Αρχική > ποιήματα > Ο θείος βράχος

Ο θείος βράχος

 Κλείσιμο Παραθύρου

Βορειοδυτική άποψη του Παρθενώνα, © Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού

 

 

Κωστὴς Παλαμὰς

Ἐσ’ εἶσαι, ποὺ κορόνα σου φορεῖς τὸ Βράχο; ᾽Εσ’ εἶσαι,
Βράχε, ποὺ τὸ ναὸ κρατᾶς, κορόνα τῆς κορόνας;
Ναέ, καὶ ποιός νὰ σ’ ἔχτισε, μὲς στοὺς ὡραίους ὡραῖο
γιὰ τὴν αἰωνιότητα, μὲ κάθε χάρη ᾽Εσένα;

 

Σ’ ἐσὲ ἀποκάλυψη ὁ ρυθμός, κάθε γραμμή, καὶ Μοῦσα·
λόγος τὸ μάρμαρο ἔγινε κι ἡ ἰδέα τέχνη καὶ ἦρθες
στὴ χώρα τὴ θαυματουργή, ποὺ τὰ στοχάζεται ὅλα
μὲ τή βοήθεια τῶν Ὡρῶν τῶν καλομετρημένων,
ἦρθες ἀπάνου ἀπ’ τοὺς λαοὺς κι ἀπάνου ἀπ’ τὶς θρησκεῖες
κυκλώπειε, λυγερόκορμε καὶ σὰ ζωγραφισμένε.

῞Ομοια τὰ πολύτιμα παντοτινὰ μαγνάδια*,
ἴδια στὴ στέγνια, στὴ νοτιά, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι,
ποὺ χέρι δὲν ξεϋφαίνει τα καὶ χρόνια δὲν τὰ φθείρουν
καὶ μάτι δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ, πῶς ἀπ’ ἀρχῆς πλεχτῆκαν
κι ἀνήμπορ’ εἶναι ἡ μαστοριὰ νὰ τὰ ξαναρχινήση,
στοιχειὰ γιατὶ τ’ ἀργάστηκαν ἀπὸ δροσοσταλίδες
καὶ νέραϊδοι μὲ τοὺς ἀφροὺς καὶ ἀγγέλισσες μὲ ἀχτίδες.

Ἔτσι καὶ σύ. Οὔτε δύνοσουν ἀλλοῦ, ναέ, νὰ ζήσης,
παρὰ ὅπου πρωτοφύτρωσες· Ἀνθός, κι ἡ Ἀθήνα γλάστρα.
Στὴν ἴδια γῆ, στῶν ἴδιων σου θεῶν τὸ κατατότι
καὶ ἀπὸ μακάρων αἵματα, ποὺ στάζαν ἑδῶ κάτω
καὶ βοήθαγαν τὴ γέννα τους, φύτρωσες, ὡς φυτρώνουν
οἱ νάρκισσοι κι οἱ ὑάκινθοι καὶ οἱ δάφνες κι ἀνεμῶνες
κι ὅσα ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὸ κορμὶ στοῦ λουλουδιοῦ περνοῦσαν.

Κι ὅπου σοῦ πήρανε βλαστὸ καὶ σπόρο ὅπου σοῦ κλέψαν,
τὸ ξαναφύτρωμα ἄμοιαστο καὶ πάει τοῦ κάκου ὁ σπόρος.
Ναί, τὰ θέμελά σου ἐσὲ δὲν εἶναι ριζωμένα
σὰ νὰ τὴ ’γγίξαν τρίσβαθα τὴν τέλειωση τοῦ κόσμου,
μηδὲ τὸ μετωπό σου ἐσὲ πάει πέρα ἀπὸ τὰ γνέφια,
σὰν πυραμίδας κολοσσὸς ἀπάνου σ’ ἐρμοτόπι
τῆς Ἀφρικῆς. Ἀνάλαφρα κρατᾶν ἐσὲ στοῦ ἀέρα
τὴ διαφανάδα τὴ γλαυκὴ τῶν Ὀλυμπίων τὰ χέρια.

