Αναπολώντας τα παλιά και ανθρώπινα
Το κείμενο αφορά το χωριό Αυγή (Κάτω Λουκάβιτσα) του Δήμου Ήλιδας (Αμαλιάδας)
Του Γιώργη Χρ. Γιαννακόπουλου (Μπαρούνη)
Τούτες τις Άγιες μέρες όλων εμάς που η φύτρα μας κρατάει από την επαρχία, τουτέστιν από χωριό, το μυαλό μας, σκέψη μας, η νοσταλγία μας πηγαίνουν πολύ πίσω στο χρόνο. Πηγαίνουμε στις εποχές που δεν υπήρχαν μνημόνια, δεν υπήρχαν δοσίλογοι πολιτικοί, δεν υπήρχαν οι θρασύτατοι και σκληροί διεθνείς τοκογλύφοι, δεν υπήρχε ο ευτελισμός των πάσης φύσεως αξιών εν ονόματι, δήθεν της Δημοκρατίας. Υπήρχε φτώχεια, υπήρχε ανέχεια, υπήρχε ξυπολησιά, ναι. Μα τούτες τις Άγιες μέρες και οι φτωχοί ήξεραν να τις γιορτάζουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Σε κείνες λοιπόν τις εποχές θα πετάξω με το νου μου μήπως μπορέσω και νοιώσω την ίδια λαχτάρα, το ίδιο μεγαλείο που ένοιωθα όλο το Δωδεκαήμερο συμμετέχοντας σε όλα τα δρώμενα με κορυφαίες στιγμές όμως τις λατρευτικές μας συνάξεις εκεί, στον κοινό μας ιερό τόπο, στον προστάτη μας τον Άγιο Χαραλάμπη. Από πού να πρωταρχίσω. Το μυαλό ανακατεύεται μέσα στην ποικιλία των δραστηριοτήτων αρχίζοντας από πολλούς μήνες πριν, από τότε δηλαδή που ονομάτιζαν το σφαχτό που θα έσφαζαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Διάλεγαν τι ήθελαν να σερβίρουν στο γιορτινό τραπέζι γουρνόπλο, αρνί ή γαλοπούλα και τα τάιζαν ιδιαίτερα γα να μεγαλώσουν και να τα απολαύσει όλη η οικογένεια. Μία βδομάδα πριν οι νοικοκυρές διάλεγαν κάποια μέρα που δεν θα έβρεχε και πήγαιναν στα λαγκάδια άναβαν τους φακούς έβραζαν το νερό για να πλύνουν τα ρούχα ώστε οι γιορτινές ημέρες να τους βρουν καθαρούς. Οι άντρες φρόντιζαν να φορτώσουν στο άλογο ή στο γαϊδούρι το στάρι να το πάνε στο μύλο, να το αλέσουν και από το αλεύρι αυτό και τι δεν είχαν να φτιάξουν! Χριστόψωμο, Βασιλόπιτα, τηγανίδες, πίτες, γλυκά και άλλα. Οι περισσότεροι χωριανοί διάλεγαν τον νερόμυλο για να πάνε το στάρι τους να το αλέσουν γιατί αυτός, έλεγαν, δεν το καίει το αλεύρι.
Νικηφόρος Λύτρας (1832–1904), Κάλαντα
Τα παιδιά. Αχ αυτά τα παιδιά. Βασικό τους μέλημα ήταν να οργανώσουν μικρά γκρουπάκια για να βγουν τις παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων να τραγουδήσουν τα Κάλαντα με μοναδικό σκοπό να βγάλουν κάποιο χαρτζιλίκι.
Αφού εξασφάλιζαν τους συνεργάτες άρχιζαν σε μυστικές συναντήσεις να οργανώνουν την επιχείρηση. Έκαναν λίστα ποιος δίνει περισσότερα ώστε να πάνε πρώτοι σ’ αυτούς και μετά στους άλλους που έδιναν λιγότερα. Θα μου μείνει αξέχαστο ένα γκρουπ καλαντιστών που ήταν μόνιμα και πάντα το ίδιο όλοι κι όλοι δυο άτομα. Ο Σάκης (επικεφαλής) και ο Γιωργούλης. Τα παιδιά συναγωνίζονταν και ποιος θα σηκωθεί πιο πρωί. Συνήθως όμως η ώρα που άρχιζαν ήταν η 5η πρωϊνή. Μόλις ξεπόρτιζε και ακουγόταν το πρώτο γκρουπ αμέσως ξεχύνονταν και τα άλλα. Μαζί όμως με τους καλαντιστές ξεσηκώνονταν και τα σκυλιά του χωριού όπου τρομαγμένα από τα τραγούδια των παιδιών αλλά και τα ποδοβολητά τους γάβγιζαν ασταμάτητα. Και αυτό το κομμάτι είχε τη χάρη του αφού η διαφορετικότητα των φωνών των σκυλιών άλλο πρίμο, άλλο μπάσο απάρτιζαν μια καταπληκτική χορωδία. Μάλιστα πολλές φορές απαντούσαν αντιφωνικά λες και ήθελαν να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους ότι ο εχθρός έρχεται.
