Αρχική > πολιτισμός, σχολείο > ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

 

Του Γ. Θωμόπουλου, 3ο Γενικό Λύκειο Ζωγράφου

" Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, νάρθουν τα χελιδόνια… "

        Μ’ αυτό το κλέφτικο τραγούδι που εξυμνεί το αδούλωτο φρόνημα του γένους μας κατάφερε ο καθημαγμένος λαός μας να αντέξει την μακροχρόνια δοκιμασία που του επιφύλαξε ο ιστορικός του κλήρος, όταν η κατάρα της Ασίας άπλωσε τα πλοκάμια της και στα Ευρωπαϊκά εδάφη και επέβαλε τον γενιτσαρισμό ως πολιτική καινοτομία, δοξολογημένη από άθλιους κονδυλοφόρους και το ραγιαδισμό ως κυρίαρχη νοοτροπία. Με εκτελεστικά όργανα πολύ συχνά τυφλωμένους ή προσκυνημένους ομόφυλούς μας που σουλτανική χάριτι υποδύθηκαν τις κεφαλές του γένους. Ανάμεσά τους όμως φόρεσαν ράσο τιμημένο εμβληματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού και το έκαναν ένδυμα θυσίας, μαρτυρικό σύμβολο και σχήμα αθανασίας ανεκτίμητο στη συνείδηση όλων των ελευθέρων ανθρώπων: ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο φιλόσοφος, που το 1611 με χίλια παλικάρια ελευθέρωσε τα Γιάννενα και οι Οσμανλήδες τον γδάραν ζωντανό σύμφωνα με τα θέσμια της λαμπρής πολιτιστικής τους παράδοσης.

      Ο φωτισμένος πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, με το διαφωτιστικό κι απελευθερωτικό του έργο στις αρχές του 17ου αιώνα που προηγήθηκε του κινήματος του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και φυσικά εξοντώθηκε. Ο άγιος των σκλάβων εθνεγέρτης Κοσμάς ο Αιτωλός που περιήλθε την αποθηριωμένη από την απαιδευσία Ελλάδα σπέρνοντας με σχολεία κι εκκλησιές τον καλό σπόρο της αφύπνισης και της επαναστατικής προετοιμασίας και κατέληξε απαγχονισμένος. Κι όταν ο γενικευμένος ξεσηκωμός του λαού μας άλλαξε οριστικά τη συνήθη ροή του ιστορικού χρόνου και προκάλεσε μιαν απίστευτη συναστρία των λανθανουσών, αλλά υπαρκτών αστείρευτων δυνάμεων της φυλής, είναι επαρκές να ανακαλέσουμε το παράδειγμα του πιο έντιμου αίματος που πότισε και λίπανε αυτό τον τόπο: του αγιασμένου στη συνείδησή μας, του φρικωδώς ανασκολοπισμένου Θανάση Διάκου. Κι ακόμα του εξωλεστάτου ταραχοποιού εθελομάρτυρος Παπαφλέσσα, για να δοξολογηθεί στους αιώνες το μαύρο ανεπίβατο άτι, το αίμα της φυλής. 

     Άλλοι ωστόσο αρκέστηκαν σε τίτλους και προνόμια: μπέηδες, κοτζαμπάσηδες, δεσποτάδες, κουβικουλάριοι, εξ απορρήτων, ηγούμενοι ευλύγιστοι. Εξαντλήθηκαν σ’ ένα, εύλογο μεν, αλλά ταυτόχρονα εξυπηρετικό για τους κατακτητές, αντιδυτικό μένος ή σε δουλόφρονες Πατρικές διδασκαλίες και λυσσαλέες καταδίκες του κηρύγματος ενός Ρήγα. Σε γενναιόδωρα σουλτανικά φιρμάνια που δώριζαν γαίες κι εξουσίες και έλαμψαν στο στερέωμα ως σουλτανικοί αξιωματούχοι, κήνσορες των ηθικών εκτροπών των υποδουλωμένων και θλιβεροί θεράποντες του ήθους των τυράννων. Έτσι κι αλλιώς η ποίηση, δηλαδή το ποιείν στην ευρεία του έννοια, μάλλον δεν μας βοηθεί να ζήσουμε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο ποιητής, αλλά μας προ-ετοιμάζει να πεθάνουμε. Κι η μοίρα του αληθινού και όχι του εικονικού πνεύματος είναι από παλιά η εξορία. Το αποδεικνύει ως παράδειγμα επιχειρήματος εξ αντιδιαστολής η γελοιότητα των σύγχρονων Τουρκομάχων που εγείρουν εκ του ασφαλούς επαναστατικά λάβαρα με καθυστέρηση αιώνων σε πλατείες κι η ανέξοδη ρητορεία των κάθε λογής Γραικύλων, Φαρισαίων και άλλων ποικίλων εθνοκαπήλων.

