Το Πετροβούνι εκεί πέρα ολομόναχο…
Του Νίκου Τσούλια
Κανένας δεν ήξερε πώς σχηματίστηκε. Κανένας δεν είχε εξήγηση για το πώς βρέθηκε εκεί πέρα ολομόναχο ανάμεσα στους μικρούς λόφους, μακριά από τη μεγάλη παρέα του Ερύμανθου. Υπήρχαν μερικοί όμως που δεν το έβαζαν κάτω. Θεώρησαν ότι κάποια υπερφυσική δύναμη τους φανέρωσε το μυστικό, έτσι νομίζαμε τότε. Αργότερα που καταλαβαίναμε πιο καλά τα πράγματα και τον κόσμο γύρω μας σκεφτήκαμε ότι μάλλον τα είχαν επινοήσει.
«Είναι και η επινόηση ένα μέρος της σκέψης μας, έστω και αν δεν ακούει στις προσταγές της λογικής. Μα αν κάτι μπορεί να σκεφτεί το μυαλό μας, δεν σημαίνει ότι αυτό κάπου υπάρχει; Αλλιώς τι μπορεί να είναι η επινόηση»; Το σκεφτόμουνα και το ξανασκεφτόμουνα, όταν η ηλικία μου μού έδωσε τη δυνατότητα να ξεκαθαρίζω την πραγματικότητα, αλλά και πάλι οι σκιές και τα ερωτήματα ήταν πολλά.
«Μα αν έχει κάποιο ιερό νόημα, δεν θα έπρεπε να είναι προς την ανατολή ή προς τη δύση, εκεί δεν είναι κολλημένο το βλέμμα μας σχεδόν όλη μέρα˙ του ήλιου το περπάτημα εκεί δεν έχει τις άκρες του»;
Ρωτήσαμε το δάσκαλο όταν κοντεύαμε να τελειώσουμε το σχολείο και είχαμε πάρει κάποιο θάρρος, γιατί δεν επιτρεπόταν και πολλή οικειότητα μαζί του σε εκείνους τους καιρούς.
«Αυτά δεν υπάρχουν μέσα στα βιβλία, είναι υποθέσεις του κάθε τόπου ξεχωριστά. Οι παλιότεροι μήπως ξέρουν τίποτα… Η προφορική παράδοση, η αφήγηση που πάει από στόμα σε στόμα μπορεί να βαστάξει πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια. Μπορεί κάτι τέτοιο να υπάρχει και σε άλλα μέρη».
Τίποτα. Είμαστε ακόμα στο ίδιο σημείο. «Έφευγαν» σιγά – σιγά και οι παλιότεροι και δεν μαθαίναμε τίποτα. Οι περισσότεροι χωριανοί μας βουτηγμένοι μέσα στα προβλήματα της φτώχειας δεν είχαν και καμιά όρεξη να ασχολούνται με τέτοια ζητήματα.
Εμφανίστηκε χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, ήρθε, λέει, από τα βουνά, από τα σύνορα του νομού μας. Μπουκοβίνα, έλεγαν το χωριό του. Ήρθε με καμιά πενηνταριά πρόβατα, εκεί πέρα στη Βίγλα, στα χωράφια του Αμερικάνου, που ήταν πολλά στρέμματα μαζεμένα και οι βοσκότοποι δεν ήταν κομμάτια μικρά όπως στα άλλα μέρη του μικρού χωριού μας. Το θυμόμαστε καλά, οι χωριανοί μας δεν τον δέχτηκαν και με πολύ συμπάθεια. Έμενε και μόνος του. «Άμα ένας άνθρωπος είναι μόνος του ή πολύ παράξενος είναι ή έχει κάνει κάποιο κακό και προσπαθεί να το ξεχάσει», ακούσαμε να λέει ένας παππούς του χωριού. Και οι άλλοι της παρέας έδειχναν να συμφωνούν, γιατί δεν ακούσαμε και την κουβέντα που ακολούθησε αφού μας έδιωξαν.
Σπάνια ερχόταν στο χωριό. «Ερημίτης θα ‘ναι», είπε κάποιο μεγαλύτερο παιδί που πήγαινε στο γυμνάσιο της κοντινής πόλης και είχε έρθει για να γιορτάσει το Πάσχα στο χωριό μας, «και δεν θα ‘ναι σαν τους άλλους ανθρώπους, θα είναι παράξενος».
Όταν πήγαινε στο καφενείο, καθόταν σε μια γωνιά μόνος του πιάνοντας κάποια ξεμοναχιασμένη καρέκλα. Δεν πήγαινε σε τραπέζι ακόμα και αν ήταν πολλά τραπέζια άδεια. Έπινε μόνο τσίπουρο, έλεγαν. Κρατούσε το ποτήρι στο χέρι του μέχρι να το τελειώσει και μετά το πήγαινε ο ίδιος στον πάγκο στο βάθος του καφενείου και το έβαζε μέσα στο νεροχύτη.
