Βιβλία και Βιβλιοθήκες
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΣΤΑΪΚΟ
Βιβλιοθήκες που άλλαξαν τον κόσμο
Του Μανώλη Πιμπλή, ΤΑ ΝΕΑ 7.5.12
Η Αλεξάνδρεια ήταν το πιο πολυσύχναστο μεσογειακό λιμάνι από τον 3ο έως τον 1ο αι. π.Χ. Κάθε εμπορικό πλοίο όμως που έδενε στο λιμάνι έπρεπε να περάσει μια ασυνήθιστη δοκιμασία: μια επιτροπή ανέβαινε στο πλοίο και το ερευνούσε, για να δει αν μετέφερε παπύρινα βιβλία! Είτε αυτά ήταν ιδιωτικά και βρίσκονταν στις αποσκευές των επιβατών είτε ήταν της αποστολής: βιβλία, λ.χ. του καπετάνιου με σκίτσα, περιγραφές, γεωγραφικές πληροφορίες.
Αντίθετα όμως με όσα συνέβαιναν σε άλλες περιπτώσεις, η επιτροπή δεν έψαχνε βιβλία για να τα καταστρέψει. Γινόταν κατάσχεσή τους προκειμένου να κοσμήσουν τη θρυλική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στη θέση τους, οι Αλεξανδρινοί έδιναν στους ιδιοκτήτες των παπύρων αντίγραφα. Κρατούσαν εκείνοι τα πρωτότυπα, προκειμένου να περιορίσουν την πιθανότητα λαθών στην αντιγραφή. Και τους ενδιέφεραν τα πάντα.
«Ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού, κανενός πολιτισμού, δεν είχε υπάρξει, έως τη δημιουργία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, μια τόσο υπερφιλόδοξη σύλληψη: να δημιουργηθεί δηλαδή μια βιβλιοθήκη που να θησαυρίζει όλη τη γραμματεία του παρελθόντος στον τότε γνωστό κόσμο, σε όλες τις εθνικές γλώσσες αλλά και σε μεταφράσεις, όπως και σε ποικίλες εκδόσεις, ώστε να καταλήγουν οι ειδικοί στην κατά το δυνατόν πιο αξιόπιστη έκδοση», λέει στα «ΝΕΑ» ο αρχιτέκτονας και ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στάικος.
«Προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης ήταν οι άριστοι φιλόλογοι της εποχής», συνεχίζει. «Εκείνοι ήταν άλλωστε που επέβαλαν και τη στίξη. Ο βιβλιογραφικός πλούτος ταξινομήθηκε με τους "πίνακες" που συνέταξε ο ποιητής Καλλίμαχος, ο λεγόμενος και "χαλκέντερος". Πρόκειται για την πρώτη πλήρη βιβλιοθηκονομική τάξη. Κάθε παπύρινος ρόλος είχε τον τίτλο του, πληροφορίες για το όνομα του συγγραφέα, τον αριθμό του συνόλου των παπύρων του έργου. Από τον ελληνικό κόσμο πρέπει να είχαν τα πάντα. Ηταν πάντως μια κλειστή Ακαδημία με επικεφαλής ιερέα. Και η τελειομανία τους ήταν παροιμιώδης».
Ο Κωνσταντίνος Στάικος συνέγραψε την πεντάτομη «Ιστορία της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό», της οποίας ο πέμπτος τόμος, που αφορά τις βιβλιοθήκες της Αναγέννησης («Από τον Πετράρχη στον Μιχαήλ Αγγελο»), κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες. Εχοντας ανασυγκροτήσει, ως αρχιτέκτονας βιβλιοθηκών, τόσο τις πατριαρχικές βιβλιοθήκες όσο και τη Βιβλιοθήκη της Μονής της Πάτμου, ο Κωνσταντίνος Στάικος απέκτησε και διεθνή φήμη ως ιστορικός του βιβλίου όταν εξέδωσε σε έναν από τους πλέον εξειδικευμένους και έγκυρους σε θέματα ιστορίας βιβλίου εκδοτικούς οίκους, τον Oak Knoll Press που εδρεύει στο Νιου Καστλς του Ντελαγουέρ στις ΗΠΑ, το έργο του «The Great Librairies» – έργο αναφοράς πλέον που μνημονεύεται σε κάθε σχετική βιβλιογραφία.