         Θέλω να σας μιλήσω σήμερα, αγαπημένα μας παιδιά, για ένα ήθος κι έναν τρόπο, που δεν παζαρεύει, δεν κανακεύεται, δεν εξαπατά, δεν ασχημονεί, δεν ξιπάζεται, που σαν τον έρωτα και την αγάπη, σαν την νοητή δικαιοσύνη, σαν την χάρη της αληθινής παιδείας ουδέποτε εκπίπτει. Γι’ αυτό σκοπεύω να σας θυμίσω ορισμένα μόνον ενδεικτικά παραδείγματα ανθρώπων που γίνονται με την προαίρεσή μας σηματωροί και κήρυκες στον διαρκή αγώνα για μια ζωή εντελέστερη, άθλος πνευματικός, πόθος και όλβος του απολύτου, κατόρθωμα της δίψας μας για αιωνιότητα.

      Θέλω να σας μιλήσω για τη στυγερή δολοφονία του Παναγιώτη Καρατζά, ενός φλογερού πατριώτη, απλού τσαγκάρη, που πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Πάτρας και, επειδή η γενναιότητα και η αξιοσύνη του καθιστούσε κραυγαλέα την ανεπάρκεια των παραγόντων του βαρύγδουπου "Αχαϊκού Διευθυντηρίου", τουφεκίστηκε πισώπλατα από τα τσιράκια των παλαιών τζακιών. Για τον εκπληκτικό Αντώνιο Οικονόμου, στον οποίο δεν συγχωρήθηκε ποτέ από τους όψιμους πατριώτες καραβοκυραίους και προύχοντες το γεγονός ότι ξεσήκωσε τα πληρώματα της Ύδρας και επίταξε τα πλοία τους προσχωρώντας στην επανάσταση την ώρα που οι ίδιοι δυσανασχετούσαν στην ιδέα ότι θα έχαναν τα προνόμια του Οθωμανικού καθεστώτος και με τη συνέργεια ομογάλακτων εκκλησιαστικών τζογλανιών, αφού τον φυλάκισαν, τον δολοφόνησαν αισχρά με αξιοσημείωτο πατριωτικό ζήλο. Θέματα αρχής και τιμής για τους μονοπωλούντες την εθνικοφροσύνη μεταπράττες του θανάτου.

      Θέλω να σας μιλήσω για τον κατατρεγμό που υπέστη ο γέρος του Μωριά, για την καθαίρεσή του και την φυλάκισή του, για την ανείπωτη κόλαση να σου φέρνουν αδερφοσκοτωμένο το παιδί σου κι εσύ να στέκεσαι ατάραχος και προσηλωμένος σ’ αυτό που η καρδιά σου νομοθέτησε ως πατρίδα – πικρή, πικρότατη – ως χρέος – ανοικτίρμον και θανατηφόρο – και ν’ απαντέχεις δίπλα σε τόσους σάπιους και σκάρτους, μέσα σε τόσην ατιμία κι αδιαντροπιά, γιατί – δεν γίνεται αλλιώς – είσαι από τα γεννοφάσκια σου της λευτεριάς ταμένος. Για τον λαμπρό, λαμπρότατο δαίμονα της φυλής μας, τον Αχιλλέα της διαχρονικής Ρωμιοσύνης, τον Γιώργη Καραϊσκάκη. Που το Φαναριώτικο τζογλάνι του ρείζ-εφέντη τον πέρασε από δίκη – παρωδία με την κατηγορία της προδοσίας και, αφού αυτή δεν τελεσφόρησε, έβγαλε την κατάπτυστη Προκήρυξιν των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη και κατάφερε να την υπογράψουν στρατιωτικοί και πολιτικοί αρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος! Μα και για το βόλι το φονικό – που δεν ήταν Τούρκικο – με το οποίο άλλα ομόφρονα τζογλάνια τον ξεπαστρέψαν τελικά ως αφόρητο για τις ραδιουργίες τους παράδειγμα. Στη μνήμη όμως του γένους θα μένουν υποθήκη και εικόνισμα τα απαράμιλλα λόγια του: " Φάγε, ωρέ Βουλπιώτη, φάγε κι εσύ με τον πρίντζιπα και τους καπεταναίους, για να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη. Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσιά μου την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ γρήγορα θα στη γράψω στο κούτελο, να φανεί ποιος είσαι! "