Το κέρναγαν όμως οι χωριανοί μας, γιατί είχαν τη φήμη της μεγάλης φιλοξενίας και δεν ήθελαν να χάσουν αυτή τη φήμη από ένα περιστατικό. Αυτός – όσο προλαβαίναμε να δούμε γιατί δεν άφηναν τα παιδιά στο καφενείο – είχε πάντα σκυμμένο το κεφάλι του, το κορμί του ήταν κι αυτό γερμένο προς τα μπροστά και ακουμπούσε στη γκλίτσα του, είχε και μια σκούφια που δεν έβγαζε ποτέ, μερικά παιδιά έλεγαν ότι δεν την έβγαζε ούτε όταν κοιμόταν, και δεν μιλούσε. Άμα τον ρώταγαν πού και πού απαντούσε μονολεκτικά και τίποτα άλλο.
«Έχει μάθει να μένει μόνο τους και δεν πολυανοίγει το στόμα του μην του γίνει συνήθειο και τότε θα έχει ανάγκη την συντροφιά ή μπορεί και να καταλαβαίνει ότι δεν τον πολυθέλουμε γι’ αυτό και μάς κρατάει σε απόσταση», έλεγε και ξανάλεγε ο κυρ Κώστας ο καφετζής. Κι’ αυτό το είχαμε ακούσει κομμάτι – κομμάτι και εμείς προσθέταμε κάθε φορά τα μέρη του που μόλις προλαβαίναμε να ακούμε όταν πηγαίναμε να φωνάξαμε τον πατέρα μας. Και το έλεγε ο κυρ Κώστας χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση ή κανένα σχόλιο, σαν να ‘ταν σίγουρος ότι αυτό συνέβαινε.
Εμείς τον χαιρετάγαμε άμα τον βρίσκαμε στο δρόμο, γιατί φοβόμαστε τον δάσκαλο. Αυτός όμως θεώρησε ότι τον βλέπαμε με άλλο μάτι και άρχισε να μας φιλεύει. Πάντα κρατούσε κάνα αχλάδι ή κάνα μήλο στο χέρι ή και λουκούμι από το καφενείο όταν έφευγε και μας το έδινε. Και όποιος ήταν τυχερός τα βουτούσε και μετά έλεγε και καμιά ιστορία που την είχε πει δήθεν ο γερο-βοσκός.
Άμα ήταν καλός ο καιρός καθόταν (άμα δεν ήταν κανένας άλλος), εκεί στο κούτσουρο στην πλατεία, στο απάγκιο που είχαν βάλει οι γεροντότεροι για να τους βαράει ο ήλιος και να ζεσταίνονται. Εκεί αρχίσαμε να τον πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ, μέχρι που κάποιοι τολμηροί καθίσαμε δίπλα του. Αυτός δεν μάς κοίταζε, τα μάτια του τα είχε πάντα στραμμένα στο χώμα. Όταν μιλούσε, δεν πολυκαταλαβαίναμε αν μιλούσε σε εμάς ή μονολογούσε. Έλεγε ιστορίες από τα μέρη του, όλο βουνά ανέφερε, πρόβατα, γίδια, άλογα και κάθε λογής ζώα. Για ανθρώπους δεν μιλούσε καθόλου.
Κόντευε η Μεγάλη Εβδομάδα εκείνη τη χρονιά. Τις προηγούμενες μέρες είχε φέρει πολλά τυριά και μυζήθρες με το άλογό του και τα είχε αφήσει στο καφενείο. «Γι’ αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη ή έχουν πολλά παιδιά», είπε στον καφετζή και έφυγε χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση.
Ξεθαρρέψαμε πιο πολύ, αφού τρώγαμε και από το βιος του… Συνεννοηθήκαμε να ρωτήσουμε το μπάρμπα – Μήτσο, έτσι τον έλεγαν και έτσι τον φωνάζαμε πια, γι’ αυτό που δεν ήξερε κανένας στο χωριό μας˙ έτσι και αλλιώς από τα βουνά ήτανε.
«Δεν ξέρω, εγώ άκουσα την ιστορία από έναν προπάππου μου, την είχε ακούσει και αυτός από τους παλιότερους. Αυτό το βουνό εκεί πέρα, δεν ξέρω πως το λέτε εσείς εδώ, το Πετροβούνι, που είναι ολομόναχο, μακριά από τα άλλα βουνά, το είχε αποκόψει ο Ηρακλής από τον Ερύμανθο για να φράξει το πέρασμα σε εκείνη τη περιοχή και έτσι να πιάσει τον Ερυμάνθειο κάπρο. Και τα κατάφερε. Αργότερα άκουσα ότι την ιστορία αυτή θα την βάλουν και στα βιβλία. Δεν είναι έτσι; Εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο και δεν ξέρω γράμματα»…
Πρόσφατα σχόλια