Το ζευγάρι λοιπόν των καλαντιστών (Σάκης – Γιωργούλης), για να μην ξεχνιόμαστε, όταν πήγαιναν στην πόρτα κάποιου σπιτιού ενώ κανείς θα περίμενε να ακούσει δύο παιδικές γλυκές φωνούλες να λένε «Καλήν εσπέραν άρχοντες» άκουγε μόνον μία φωνή στεντορεία η οποία αγωνιζόταν, έτρεχε θα έλεγε κανείς για να τελειώσει γρήγορα γα να πάει «σ’ άλλη πόρτα» , όπως λένε και τα παλιά Μωραΐτικα Κάλαντα. Ο δεύτερος δεν ακούστηκε ποτέ να καλαντίσει. Κράταγε μόνον στα χέρια του ένα ραβδί από κουμαριά που του το είχε επιβάλλει να το κρατάει ο Σάκης, ο προϊστάμενος, προφανώς για να διώχνει τα σκυλιά. Φαίνεται ότι στη σεμπριά αυτή κάπου ένοιωθαν ο καθένας για διαφορετικό λόγο πως ήσαν βολεμένοι. Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο Σάκης γιατί παίρνει το Γιωργούλη αφού δεν τραγουδάει, απάντησε: Γα χαζό μ’ έχεις; Τον έχω μαζί μου για να διώχνει με το μπαστούνι τα σκυλιά πρώτον και δεύτερον και ‘κεί που λέμε τα κάλαντα κοιμάται. Το βασικό όμως είναι ότι, όταν με την ανατολή του ήλιου μοιράζουμε τα λεφτά, πάντα στο πέτρινο τούρκικο γιοφύρι (κοντά στου Βενιτζέλου το μύλο), συνεχίζει ακόμα και κοιμάται. Έτσι κάνω τη μοιρασιά μόνος μου. Για παράδειγμα: άρχιζα από αυτόν πρώτα για να του αποσπάσω την εμπιστοσύνη. Ένα σου, ένα μου, ένα μου, ένα μου, ένα σου. Ένα μου, ένα μου, ένα μου, ένα σου κ.ο.κ. Έτσι συνεχιζόταν η μοιρασιά και πιστεύω να καταλαβαίνεις ποιος είναι ο κερδισμένος. Βλάκας ήμουνα να τον αλλάξω; Τον άφηνα κοιμόταν στα κάλαντα αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα συνέχιζε να κοιμάται και στη μοιρασιά. Έκανα δε και το άλλο. Σ’ αυτόν έδινα δεκάρες και σε μένα έβαζα τις εικοσάρες.
Ένα άλλο ευτράπελο από καλαντιστές είναι και το παρακάτω περιστατικό. Κάποιος καλαντιστής ήρθε μόνος του στο σπίτι μας να καλαντίσει. Αφού τελείωσε περίμενε, όπως ήταν φυσικό, να βγει κάποιος και να του δώσει το φιλοδώρημα. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, ευχήθηκε, ξαναευχήθηκε μα κανείς από την οικογένεια δεν σηκωνόταν να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση παίρνοντας τις ευχές που πριν λίγα λεπτά είχε απευθύνει στα μέλη της οικογένειας, κυρίως όμως στο νοικοκύρη, πάλι τραγουδώντας. Άρχισε να λέει λοιπόν: «Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε να πέσει από τον πάτο κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να σκούζει σαν το γάτο».
