Εκτόνωση
Pieter Lastman, «Οδυσσέας και Ναυσικά».
του Δ. Μαρωνίτη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/09/2015
Για πρότυπο συνωμοτικής συνεργασίας πρόκειται: ομηρικής, για την ακρίβεια οδυσσειακής. Ανάμεσα σ’ έναν πολύτροπο ήρωα, τον Οδυσσέα, και μια θεά, τα μάτια λάμποντας, την Αθηνά, κόρη του Δία. Γνώριμοι οι δύο μεταξύ τους από την Ιλιάδα, στην Οδύσσεια έγιναν αχώριστοι. Στην αρχή αλλάζοντας όψη και ρόλο, καθένας με τον τρόπο του, μετά απροκάλυπτα. Πράγμα που γίνεται στη δέκατη τρίτη ραψωδία, μοιράζοντας το έπος, σχεδόν ισόποσα, στα δύο. Γι’ αυτήν τη συνωμοτική συναλλαγή γίνεται λόγος εφεξής, αλλού σε παράφραση, αλλού σε μετάφραση.
Οι πρώτοι στίχοι της νέας αρχής: «Εκείνος (ο Οδυσσέας) τη διήγησή του τέλειωσε κι αυτοί (οι Φαίακες) σαν μαγεμένοι, / βουβοί κι αμίλητοι / κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας (για το παλάτι της Σχερίας πρόκειται)». Οπότε ο Αλκίνοος (ο βασιλιάς των Φαιάκων) κόβει τη σιωπή, βεβαιώνοντας πως έφτασε η μέρα να νοστήσει ο ξένος τους, γυρίζοντας μετά από τόσα πάθη στην πατρίδα του, μ’ ένα αυτόματο πλεούμενο, που έμπειροι Φαίακες ξέρουν τα μυστικά του. Είναι η τρίτη μέρα της φιλοξενίας του αυτή, και ο Οδυσσέας περιμένει να βραδιάσει, για να ξεκινήσει: «Πόσο και πώς πεθύμησε το δείπνο ο γεωργός […] να φτάσει η ώρα για το βραδινό του, […] οπότε ξεκινώντας / νιώθει κούραση γλυκιά στα γόνατά του που λυγίζουν, / τόση αγαλλίαση, το φως του ήλιου χαμηλώντας, / χάρισε στον Οδυσσέα».
Ενύπνιος ταξιδεύει εκείνος. «Υπνος ηδονικός, γλυκύτατος, αξύπνητος, λες κι ήταν θάνατος» συντελεί στην απόσβεση των προηγούμενων παθών του. Ενύπνιο τον αποθέτουν οι Φαίακες στο απάνεμο λιμάνι του Φόρκυνα, ασφαλίζοντας τα δώρα του σε μια παράπλευρη σπηλιά, αφιερωμένη στις νύμφες Ναϊάδες. Το άλλο πρωί, ανοίγοντας τα μάτια του, δεν αναγνωρίζει ωστόσο την Ιθάκη. Με μια πυκνή νεφέλη η Αθηνά την έχει κάνει αγνώριστη προσώρας.
