Όταν το “υποκειμενικό” συγκρούεται με το “αντικειμενικό”…
Του Νίκου Τσούλια
Ο καθένας μας δημιουργεί τη δική του προσωπική χώρα της πραγματικότητας μέσα στη γενικότερη επικράτεια της πραγματικότητας, χώρα προσωπική που είναι εν μέρει μόνο προσβάσιμη από τους άλλους και αυτό εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη δεκτικότητα και τη θέληση κάθε ατόμου που δημιουργεί αυτή την προσωπική του πραγματικότητα. Και έτσι η ζωή μας κυλάει ανάμεσα στις δυο αυτές πραγματικότητες άλλοτε με κάποια δόση αρμονίας, άλλοτε σε κατάσταση πλήρους ασυμφωνίας και άλλοτε με ένα μίγμα αυτών των δύο εκδοχών.
Η προσωπική πρόσληψη της πραγματικότητας δεν είναι μόνο στοιχείο της υποκειμενικότητας αλλά και της αντικειμενικότητας, ακριβώς γιατί η υποκειμενική εικόνα που έχει κάθε άτομο (και όλα τα άτομα) είναι για τους υπόλοιπους ανθρώπους μια αντικειμενική όψη της πραγματικότητας. Αλληλοεξαρτάται και αλληλοσυνδέεται λοιπόν το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, χωρίς να είναι πάντα εύκολα η μεταξύ τους διάκριση.
Τι γίνεται όμως όταν το υποκειμενικό συγκρούεται ευθέως με το αντικειμενικό, όταν η προσωπική μας πραγματικότητα έρχεται σε ρήξη με την αντικειμενική πραγματικότητα; Τότε ο άνθρωπος αποσυντονίζεται, νιώθει την λειτουργικότητά του να απορυθμίζεται, βιώνει μια ψυχολογική κατάσταση αναταραχής και ο συναισθηματικός του κόσμος είναι αλαφιασμένος, μετέωρος και ανασφαλής. Η ίδια η αίσθηση της ζωής χάνει την ουσία της, ακόμα και όταν το προηγούμενο διάστημα ήταν μόνο μια πεζή και ανούσια καθημερινότητα που χαρακτήριζε τη ζωή μας.
Αν αρρωστήσει κάποιος, τα βλέπει όλα τα πράγματα διαφορετικά. Αν καταλάβει ότι η αρρώστια είναι ανίατη και επώδυνη, τότε ανατρέπεται όλη η εικόνα που έχει για τη ζωή του, για τον εαυτό του, για τους άλλους. Αν ο άνθρωπος νιώσει ότι κάπως έχει προσδιοριστεί η λήξη της ζωής του, τότε μαυρίζουν τα πάντα γύρω του και χάνει ένα σημαντικό μέρος των αισθήσεών του. Βέβαια, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ποτέ δεν ξέρουμε τη λήξη της ζωής μας, αλλά αυτό είναι διαφορετικό γιατί ο άνθρωπος αισθάνεται τη ζωή του χωρίς συγκεκριμένους χρονικούς περιορισμούς. Αν όμως κάτι – μια ασθένεια για παράδειγμα – του θυμίσει όχι γενικά και αόριστα αλλά συγκεκριμένα το πεπερασμένο της ζωής του, τότε όλα αλλάζουν. Δεν βλέπει όπως έβλεπε. Οι εικόνες που γεύεται δεν έχουν το συνηθισμένο περιεχόμενο. Η ομορφιά της φύσης δεν του προκαλεί μια κάποια αγαλλίαση· αντίθετα γίνεται εικόνα εφιαλτική, γιατί του καταδεικνύει με εμφαντικό τρόπο το ότι από κάποια στιγμή και μετά δεν θα μπορεί να τη γευθεί. Δεν ακούει όπως άκουε. Οι ήχοι μοιάζουν απόμακροι και ειρωνικοί. Η γεύση γίνεται πικρή, ακόμα και το νερό που πίνει διψασμένος δεν προκαλεί την ευχαρίστηση που όλοι ξέρουμε.
