Όμορφη Θεσσαλονίκη…
Του Νίκου Τσούλια
Η ομορφιά εκφράζει και διεγείρει αισθήσεις και στοχασμούς με το πρώτο σκίρτημα της εμφάνισής της. Όμως το πώς γεννιέται και το πώς αναδύεται είναι ένα απόλυτο μυστήριο. Υπάρχουν καθολικά στοιχεία με τα οποία αποκαλύπτεται η ομορφιά, αλλά υπάρχουν και επιμέρους στοιχεία ιδιαιτερότητας τόσο για την ίδια όσο και γι’ αυτούς που την προσλαμβάνουν που καθιστούν την όλη εικόνα της αρκετά πολυσύνθετη και μυστηριώδη.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που σε εντυπωσιάζει η ομορφιά και δεν γνωρίζεις το πώς συμβαίνει. Αυτό ακριβώς αισθάνομαι για την ομορφιά της Θεσσαλονίκης. Θεωρώ ότι είναι φοβερά όμορφη πόλη, χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω το πώς έχει γεννηθεί μέσα μου αυτή η γλυκιά εικόνα της.
Αναζητώ εκείνα τα ίχνη που με τον πιο αδιόρατο τρόπο έχουν δημιουργήσει την ιερή εικόνα της εξαίσιας ομορφιάς και απλώς αναρωτιέμαι, χρόνια και χρόνια τώρα. Μήπως επειδή έχω πάθος για τον Αριστοτέλη – αφού τον θεωρώ ως τη μεγαλύτερη μορφή στην ιστορία της ανθρωπότητας – και αυτό το πάθος μετανάστευσε χωρίς να το καταλάβω από τα γειτονικά Στάγειρα στη Θεσσαλονίκη; Μήπως ως πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας ενέχει αυτή η πόλη στη σύγχρονη εποχή το μεγαλείο και την αίγλη του Μ. Αλεξάνδρου; Μήπως διατηρεί κάτι από το Βυζαντινό της χρώμα, αφού αυτή ήταν η μεγάλη πόλη σ’ εκείνους τους καιρούς, η πρώτη και η πιο ονομαστή πόλη για τους Βυζαντινούς αιώνες από όλες τις πόλεις της σύγχρονης Ελλάδας; Μήπως δίνει το στίγμα της σύγχρονης Ελλάδας από την συμμετοχή της στους Βαλκανικούς πολέμους και από τη γέννηση και διεύρυνση του έθνους – κράτους μας; Μήπως είναι ο Λευκός Πύργος και ο Άγιος Δημήτριος που έχουν δημιουργήσει τους δικούς τους και τόσο ξεχωριστούς μύθους;
Μπορεί ωστόσο να είναι και κάποια πιο απλά, πιο πεζά πράγματα. Μπορεί να είναι η όμορφη παραλία της, με τα ξεχωριστά «καφέ» και με το νεανικό της κόσμο να ξεχειλίζει από διάθεση ερωτισμού και φαντασίωσης. Μπορεί να είναι ο μουσικός της κόσμος που γεννάει κάτι διαφορετικό από ό,τι η Αθήνα. Αλλά μήπως ως συμπρωτεύουσα και ως οιονεί αντίπαλος της Αθήνας, της πόλης – έκφρασης της εξουσίας, η Θεσσαλονίκη λογίζεται από άγνωστες πτυχές της σκέψης μας ανεπαίσθητα στο πεδίο του λαού και της κοινωνίας και ως εκ τούτου διεγείρει τη συμπάθειά μας;
Η Θεσσαλονίκη είναι πόλη της ιστορίας αλλά και πόλη του μέλλοντος, πόλη των συναισθημάτων αλλά και πόλη του ορθολογισμού. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο «ιστορικό ερώτημα», με μια «κρίσιμη πρόκληση» – όσο καμιά άλλη πόλη της χώρας μας. Θα γίνει η Θεσσαλονίκη πόλη – έξοδος της Βαλκανικής ενδοχώρας στη Μεσόγειο και πόλη – σύνδεσμος της ίδιας περιοχής με την Ευρώπη και θα δημιουργήσει μια τροχιά πολύπλευρης ανάπτυξης και πολιτιστικής δημιουργίας ή θα μείνει μέρος του «βαλκανοποιημένου» νοτιοανατολικού μέρους της γηραιάς ηπείρου εγκλωβισμένη στις εθνικιστικές διενέξεις και στις αντι-ιστορικές επιδιώξεις γειτονικών χωρών;
Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη – αιχμή του ελληνισμού στο μεγάλο ζήτημα των εθνικιστικών διεκδικήσεων της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αντί να συναντήσει την ειρηνική διάθεση του γειτονικού λαού για συνεργασία και δημιουργική ανάπτυξη, συναντά απαράδεκτες από κάθε άποψη επεκτατικές βλέψεις μέσα από την πιο εξωφρενική αντιστροφή της ιστορίας που γνώρισε ποτέ τουλάχιστον Ευρωπαϊκή χώρα. Γιατί ποτέ δεν έχει εμφανιστεί κάποιο έθνος να «επικαθίσει» επί της ιστορίας άλλου λαού, σε αντίθεση ακόμα και με τα δικά του εθνογραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά στοιχεία.