Τον πιάνει τότε απελπισία, νομίζοντας πως τον ξεγέλασαν οι Φαίακες, κι αρχίζει να θρηνεί και να χτυπιέται. Στην ώρα της η Αθηνά, με όψη εφήβου, ειρωνεύεται την αμηχανία του, αλλά και ο Οδυσσέας σκαρώνει μια πλαστή ιστορία – την πρώτη, και ιδρυτική, για άλλες δώδεκα που θα ακολουθήσουν. Καμώνεται πως δήθεν σκότωσε τον Ορσίλοχο, τον γιο του Ιδομενέα, στην Κρήτη, που θέλησε ύπουλα να του πάρει τα λάφυρα που έφερνε μαζί του. Ναύλωσε, λέει, τότε ένα καράβι φοινικικό, παραγγέλλοντας να τον αφήσουν κάπου στην Πύλο. Ομως παράφοροι άνεμοι τον ξέβρασαν εδώ, όπου κατάκοπος βυθίστηκε στον ύπνο. Χαμογελά η Αθηνά, κι αλλάζοντας πάλι όψη (φαντάζει τώρα, ψηλή ωραία κόρη), του απλώνει χαϊδευτικά το χέρι της και αποφαίνεται χαμογελώντας:
«Θα πρέπει, αν κάποιος παραβγεί μαζί σου, να παραείναι πονηρός. […] / Είσαι αλήθεια φοβερός, πολύστροφε κι αχόρταγε στους δόλους, / που μήτε εδώ, στην πατρική σου γη, δεν λες να σταματήσεις / σκέψεις απατηλές και ιστορίες πλαστές− / είναι το ριζικό σου αυτό. / Αλλά καιρός να σταματήσουμε τα τέτοια μεταξύ μας, / αφού κι οι δυο μας ξέρουμε καλά την ίδια τέχνη. / Αν είσαι εσύ μες στους θνητούς πρώτος στις αποφάσεις και στα πλάνα λόγια, / εγώ φημίζομαι πως ξεχωρίζω σ’ όλους τους θεούς / και για το ξύπνιο μου μυαλό και για την πανουργία. / Γιατί μην πεις, δεν αναγνώρισες την Αθηνά Παλλάδα. / […] Και θα σου πω μετά ποια βάσανα σου προορίζει η μοίρα / να βαστάξεις ».
Συνάμα η θεά σήκωσε τη νεφέλη κι ο τόπος τώρα φανερώθηκε. […]. Υστερα κάθησαν σαν φίλοι οι δυο τους στης ιερής ελιάς τον ίσκιο, / και πήραν να στοχάζονται τον όλεθρο των αλαζονικών μνηστήρων. Πρότεινε η θεά, και ο Οδυσσέας υπάκουε: να μη φανερωθεί του είπε πρόωρα σε κανέναν, μήτε στην Πηνελόπη. Και όχι απότομες κινήσεις: πρώτα να πάει στο χοιροστάσι του Εύμαιου, μετά σαν ζήτουλας να γλιστρήσει στο παλάτι, όπου τρώνε και πίνουν οι μνηστήρες. Η ίδια αναλαμβάνει στο μεταξύ να φέρει πίσω σώο τον Τηλέμαχο, που ξέμεινε πολύ καιρό στη Σπάρτη, φιλοξενούμενος του Μενελάου και της Ελένης.
Προς το παρόν ο Οδυσσέας χρειάζεται κάλυψη και παραλλαγή, να γίνει αγνώριστος. Το πώς είναι δουλειά δική της, που ακούγεται δύο φορές: την πρώτη ως πρόγραμμα, τη δεύτερη ως πράξη. Συρράπτω την πρώτη με τη δεύτερη: «Υπόσχομαι να είμαι στο πλευρό σου, δεν θα σε λησμονήσω / όταν θα φτάσει η ώρα για το δύσκολο έργο. […] / Ελα τώρα κοντά μου και θα σε κάνω αγνώριστο: στο λυγερό κορμί σου θα σουρώσω το ωραίο σου δέρμα, / θα εξαφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου, θα ρίξω πάνω σου κουρέλια, για να σε σιχαθεί όποιος σε δει ρακένδυτο, / με τσίμπλες θα θολώσω τα περίκαλλά σου μάτια, / να δείχνεις στους μνηστήρες άσημος κι άσχημος». Ετσι μιλώντας η Αθηνά, τον άγγιξε με το ραβδί της. […] Σ’ όλα τα μέλη φάνηκε το πετσί ενός γέροντα που τον βαραίνουνε / τα χρόνια, στο χέρι του έβαλε ραβδί, / του πέρασε στον ώμο σακούλι τρύπιο, λερωμένο / να κρέμεται από φτενό σχοινί. // Κι αφού τα βρήκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν, / πήρε τον δρόμο του ο καθένας».
Οδυσσέας και Ναυσικά
Reblogged στις Manolis.