Αν πάνε τα πράγματα ακόμα πιο πέρα στις αβύσσους της δυστυχίας, τότε οι εικόνες γίνονται ακόμα πιο εφιαλτικές. Πώς μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της σε τροχαίο δυστύχημα; Πώς ο υποκειμενικός της κόσμος μπορεί να συμβαδίσει με τον αντικειμενικό κόσμο; Αυτή η δραματική σύγκρουση μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απόγνωση και στην απελπισία, μπορεί να τον μεταφέρει σε έναν κόσμο διαρκών ψευδαισθήσεων. Ουσιαστικά τότε έχουμε μια μερική απώλεια προσωπικότητας, μια αλλοίωση του κόσμου του υποκειμένου και ο άνθρωπος νιώθει ότι αιωρείται μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού τόπου και χρόνου. Μπορεί δε να επισυμβεί και ρηγμάτωση στο στερέωμα της συνείδησης και ο άνθρωπος να αισθάνεται μόνιμα χαμένος και αλλοπαρμένος.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα κληθεί είτε η θρησκοληψία είτε ένα ανορθολογικό μεταφυσικό στερέωμα να τον «φιλοξενήσει» ίσως για μόνιμα. Και το πιο πιθανό να μετασχηματιστεί η σκέψη του γενικά σε στοχασμούς ψυχικής εσωστρέφειας και κατάθλιψης. Όταν ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να έχει επαρκή ερμηνευτικά εργαλεία για να δίνει εξηγήσεις στα βασικά γεγονότα της ζωής του, όταν νιώθει ότι χάνεται σε σκόρπιες σκέψεις – που δεν είναι σίγουρος τι είναι δικό του και τι ξένο -, τότε έχει παραιτηθεί από κάθε ορθολογικό στοχασμό και αφήνεται στα όποια σκοτεινά ρεύματα γεννηθούν από το υποσυνείδητό του.
Αλλά οφείλουμε να σημειώσουμε και το εξής στοιχείο. Η κυρίαρχη τυποποιημένη ανάγνωση της πραγματικότητας οδηγεί σε στερεότυπα και σε ισχυρά παγιωμένες προκαταλήψεις, με αποτέλεσμα ο,τιδήποτε συμβαίνει έξω απ’ αυτή την τυποποίηση να ταράσσει την ανθρώπινη σκέψη. Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Κάθε ημέρα και για μεγάλο χρονικό διάστημα στον μικροπερίγυρό μας συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια, στην εργασία μας και στο σπίτι μας. Αν όμως μια μέρα γίνει ένας καταστρεπτικός σεισμός – που είναι σαφώς ένα «απλό» φυσικό συμβάν με μια πολύ απλή εξήγηση -, τότε ο όλος τρόπος συλλογισμού μας αναταράσσεται και δείχνει αδύναμος να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις.
Παράλληλα, η σκέψη του ανθρώπου έχει αποκτήσει μια περίεργη κρούστα «βεβαιότητας», θεωρεί ότι οι έννοιες καλό και κακό αφορούν τη φύση όσο και τον άνθρωπο και αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε κάποια υπερφυσική δύναμη επεμβαίνει και διαταράσσει το όλο σκηνικό! Πρόκειται για μια νοητική κατασκευή, για μια αυθαίρετη υποκειμενική σύλληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δημιουργεί ψευδαισθήσεις και αυταπάτες στον άνθρωπο και τελικά με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος αυτοχειραγωγεί τη σκέψη του και καταλήγει να είναι έρμαιο των ασυνείδητων ενεργειών του.
Για να σηκώσει το βάρος ο άνθρωπος σ’ αυτές τις περιπτώσεις οφείλει να καλλιεργήσει δύο πεδία, εκείνα της αγάπης και της γνώσης. Η αγάπη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο όταν ερημώνει η ψυχή του, όταν η απόγνωση φωλιάζει για τα καλά στη ζωή του. Και η ουσιαστική γνώση, ο βαθύς στοχασμός μπορούν να σπάσουν το κέλυφος των προκαταλήψεων και της τυποποίησης της πραγματικότητας και να δώσει μια ερμηνεία σ’ ό,τι εμφανίζεται ως ανερμήνευτο. Μπορούν να μη λύνουν το πρόβλημα, αλλά μπορούν να συμφιλιώνουν εν μέρει το «υποκειμενικό» με το «αντικειμενικό» όταν εμφανίζονται σε κατάσταση ασυμβατότητας. Μπορούν να αμβλύνουν το πρόβλημα και να δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αγωνιστεί για τη ζωή του από καλύτερες συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές.
Πρόσφατα σχόλια