Η Θεσσαλονίκη είναι υποχρεωμένη να απεγκλωβιστεί με ό,τι την καθηλώνει στο παρελθόν. Μπορεί να εκφράσει τη σύγχρονη ελληνική άποψη στη βαλκανική ενδοχώρα για μια ειρηνική και πολλαπλά ωφέλιμη συνεργασία γι’ όλους τους λαούς της περιοχής. Η πλούσια ιστορία της και ιδιαίτερα ο παλιότερος πολυπολιτισμικός της χαρακτήρας αλλά και η απόλυτα φιλική στάση του λαού μας και η θέλησή του για ένα φωτεινό μέλλον είναι ουσιώδη στοιχεία για να συνεργήσουν στην αλλαγή του σημερινού μετέωρου σκηνικού στην περιοχή των Σκοπίων.
Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη οφείλει – κατά τη γνώμη μου – να λύσει και δύο εκκρεμότητες. Η μία αναφέρεται στις σχέσεις της με την Αθήνα. Έχει ως ένα βαθμό δίκιο να ασκεί κριτική ως προς το συγκεντρωτισμό της πολιτικής που μορφοποιείται στην πρωτεύουσά μας, την Αθήνα. Αλλά όταν αυτή η κριτική παίρνει μορφές εμμονής και αποκτά και στοιχεία «κατωτερότητας», τότε η κριτική χάνει το δημιουργικό της χαρακτήρα και αναγκαστικά υποβαθμίζεται. Και αυτή η νοοτροπία επεκτείνεται και σε άλλα πεδία και ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο. Η δεύτερη είναι εκκρεμότητα που αφορά την επιλογή των τοπικών αρχόντων της σε σχετικά πρόσφατες εποχές. Είχαν εκλεγεί Δήμαρχος και Νομάρχης, οι οποίοι όχι μόνο αποδείχτηκαν και άρχοντες στη διαφθορά, αλλά και εξέφραζαν μια υποκουλτούρα που αδικούσε την ιστορία και το μέλλον της πόλης. Είχαν καμιά σχέση η αισθητική και η κουλτούρα του πρώην Νομάρχη Ψωμιάδη και του πρώην Δημάρχου Β. Παπαγεωργόπουλου με την ιστορία, με την κουλτούρα αλλά και με τις σημερινές προκλήσεις και με την ομορφιά της Θεσσαλονίκης;
είχα υπηρετήσει για δυο χρόνια ως προϊστάμενος μιας δημόσιας υπηρεσίας στη Θεσσαλονίκη και διαπίστωσα ότι οι κατά τα άλλα θαυμάσιοι Θεσσαλονικείς έχουν φοβερό κόμπλεξ με την Αθήνα,ότι δήθεν τους αποξενώνει!Ρε παιδιά τους έλεγα δεν είναι έτσι τα πράγματα δεν υπάρχει τίποτα εναντίον σας!Όχι επέμεναν και δεν αγόραζαν ούτε αθηναϊκές εφημερίδες!
ειχα υπηρετησει φαντάρος στη Σαμο 2 χρονια. Μολις από την πρωτη μερα ειπα ότι είμαι απο θεσσαλονικη για 1 μηνα ετρωγα ξυλο, και με φωναζαν η βουλγαρο η τουρκο. Το 90% των φανταρων ηταν από Αθηνα και Πειραια
Δυστυχώς έχουμε πολλή απαιδευσία, αμορφωσιά και βαρβαρότητα.
Αυτές οι αντιπαλότητες είναι δείγμα απόλυτης παρακμής.
Σε κάθε περίπτωση, η Θεσσαλονίκη θα είναι «πόλη – καμάρι» όλων των Ελλήνων.Ελπίζω να γίνει η πόλη που θα συνεργήσει στην προαγωγή της συνεργασίας μας με τις χώρες των Βαλκανίων και θα ανοίξει δρόμους ανάπτυξης και προοπτικής.