      Θέλω να σας μιλήσω για τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Σουλιώτη καπετάνιο, που όταν ανακηρύχτηκε στρατιωτικός αρχηγός κι είδε την ψώρα της φιλαρχίας να σκιάζει τα πρόσωπα πολλών συναγωνιστών του καπετάνιων και να τους δηλητηριάζει, έσκισε μπροστά τους το δίπλωμα λέγοντας: "Τα διπλώματα αυτά δεν έχουν καμιάν αξία. Τα πραγματικά τα παίρνει κανείς στη μάχη". Κι ύστερα συνάντησε άφοβος τη μοίρα του με ένα εχθρικό βόλι στο κούτελο, αιώνιο τρόπαιο τιμής για τα ξεχωριστά τα παλικάρια. Για τις Σουλιώτισσες που σφάξαν ή πετάξαν τα παιδιά τους κι ύστερα πέσαν κι οι ίδιες στα βάραθρα, για να μην ατιμαστούνε, καταφάσκοντας την αξία της ζωής στη λευτεριά του χάρου, μνημειώνοντας τη στιγμή τους αυτή σε αιωνιότητα και ασύλληπτη ομορφιά.

      Μα πάνω απ’ όλα, θέλω να σας μιλήσω για τον τραγικότατο από τους κατατρεγμένους και πολυσυκοφαντημένους ως προδότες ήρωες αυτής της γενιάς των θεριών, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Τον κατασπαράξαν ανελέητα τα τσακάλια και τα όρνια, τα θρασίμια που συνηθίζουν να εξαργυρώνουν πάντοτε το αίμα και τις θυσίες των άλλων στο χρηματιστήριο των αγοραίων αξιών τους και στο απέραντο θέατρο των κατασκευασμένων εντυπώσεων. Αφού απέτυχαν κατ’ επανάληψη με τους ελεεινούς εντολοδόχους τους να τον δολοφονήσουν ο Κωλέτης κι οι συν αυτώ πολιτικάντηδες, αφού επιχείρησαν ανεπιτυχώς να δελεάσουν κι αυτόν ακόμη τον αδιάφθορο Νικηταρά, στο τέλος με όργανο το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, τον Γιάννη Γκούρα, τον φυλακίσαν σαν ζώο στον Βενετσιάνικο Κουλέ στην ακρόπολη της Αθήνας και τον στραγγάλισαν με απίστευτα βασανιστήρια, για να λάμψει η δικαιο-σύνη τους κι ο πατριωτισμός τους. Τα τελευταία λόγια του, όπως τα διέσωσε αυτήκοος στρατιώτης, προς τους δημίους του πρέπει να στοιχειώνουν κάθε ευαίσθητο άνθρωπο και πατριώτη: " Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ και γιατί ήρθατε τέτοιαν ώρα. Δεν μου λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα, συ μωρέ Γιάννη, γιατί; "

        Στο κατ’ όνομα ανεξάρτητο κράτος που στήθηκε, όπως στήθηκε από τους υψηλούς μας προστάτες, κι, αφού εν τω μεταξύ οι μπέηδες είχαν δολοφονήσει κι έναν λαμπρό πολιτικό, που δεν ήταν του χεριού τους και δεν ήταν μπιστικός καμιάς αυλής ή δύναμης, τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο αγγλόφρων Μαυροκορδάτος κι ο γαλλόφρων Κωλέτης έγιναν κι αυτοί πρωθυπουργοί. Ο και προηγουμένως στιγματισμένος Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο κι η ιστορία κύλησε το νερό της – ή καλύτερα το αίμα της – στ’ αυλάκι που της είχαν διάφορα τζογλάνια προετοιμάσει κι ένας απίστευτος αριθμός επιβιωσάντων αγωνιστών βρέθηκε στην πείνα και στη διακονιά, στην καταφρόνια και στο στιγματισμό της προδοσίας. Πρόκοψαν και εμεγαλύνθησαν διάφοροι Τζουμπέδες, δοξολογήθηκαν κοράκια, ασήμαντοι και απόντες κι ο προδομένος λαός στην απόγνωσή του ύμνησε τη ληστοκρατία, αφού η επίσημη πατρίδα φέρθηκε κατά κανόνα στα λαμπρότερα παιδιά της σαν μητριά.