Την παραμονή από πολύ πρωί ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού σηκωνόταν και άρχιζε να ετοιμάζει το σφαχτό που επρόκειτο να γεμίσει το γιορτινό τραπέζι. Οι γυναίκες με επικεφαλής την αρχόντισσα του κάθε σπιτιού και αυτή δεν ήταν άλλη από την μάνα ή και την γιαγιά φρόντιζαν για τα κάθε λογής καλούδια. Πρώτα απ’ όλα το Χριστόψωμο και τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τις γαλατόπιτες, τα πεντεσπάνα, τα παραγιομιστά, το μελαχρινό και ένα σωρό άλλα καλούδια. Γεγονός είναι πάντως ότι κάθε νοικοκυρά είχε και το δικό της σπεσιαλιτέ, Αυτό το γνωρίζαμε εμείς οι πιτσιρικάδες και όταν γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι στα γιορτάσια επιλέγαμε αυτές που ξέραμε ότι έφτιαχναν και σερβίριζαν (και στα παιδιά ακόμα) πεντεσπάνι, παραγιομιστό και άλλα γλυκά εκτός από κουραμπιέ. Πρέπει να σημειώσω ότι πηγαίναμε παρέες-παρέες στους εορτάζοντες φροντίζαμε να καθόμαστε τελευταίοι σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον ώστε να βρεθούμε τελευταίοι με την ελπίδα μήπως τελειώσουν οι κουραμπιέδες και μας σερβίρουν άλλο καλύτερο γλυκό.
Όλοι οι φούρνοι του χωριού ήταν σε δράσει περιμένοντας να δεχτούν και καλοψήσουν τα διάφορα καλούδια. Είχαν φροντίσει να έχουν μαζέψει ξύλα, λιανά και πιο χοντρά ώστε να κάψουν το φούρνο κατά τον καλύτερο τρόπο και το ψήσιμο των γλυκισμάτων και των φαγητών να είναι τέλειο και απολαυστικό.
Οι άντρες τούτες τις Άγιες μέρες, το Δωδεκαήμερο, όπως το λέει ο λαός μας, έπαυαν από κάθε εργασία. Είχαν φροντίσει και είχαν συμμαζέψει τις βαριές δουλειές, όπως σπορά κ.α. και είχαν μόνον τις τρέχουσες καθημερινές φροντίδες του σπιτιού. Για παράδειγμα να βγάλουν τα ζωντανά τους για βοσκή ή αν έκανε κακοκαιρία να τα «αχερίσουν» στο στάβλο ενώ τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν στα καφενεία του χωριού κοντά στην ξυλόσομπα άλλοι παίζοντας «πρέφα» ή «τρισέτι» και άλλοι πίνοντας κάνα κρασάκι ή ούζο ενώ παράλληλα έριχναν αναμεταξύ τους κανένα καλοπροαίρετο πείραγμα. Και να ήθελαν να ξεχάσουν τις απαραίτητες προετοιμασίες γα το χειμώνα δεν μπορούσαν γιατί πάντα είχαν τις παροιμίες για οδηγό τους. Από την αρχή του μήνα ακουγόταν από στόμα σε στόμα η παροιμία που έλεγε «Αγια-Βαρβάρα φώναξε κι ο Σάββας αποκρίθει: μαζέψτε ξύλα κι άχερα τραβάτε και στο μύλο». Έτσι τα ξύλα για τη φωτιά ώστε να αντιμετωπίσουν το βαρύ χειμώνα, άχερα για τροφή των ζώων (βλέπετε πόσο στενά συνδεδεμένη ήταν η ζωή των χωρικών με τα ζωντανά τους), και άλεσμα σταριού στο νερόμυλο γα να έχουν αλεύρι ώστε να φτιάξουν το ψωμί, κυρίως, αλλά και τόσα καλούδια.
Πολλά θα μπορούσε να κανείς να φέρει στη μνήμη του και να γράψει μα ο χώρος και ο χρόνος λιγοστός για να χωρέσει τόσες νοσταλγικές αναμνήσεις τόσα απλά, ανθρώπινα και όμορφα πράγματα από κείνη την εποχή.
Ας θυμηθούμε όμως τα Μοραΐτικα κάλαντα των Χριστουγέννων, τα οποία εδώ και πολλά χρόνια ο Μοριάς τα έχει ξεχάσει και τραγουδάει το Πανελλήνιο.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΜΟΡΑΪΤΙΚΑ
Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του κόσμου,
Γα βγάτε ιδέστε μάθετε που ο Χριστός γεννιέται,
Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα,
Το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοχόρταρο το λούζοντ’ οι κυράδες.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
Κυρά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
Και τον καθάριο Αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει
Φέρτε μας και τον κόκορη φέρτε μας και την κότα
Φέρτε μας και πέντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Επειδή την Πρωτοχρονιά συνηθίζουν και σπάνε ρόδι στην είσοδο του σπιτιού σας κερνάω λοιπόν τα ρόδια.
(Τα ρόδια είναι από τη Λουκάβιτσα και μάλιστα από τη ροδιά του χωριανού μας του Σταύρου του Γιάλπα. Χρόνια του πολλά)
Πρόσφατα σχόλια