Στον ελληνικό κόσμο, μας λέει, πέρα από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, υπάρχει ένα ακόμη μεγάλο – προγενέστερο – κεφάλαιο που έχει να κάνει με την ιστορία των βιβλιοθηκών: είναι ο Αριστοτέλης και η εποχή του. Και τα δύο αυτά κεφάλαια συνδέονται, πάντως, το καθένα με τον τρόπο του, με τον Αλέξανδρο. Διότι ο Αριστοτέλης, ως δάσκαλος του Αλέξανδρου, τον ώθησε ενδεχομένως να φθάσει να οραματιστεί πρώτος μια αυτοκρατορική, πανεθνική βιβλιοθήκη. Εδωσε μάλιστα εντολή να μεταφράζονται στα ελληνικά κείμενα κατακτημένων λαών από ελληνομαθείς αυτόχθονες ώστε να συγκεντρώνεται και η πολιτιστική παράδοση και η ιστορία των επαρχιών της αυτοκρατορίας του. «Με αυτόν τον τρόπο σώθηκε η φιλοσοφία του Ζωροάστρη και πέρασε ξανά, από τα ελληνικά, στους Πέρσες», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος.
Ταυτόχρονα, ο Αριστοτέλης αλλά και ο Πλάτωνας ήταν εκείνοι που συγκρότησαν τις πρώτες βιβλιοθήκες φιλοσοφικού και πανεπιστημιακού χαρακτήρα, όπου συγκεντρώθηκε η προσωκρατική παράδοση. Αργότερα οι Σοφιστές τις επέκτειναν, περνώντας το βιβλίο στην εκπαίδευση και στη μάθηση. Ο Αριστοτέλης ήταν εξάλλου εκείνος που ζήτησε το 338 από τον Λυκούργο να φτιάξει στην Αθήνα βιβλιοθήκη με τα αυθεντικά κείμενα των τραγικών. «Αργότερα οι Πτολεμαίοι πήραν τα πρωτότυπα και άφησαν αντίγραφα», εξηγεί ο μελετητής της ιστορίας του βιβλίου.
Βιβλία στα χρόνια των διωγμών
ΤΑ ΝΕΑ 7.5.12
Η μεγάλη περιπέτεια των βιβλιοθηκών στην Ευρώπη συμβαδίζει με σπουδαίες πτυχές της Ιστορίας της: την αγάπη των Ρωμαίων για τα ελληνικά γράμματα, τις διαμάχες εθνικών – χριστιανών και την επανανακάλυψη της Αρχαίας Ελλάδας στην Αναγέννηση
Σε έναν περίπατό του ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναγκάστηκε να πετάξει ένα βιβλίο που κρατούσε στο ποτάμι. Είχε δει να πλησιάζουν δύο στρατιώτες και η εποχή του δεν ήταν παράδεισος για τους βιβλιόφιλους. Αυτό που φοβήθηκε περισσότερο ήταν ότι το περιεχόμενο του συγγράμματος που κρατούσε μπορούσε να παρερμηνευθεί και οι στρατιώτες να τον συλλάβουν ως αιρετικό!
«Η αντιπαλότητα εθνικών και χριστιανών είχε φτάσει σε επίπεδα αδιανόητα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Κωνσταντίνος Στάικος, ο οποίος ολοκλήρωσε πρόσφατα την άνω των 2.300 σελίδων πεντάτομη «Ιστορία της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό». «Το βιβλίο τότε αποτελούσε ομολογία πίστης ή μη πίστης. Οι εθνικοί υποχρέωναν τους χριστιανούς να καίνε τα Ευαγγέλια και οι χριστιανοί τους πλήρωναν με το ίδιο νόμισμα: αν κάποιοι θησαύριζαν στο σπίτι τους κείμενα των εθνικών – μαθηματικά, αστρονομικά, φιλοσοφικά -, όλα αυτά κατέληγαν στην πυρά μαζί με τους ιδιοκτήτες τους».
Η επικράτηση του χριστιανισμού άλλαξε άλλωστε τα δεδομένα τόσο της ιστορίας του βιβλίου και των βιβλιοθηκών όσο και της ιστορίας της παιδείας γενικότερα. «Η παιδεία των εθνικών, αν δεν τελούσε υπό διωγμό – τα νεοπλατωνικά συστήματα ήταν προς αφανισμό -, στην καλύτερη των περιπτώσεων συμπτύχθηκε σε επιτομές», εξηγεί. «Η αρχαία γνώση περνούσε πλέον στη χριστιανική εκπαίδευση με τη μορφή μικροεπιτομών – εγχειριδίων με σκόρπια στοιχεία – και η παιδεία, που πέρασε στη δικαιοδοσία μοναστηριακών κύκλων, βασιζόταν κυρίως στη Βίβλο. Η αριστοτελική ηθική περνάει μόνο μέσα από τα κείμενα των βίων των αγίων».
Ολα αυτά έδωσαν το στίγμα της παιδείας που επικράτησε για αρκετούς αιώνες. «Οι χριστιανοί δεν χρησιμοποίησαν κανένα από τα μνημειακά κτίσματα-βιβλιοθήκες του ρωμαϊκού παρελθόντος. Είτε τα έκαψαν, είτε τα μετέτρεψαν σε στάβλους, είτε απλώς τα απέκοψαν από τον ιστό της κοινωνικής ζωής κάθε πόλης», λέει.
Οι Ρωμαίοι είχαν αναπτύξει μεγάλο δίκτυο βιβλιοθηκών. «Η μεγάλη καινοτομία της ρωμαϊκής περιόδου ήταν ο θεσμός της διπλοβιβλιοθήκης», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος. «Είτε με χωριστά τμήματα είτε ακόμη και με δίδυμα κτίρια, οι Ρωμαίοι είχαν παράλληλες βιβλιοθήκες στα λατινικά και στα ελληνικά προκειμένου να εξισώσουν τα λατινικά με τα ελληνικά γράμματα. Η αρχή έγινε με την πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ρώμης (38 π.Χ.), εμπνεύσεως του Ιουλίου Καίσαρα, η οποία ολοκληρώθηκε όμως μετά τη δολοφονία του. Πρόκειται για μεγάλη καινοτομία στην ιστορία των βιβλιοθηκών: δύο παράλληλες βιβλιοθήκες για δύο παράλληλους πολιτισμούς. Και είναι απίστευτο ότι ο θεσμός επεκτάθηκε σε κάθε πόλη: βιβλιοθήκες σε ναούς, αγορές, θέρμες, γυμνάσια, σχολεία· βιβλιοθήκες δημόσιες, αυτοκρατορικές ή και αναθηματικές, όπως του Κέλσου στην Εφεσο».
Στη χριστιανική Ευρώπη τα πράγματα άρχισαν να επιστρέφουν στην αγάπη για τα γράμματα των αρχαίων Ρωμαίων και Ελλήνων, με τη δημιουργία των πρώτων πανεπιστημίων: της Σορβόννης το 1260, του Σαλέρνο, της Μπολόνια. Στην Ανατολή, πάντως, το «πανεπιστήμιο» εξακολούθησε να λειτουργεί σε μοναστηριακά κέντρα, αλλά και με εμπνευσμένους κοσμικούς δασκάλους, όπως ο Μετοχίτης. «Την αλλαγή τη βλέπουμε σταδιακά από τον 10ο αιώνα και μετά», λέει ο Κωνσταντίνος Στάικος. «Φως στους λεγόμενους "σκοτεινούς αιώνες" του Βυζαντίου δίνει η Βιβλιοθήκη του Πατριάρχου Φωτίου Α’, σύγγραμμα στο οποίο καταγράφονται όσα βιβλία συνάντησε ο ίδιος σε μοναστηριακές συλλογές, βιβλία εντελώς ξεχασμένα έως τότε», λέει.