Κι ἡ ἀρχοντικὴ κορφή σου ἐσὲ δίχως θρασὰ νὰ πάη,
γιὰ νὰ χαθῆ στὰ ἀπέραντα, ποὺ μάτι δὲν τὴ φτάνει,
τὸ Πνεῦμα πρὸς τ’ ἀπέραντα ξέρει ἀπαλὸ καὶ φέρνει.
Ἐσένα δὲ σὲ χτίσανε τυραγνισμένων ὄχλοι,
καματερὰ ἀνθρωπόμορφα στρωμένα ἀπ’ τὴ βουκέντρα
φαρμακερὰ καὶ ἀλύπητα δυνάστη αἱματοπότη.

Ἐσένα μὲ τὸ λογισμὸ κι ἐσὲ μὲ τὸ τραγούδι
σὲ ὑψῶσαν τῶν ἐλεύθερων οἱ λογισμοί, ἐκεῖ ὅπου
καὶ ὁ Νόμος σὰν πρωτόγινε τῆς πολιτείας προστάτης
μὲ τὸ ρυθμὸ πρωτόγινε κι ἦταν κι αὐτὸς τραγούδι
καὶ ὁ δαμαστής σου μάρμαρο, Ναέ, καὶ ὁ πλαστουργός σου,
δίχως νὰ ἱδρώση νικητής, δίχως ἀγώνα πλάστης,

Κι ἀκοῦστε! Πρέπει κι ὁ ἄνθρωπος, κάθε φορά, ποὺ θέλει
νὰ ξαναβρῆ τὰ νιάτα του, νάρχεται στὸ ποτάμι
τῆς Ὀμορφιᾶς νὰ λούζεται. Σ’ ὅλα μπροστὰ τὰ ὡραῖα,
νὰ στέκεται ἀδιαφόρευτα καὶ γκαρδιακὰ νὰ σκύβη
προσκυνητής, ἐρωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.

Κι ἀφοῦ ὅλων πάη ταξίματα καὶ μεταλάβη ἀπ’ ὅλα,
πάλι καὶ πάντα νὰ γυρνᾶ σ’ ἐσένα μ’ ἕναν ὕμνο,
μ’ ἐσένα τὸ ξανάνιωμα μ’ ἐσὲ νὰ παίρνη τέλος.

Ποῦ νὰ τὴν βρῶ, καὶ σὰν τὴν βρῶ, ποῦ νὰ τὴν καταλάβω
τῆς καλλονῆς σου τὴν ψυχή, Ναέ, καὶ τῆς ψυχῆς σου
τὸ μυστικὸ πῶς νὰ τὸ πῶ, τί δάχτυλα, ποιά χέρια
θὰ μοῦ τὸ παίξουνε καὶ ποιά πνοὴ θὰ μοῦ κυλίση
τὸ μυστικό σου μέσα μου σὰ ροδοκόκκινο αἷμα,
γιὰ νὰ τὸ κάμω λάλημα, ποὺ νὰ τ’ ἀξίζη ἐσένα;

« Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ »

Κλείσιμο Παραθύρου

Νοτιοδυτική άποψη του βράχου της Ακρόπολης και της νότιας κλιτύος

Κατηγορίες:ποιήματα Ετικέτες:
  1. 10/01/2013 στο 8:09 ΜΜ

    Ο Θείος Βράχος είναι ο δάσκαλος,δεξιοτέχνης,συνθέτης,του τρίχορδου ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.Κατά τη γνώμη μου θα του ταίριαζε το τελευταίο εξάστιχο.Έ!! έχουμε και μείς τη τρέλλα μας…Γειά σου δάσκαλε.

  2. 28/01/2016 στο 2:20 ΠΜ

    Reblogged στις Manolis.

  1. 02/12/2013 στο 4:01 ΜΜ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: