Καλοκαιρινό…
Αδαμάκης Γιάννης, Ο κήπος
Με την ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 30.6.2013
Ζέστη και καύσωνας στον κάμπο της Ηλείας…Φρυγμένο καλοκαίρι, τσουρουφλιστά δένδρα, μελαψοί άνθρωποι, εξαντλημένα οικόσιτα, εντούτοις καταπράσινα αμπέλια και χρυσαφιά λιοστάσια…
Ηδη μαζεύονται τα τελευταία καρπούζια, αναζητώντας αγορές με τιμή κάτω από 12 λεπτά το κιλό, υπάρχει και λίγη τομάτα. Το αραποσίτι ρουφάει νερό σαν βατράχι και μεγαλώνει! Από μακριά ο κάμπος αχνίζει… φως, ιδιαίτερα τις ώρες του μεσημεριού. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να παράγει αυτός ο κάμπος, αν το καλοκαίρι δεν ζεμάταγε τη γη σε σημείο βρασμού, προϋπόθεση για την ωρίμανση που παρασύρει κι εμάς, όπως τα φρούτα!
Παρά το καμίνι, όμως, πάντα δροσίζει το βράδυ, όταν τα ποτίσματα τελειώνουν και ξεδιψάει το χώμα. Η ζέστη μάς αποπροσανατόλισε εντελώς, άδειασε καφενεία και πλατείες, κανείς δεν μένει πια εκεί μετά τις 10 το πρωί να κουβεντιάσει τα τρέχοντα. Ζέστη και βουβαμάρα, δηλαδή, ζέστη και «κρυάδες», σύγκρυο κοινώς, που επιβάλλει η δικομματική κι εκείνες οι επιλογές σε κυβερνητικά πρόσωπα και… θάματα! Ανάποδα όλα, σαν να υπακούσαμε ξαφνικά σε μια εντολή «πάρ’ το αλλιώς» από κάποιο αδιόρατο υποβολείο… Αυτή η αδυσώπητη ανατροπή με γυρνά πίσω, σε δικά μου παραμύθια, εκεί όπου άρχισε να ξετυλίγεται η κόκκινη κλωστή μιας εντελώς προσωπικής αφήγησης, που έχει νοσταλγία και μαζί… πλάκα. Σαν φάρσα μοιάζει, ευφρόσυνη όμως, η διαδρομή που απολαμβάνω πια «δεμένη» σε μιαν άκρη με την ασφάλεια της απόστασης με 35 υπό σκιάν.
Εκείνο το καλοκαίρι, καταμεσής της χούντας, κι εγώ «στας Αθήνας», που άστραπταν από μια πρωτοφανή γυαλάδα πρωτευούσης. Επαρχιώτις ακραία, πήγαινα κι ερχόμουν από το φροντιστήριο στο σπίτι, διάβαζα λιγουλάκι ανάμεσα στις περαντζάδες, για να μπω στο πανεπιστήμιο, να γίνω «ακαδημαϊκός» πολίτης. Φορούσα κάτι ωραία φουστανάκια μίνι, ήταν μόδα τότε η Μαίρη Κουάντ, περνούσα και στο βλέφαρο μια λεπτή γραμμή eyeliner… Είχα αγοράσει ένα ζευγάρι εσπραντρίγιες από του Λαμπρόπουλου, μαζί μ’ ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, που έμοιαζαν με σιδηρούν προσωπείον, αλλά μου άρεσαν.
Από πολιτική δεν σκάμπαζα γρυ, ήμουν όμως έτοιμη σαν ώριμο φρούτο να τη «σπουδάσω». Ο καθηγητής Ανθρωπολογίας στο φροντιστήριο, από τας Καλάμας (πληθυντικές ήταν οι περισσότερες πόλεις της χώρας τότε), μόλις είχε πάρει πτυχίο Ιατρικής, μας δίδασκε μαζί με τα ανθρωπολογικά και διάφορα «σεξουαλικά»… Επειδή όμως εμείς τα επαρχιωτάκια, παρά τις καλές προθέσεις, δεν ξέραμε και πολλά για τον… πολλαπλασιασμό, ντρεπόμασταν ιδιαιτέρως, όταν έφθασε στο κεφάλαιο για την αναπαραγωγή και το γεννητικό σύστημα του ανθρώπου… Θυμάμαι ακόμα -και κοκκινίζω αναδρομικά- την ερώτησή του στις συμμαθητριούλες μου, που προέρχονταν από όλες τις πόλεις και τα χωριά της ελληνικής επαρχίας: «Από τι αποτελείται το γεννητικό σύστημα του θήλεος;». Απάντηση καμία, κανένα χέρι θηλυκό ή αρσενικό δεν σηκώθηκε, ώσπου ο καθηγητής, γελώντας ειρωνικά, απευθυνόμενος σε εμένα προσωπικά ετόλμησε: «Ωχού! Τι στο καλό, μεγάλες γυναίκες είστε, αν δεν ξέρετε τι έχετε μέσα στο βρακί σας;»!
Δεν έχω ντραπεί περισσότερο στη ζωή μου, στον ενήλικο βίο μου, ούτε έχω έρθει ποτέ αντιμέτωπη με τέτοια προσβολή… Εσωτερικά τον καταράστηκα εκείνη την ημέρα τον καθηγητή. Και χρόνια μετά -φεμινίστρια πια- ένιωσα του κόσμου τις ενοχές, όταν έμαθα τον πρόωρο θάνατό του από εγκεφαλικό επεισόδιο… Το έμαθα φυσικά, γιατί ο δάσκαλός μας εκείνος προήχθη τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης σε πολιτικό μεγάλου κόμματος, έγινε και κυβερνητικό στέλεχος, πρόλαβε και λίγα χρόνια «αλλαγής»…
Τα θυμάμαι αυτά, καθώς σκαλίζω τις βάσεις των Πανελλαδικών και ξαναζώ τις παλιές αγωνίες για τα αποτελέσματα, που μας άνοιξαν δρόμους φωτός ή σκότους – ακόμα δεν αξιολογήθηκε η διαδρομή με ειλικρίνεια. Σαράντα χρόνια και κάτι από τότε, επιμένω να περνάω eyeliner στο βλέφαρο και να διαβάζω… Οπως έκανα κι εκείνο το πρώτο μου καλοκαίρι στας Αθήνας. Μαζί με τη Φυσική του Μάζη, τη Χημεία Μανωλκίδη και την Ανθρωπολογία του εκλιπόντος, είχα την ευκαιρία να βουτήξω από Λουντέμη μέχρι Χάρπερ Λι, από Στάινμπεκ μέχρι Κρόνιν, από Καραγάτση μέχρι Χέμινγουεϊ…
Την άκρη αυτής της κόκκινης κλωστής εξακολουθώ να κρατώ μέχρι σήμερα πιστά, συνεχίζοντας το ταξίδι, απολαμβάνοντας ακόμα γεύσεις και «πλάκες». Δεν έμεινε τίποτε άλλο θαρρώ να του παραδοθείς μέσα στον αδυσώπητο καύσωνα…
Αδαμάκης Γιάννης, Στον Πειραιά
Πρόσφατα σχόλια