Και συνεχίζει: «Δεν είναι εθνικιστικό να πει κανείς ότι η ουμανιστική φιλοσοφία που έθρεψε την Αναγέννηση οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη νέα διάδοση της ελληνικής γλώσσας και την υποδοχή της από τους Ιταλούς. Τον 14ο αι. στη Δύση ελάχιστοι γνώριζαν στοιχειώδη ελληνικά. Είναι η συστηματική διδασκαλία τους από το 1397, στην έδρα του Studium της Φλωρεντίας, που οδηγεί στην αναστήλωση του σκηνικού του 4ου αι. Από εκεί βγήκαν σημαντικοί ελληνιστές που μελέτησαν ξανά τα έργα της αρχαιότητας από το πρωτότυπο. Και από την εποχή του Πετράρχη η προσωπική βιβλιοθήκη γίνεται και πάλι ένα εργαλείο για τον ποιητή, τον ιστορικό, τον λογοτέχνη, τον επιστήμονα. Γίνεται ο αχώριστος σύντροφός του. Ο Πλάτωνας ανακαλύπτεται ξανά. Η πλατωνική φιλοσοφία αποκτά μια νέα ακαδημία στη Φλωρεντία από την οποία περνούν όλοι οι διάσημοι στοχαστές της Ιταλίας αλλά και του Βορρά, με προεξάρχοντα τον Ερασμο. Οι διπλοβιβλιοθήκες κάνουν την εμφάνισή τους ξανά – όπως των Μεδίκων που σχεδίασε ο Μιχαήλ Αγγελος – και η Εκκλησία μπαίνει σε τροχιά μιας ελληνορωμαϊκοχριστιανικής σύγκλισης».
Του Σάκη Μαλαβάκη, ΤΑ ΝΕΑ 8.5.12
Ο Αμερικανός Τζον Φρίλι ξεδιπλώνει την πορεία των Ελλήνων στην «καθ’ ημάς Ανατολή» από το 1200 π.Χ. έως το 1922 και αναδεικνύει τα λαμπρότερα μυαλά της
Πατέρας της επίσημης μεταφράστριας (και φίλης) του Ορχάν Παμούκ στα αγγλικά, καθηγητής Φυσικής για χρόνια στην περίφημη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και βαθύς γνώστης της Ανατολίας, ο Τζον Φρίλι κτίζει μια επίτομη ιστορία όπου κυριαρχεί η εικόνα μιας ατέρμονης σύγκρουσης πολιτισμών μεταξύ Δύσης και Ανατολής, στο κέντρο της οποίας ήταν οι Ελληνες που κατάφεραν να επιβιώσουν στην περιοχή για περισσότερο από 3.000 χρόνια.
Τα «παιδιά του Αχιλλέα» είναι τα «ετερόκλητα πλήθη» ανθρώπων που μετά τον Τρωικό Πόλεμο περιπλανήθηκαν στη μεσογειακή ακτή της Ανατολίας υπό την ηγεσία των θρυλικών μάντεων Μόψου, Κάλχαντα και Αμφίλοχου. Είναι οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ιωνες, οι οποίοι τον 11ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να μεταναστεύουν στα μικρασιατικά παράλια και να ιδρύουν πόλεις όπως η Αλικαρνασσός, η Κύμη και η Μίλητος.
Είναι ο Ομηρος και ο Ηρόδοτος, καθώς επίσης ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης – οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι στον κόσμο. Είναι ο Ηράκλειτος ο Σκοτεινός και οι λυρικοί ποιητές Σαπφώ και Αλκαίος. Ο γεωγράφος Παυσανίας και ο αρχιτέκτονας Ερμογένης. Ο γιατρός Γαληνός και ο σατιρικός Λουκιανός. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Η Διδώ Σωτηρίου και ο Γιώργος Σεφέρης. Τα «παιδιά του Αχιλλέα» είναι όλοι εκείνοι οι Ελληνες που πατρίδα τους υπήρξε η Μικρά Ασία.
Με αφετηρία τον ταφικό τύμβο του Αχιλλέα στην πεδιάδα του Σκαμάνδρου ποταμού και τον Τρωικό Πόλεμο και κατάληξη το τουρκικό πλέον Ιζμίρ και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Φρίλι παρουσιάζει μια πυκνή αλληλουχία γεγονότων, πρωταγωνιστές των οποίων υπήρξαν για περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια – άλλοτε κυρίαρχοι και άλλοτε τραγικοί – οι Ελληνες.
Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις μέσα στα όρια της σύγχρονης Τουρκίας ξεπερνούν τις 2.400. Γύρω από αυτές οι Ελληνες κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ταυτότητα και τον πολιτισμό τους, αλλά και να ακμάσουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σμύρνης, η ιστορία της οποίας αποτελεί τρόπον τινά μια μικρογραφία της ιστορίας των Ελλήνων που μας αφηγείται ο Φρίλι.
Οι πρώτοι άποικοι που έφτασαν στη Σμύρνη το 1000 π.Χ. ήταν Αιολείς. Τον 8ο αιώνα π.Χ. η πόλη θα περάσει στα χέρια των Ιώνων, ενώ γύρω στο 600 π.Χ. ο λυδός βασιλιάς Αλυάτης θα την καταστρέψει ολοσχερώς.
Για τους επόμενους τρεις αιώνες θα παραμείνει ένα ακατοίκητο ερείπιο ώσπου θα την επισκεφθεί ο Μέγας Αλέξανδρος. Ενα όνειρο του μακεδόνα στρατηλάτη θα σταθεί αφορμή για την ανοικοδόμησή της από δύο από τους διαδόχους του, τον Αντίγονο και τον Λυσίμαχο. Υπό τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση η Σμύρνη θα γνωρίσει εξαιρετική ακμή και στα χρόνια του Καρακάλλα. Θα ακολουθήσει η κυριαρχία των Αράβων, των Βυζαντινών, των Γενουατών, των Μογγόλων και των Οθωμανών. Κατά την Τουρκοκρατία θα γίνει και πάλι το κύριο λιμάνι στα μικρασιατικά παράλια. Κατά την Τουρκοκρατία και μετά την τουρκική κατάληψη της Χίου, το 1566, θα γίνει και πάλι το κύριο λιμάνι στην περιοχή.
Εκατό χρόνια αργότερα ένας ολλανδός περιηγητής θα σημειώσει στο ημερολόγιό του ότι «στο εμπόριο η Σμύρνη είναι η πρώτη πόλη σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο». Κοσμοπολίτικο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου στα μέσα του 18ου αιώνα, θα αποκαλείται από τους Τούρκους «Γκιαούρ Ιζμίρ» (Απιστη Σμύρνη). Στα τέλη του 19ου αιώνα οι έλληνες κάτοικοί της θα ξεπεράσουν τις 70.000. Επεται η Μεγάλη Ιδέα και εν τέλει η Μικρασιατική Καταστροφή.
ΤΑ ΝΕΑ 8.5.12
Η Ανθή Βηδενμάιερ ζει κυριολεκτικά μέσα στη μετάφραση για περισσότερα από 20 χρόνια, ως διερμηνέας συνεδρίων, ως μεταφράστρια λογοτεχνικών, επιστημονικών, τεχνικών, νομικών και οικονομικών έργων, ως επίκουρη καθηγήτρια της Θεωρίας και Πρακτικής της Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο ΑΠΘ. Αναγνωρίζοντας πως «η μετάφραση είναι χειρονομία αγάπης», η συγγραφέας επιχειρεί μια περιήγηση στις διάφορες δραστηριότητες που συνθέτουν το πεδίο της Μεταφρασεολογίας, καθώς και σε θεωρίες και θεωρήσεις που διαμόρφωσαν την εξέλιξή της.
Πρόσφατα σχόλια