχίζεται, ανταποκρινόμενη στις συνθήκες που δημιουργούνται και εξελίσσονται συνεχώς, απαιτώντας προσαρμογή σε αυτές με κανόνες δικαίου, που σέβονται τον άνθρωπο και αποβλέπουν να διαχειριστούν τα αγαθά του περιβάλλοντος χώρου κατά τρόπο που να αποδίδουν (διανεμητική) δικαιοσύνη («εκάστω τα ίδια», κατά τον Αριστοτέλη), αλλά και να συμβάλουν στη διατήρηση ή και επαύξηση του φυσικού ή άλλου πλούτου, ώστε να επιτυγχάνεται η δικαιοσύνη αυτή (ορθή κατανομή του πλούτου) κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.-
Eric Fischl (American, b. 1948), Untitled, 1984
Πρόσφατα σχόλια