       Αγαπημένα μας παιδιά, παρά τις ευτέλειες και τις αδικίες, παρά τα καπρίτσια και τις προγραφές, παρά τις συνωμοσίες και τις προδοσίες, τις λιποψυχίες και τον λογισμό του συμφέροντος, δεν είναι άλλη γη ωραιότερη, δεν υπάρχει τόπος πιο ένδοξος από τούτο το αλωνάκι, γιατί και το πιο ταπεινό λιθάρι του είναι βαφτισμένο στο αίμα των παλικαριών του. Διαβήκαν από πάνω του ορδές, διαφεντευτές, επικυρίαρχοι, ιδιοτελείς, προσκυνημένοι, πράκτορες, τζουτζέδες, μεγαλόσχημοι και κούφιοι κι ασχημόνησαν πάνω του, όπως τους υπαγορεύει ο άθλιος τρόπος τους.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους
και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους
και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

         Και μη σκεφτείτε ποτέ πως η έρμη σας πατρίδα σας εγέλασε. Γιατί η πατρίδα της καρδιάς μας δεν είναι αυτή των σαλτιμπάγκων και των εμπόρων, της κωλοτούμπας και του ραγιάδικου ήθους, των εκδουλεύσεων και της διακονιάς, δεν είναι αυτή που δολοφονεί, εξορίζει και βασανίζει τα παιδιά της, αλλά ο παραδείσιος κόσμος των ονείρων και των οραμάτων μας, τα απανταχού θυσιαστήρια των ηρώων γονιών και προγόνων μας, αμόλευτη κι ανέγγιχτη από τους σάπιους, απλησίαστη απ’ τους βαρβάρους και τους δυστυχείς. Γιατί αυτοί δεν την είδαν, δεν την άκουσαν, δεν την ένοιωσαν ποτέ.

Δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε
ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει.
Είναι η Ελλάδα που οι εμπόροι τη μισούνε
και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει.

Την διασώζει ακέραια η φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις και ο χαλασμός στα σπλάχνα μας. Τους Ηρόστρατους και τους Αλαρίχους, όλους τους κατά καιρούς Κλαζομενίους, που κατά το έθος τους αδιάντροπα ασχημόνησαν ποικιλοτρόπως, κανένας δεν τους μνημονεύει στο ψυχοχάρτι που κρατάει συνείδησή του, περηφάνεια του και κληρονομιά του αδιατίμητη ο λαός μας. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

       Τα παιδιά που οργάνωσαν τη σημερινή γιορτή με αίσθημα και θέρμη την αφιερώνουν στον αφανή, τον άσημο, τον άγνωστο στρατιώτη της διαχρονικής μας πατρίδας, τον ταμένο στη λευτεριά και στην αξιοπρέπεια – πρωτίστως των κατατρεγμένων και των αδυνάτων – σ’ αυτόν που άφησε τα κόκαλά του ακόμη και στις εσχατιές της γης ή στη θαλασσινή αχανή επικράτεια, από την ώρα που ο πρώτος άνθρωπος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό μέχρι τους τιμημένους νεκρούς των Ιμίων και των ατέλειωτων αερομαχιών στο Αιγαίο της πρόσφατης ιστορίας μας. Κι ακόμη περισσότερο σ’ όσους επιστρατεύτηκαν στους αγώνες του λαού μας αυτοπροαιρέτως και στρατολογήθηκαν από τη συνείδησή τους. Ζήτω το αδούλωτο, το ελεύθερο φρόνημα των Ελλήνων και των ομοφρόνων ανθρώπων των όπου γης !

Στους αγαπημένους μου μαθητές, στο λαμπρό τους ήθος, στη λεβεντιά τους,
στο αγνό πατριωτικό τους αίσθημα, στην απίστευτην ομορφιά της ψυχής τους!

 

Advertisement
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: