Κείμενα για τη γλώσσα
Περιεχόμενα:
-
Οι σταθμοί ενός «εμφυλίου»
-
H γλώσσα ως πρόσβαση στον πολιτισμό
-
Πίσω στον Μαθουσάλα
-
Αγγλικά και κινέζικα: Η «σύγκρουση» για την «γλώσσα του μέλλοντος»
Επιμέλεια: Ν.Τ.
Ιδεολογικές συγκρούσεις για την ελληνική γλώσσα
Οι σταθμοί ενός «εμφυλίου»
ΤΑ ΝΕΑ, 1.10.11
Τριάντα πέντε χρόνια έχουν πλέον συμπληρωθεί από την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη, έβαλε οριστικά τέλος στο περίφημο «γλωσσικό ζήτημα», αιφνιδιάζοντας πολλούς: καθιέρωσε στο Γυμνάσιο τη δημοτική γλώσσα, αντικατέστησε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο με κείμενα από μετάφραση και κατάργησε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Το πρώτο λιθάρι είχε βάλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν εισήγαγε – το 1917 – την καθομιλουμένη στο Δημοτικό Σχολείο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 επιβλήθηκε σχετικά εύκολα, αν σκεφτεί κανείς τον φανατισμό περασμένων δεκαετιών για το θέμα – από τα τέλη του 19ου αι. και μετά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πραγματικό εμφύλιο – και την τεράστια σημασία της, από κοινωνική και ιδεολογική σκοπιά, για το μέλλον της χώρας.
Οι συνθήκες ήταν, φαίνεται, ώριμες καθώς είχε προηγηθεί και η καθαρευουσιάνικη υπερβολή, μέχρι καρικατούρας, της επτάχρονης δικτατορίας. Και υπήρχε και η πολιτική βούληση για χάραξη νέων πολιτικών δρόμων, ευρωπαϊκού προσανατολισμού, που προϋπέθεταν κοινωνική συνοχή και άρση των διχασμών που ταλαιπώρησαν την Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταρρύθμιση ψηφίστηκε τότε ομόφωνα από όλα τα κόμματα της Βουλής. Και ολοκληρώθηκε το 1982, επί Ανδρέα Παπανδρέου, με υπουργό Παιδείας τον Λευτέρη Βερυβάκη, όταν εισήχθη και το μονοτονικό.
Εξίσου χαρακτηριστική της άμβλυνσης των αντιθέσεων και της εξημέρωσης των παθών είναι μια νέα έκδοση που έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο: «Το γλωσσικό ζήτημα». Την εξέδωσε το Ιδρυμα της Βουλής αναθέτοντας την επιστημονική επιμέλεια στον καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη. Το εγχείρημα ξεκίνησε επί Αννας Ψαρούδα-Μπενάκη, προέδρου της Βουλής με εισήγηση της Αλέκας Παπαρήγα.
Και πράγματι, στο έργο αυτό συστεγάζονται επιστήμονες που εκπροσωπούν αρκετά διαφορετικές τάσεις και πεποιθήσεις: από τον ίδιο τον επιμελητή της έκδοσης και συγγραφέα ορισμένων από τα άρθρα του βιβλίου, έως, μεταξύ άλλων, την αείμνηστη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου και τους Δημήτρη Δημηρούλη, Χρίστο Τσολάκη, Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Γιώργο Ανδρειωμένο, Γεράσιμο Ζώρα, Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, Παναγιώτη Ζιώγα, Ναπολέοντα Μήτση, Θεόδωρο Μωυσιάδη, Μιχάλη Μερακλή, Αντώνιο Θαβώρη, Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού.
Η ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, έτσι όπως παρουσιάζεται στον τόμο και την περιγράφουν οι ειδικοί, είναι από μόνη της ένα μυθιστόρημα. Οι ρίζες αναζητούνται ήδη στον 1ο αι. π.Χ., όταν ένα κίνημα λογίων θέλησε να επαναφέρει την αττική διάλεκτο, με τη -φρούδα – ελπίδα ότι έτσι θα παραγόταν ξανά ο πολιτισμός των κλασικών χρόνων. Το αποτέλεσμα είναι να διαφοροποιηθεί η γραπτή από την προφορική γλώσσα, κάτι που φαίνεται και στη διαφορά των κειμένων της Καινής Διαθήκης – που ήταν γραμμένη με βάση την προφορική γλώσσα του λαού – με τα αττικιστικά κείμενα συγγραφέων όπως ο Στράβων, ο Πλούταρχος, ο Πλωτίνος, ο Ωριγένης.
Την αττικιστική ελληνική υιοθέτησαν αργότερα και οι Πατέρες της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι η καθομιλουμένη ήταν όχι μόνο η γλώσσα των Ευαγγελίων, αλλά και η lingua franca της εποχής.
Αυτή όμως η γλωσσική διμορφία, όπως λένε οι γλωσσολόγοι, δεν πήρε διαστάσεις «γλωσσικού ζητήματος» παρά από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν άρχιζε να διαμορφώνεται, στο νέο διεθνές κλίμα, η προοπτική ενός έθνους-κράτους. Ηταν η εποχή που ο Αδαμάντιος Κοραής ζητούσε την καθιέρωση της Κοινής, της προφορικής δηλαδή γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας και στον γραπτό λόγο. Τα στρατόπεδα σχηματίστηκαν. Από τη μια οι κοραϊστές Ανθιμος Γαζής, Νεόφυτος Βάμβας, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Θεόφιλος Καΐρης κ.ά. Από την άλλη οι αντικοραϊστές όπως οι Παναγιωτάκης Κοδρικάς (ο «Ερωτόκριτος» ήταν γι’ αυτόν «τερατώδες μιξοβάρβαρο ποίημα») Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ιωάννης Βηλαράς κ.ά.
Από την αντιπαράθεση Γιάννη Ψυχάρη – Γεωργίου Χατζιδάκι και μετά η διαμάχη πήρε επιστημονικό χαρακτήρα και σε αυτήν ενεπλάκησαν όλοι οι γνωστοί γλωσσολόγοι και φιλόλογοι, από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη (που συνεργάστηκε στον Εκπαιδευτικό Ομιλο με Γληνό και Δελμούζο) και τον Αχιλλέα Τζάρτζανο μέχρι τον Ιωάννη Κακριδή και τον Λίνο Πολίτη.
H γλώσσα ως πρόσβαση στον πολιτισμό
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, μέσα στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων του, έδωσε (λιγότερο στο παρελθόν) και προτίθεται να δώσει εφεξής μεγαλύτερη έμφαση στον παράγοντα «ελληνική γλώσσα», παράλληλα, βεβαίως, προς τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητές του (γράμματα, τέχνες, επιστήμες, διανόηση -συγχρονικά και διαχρονικά).
H έμφαση στη γλώσσα, εφόσον πρόκειται για σωστά οργανωμένη διδασκαλία τής γλώσσας, δεν αποτελεί μόνο επαφή με τις λέξεις ως μέσo επικοινωνίας αλλά και έμπρακτη επαφή με τα σύμβολα έκφρασης τής σκέψης και τής όλης δράσης ενός λαού, δηλαδή οδό άμεσης πρόσβασης σ’ έναν πολιτισμό. Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διασάφηση, αυτονόητη ίσως αλλά κατά κανόνα λησμονουμένη: οι λέξεις δεν είναι απλά ηχητικά μορφώματα· είναι σημασίες που δηλώνουν έννοιες. Πάνω απ’ όλα δηλαδή (ας επιτραπεί η γενίκευση) οι λέξεις είναι έννοιες. Και οι έννοιες συνθέτουν νοήματα, αυτά που συνιστούν και καθορίζουν τη λειτουργία τής νόησής μας.
Ξεκινώντας, εξάλλου, από την παραδοχή ότι κάθε πολιτισμός είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, είναι δηλ. το πώς τοποθετείται ένας λαός ιστορικά απέναντι στη σχέση τού ανθρώπου με τον κόσμο του, τους άλλους ανθρώπους και το γενικότερο περιβάλλον καθώς και τι προτεραιότητες και επιλογές θέτει γενικά για τον άνθρωπο, κάθε πολιτισμός είναι, κατά βάσιν, μια μορφή ανθρωπισμού, ανάλογα με τη θέση που δίνει στον άνθρωπο και στην καλλιέργεια τής προσωπικότητάς του μέσα από το σύστημα αξιών που υιοθετεί. Μέσα στις αξίες αυτές περιλαμβάνεται και η γλώσσα ενός λαού-πολιτισμού και ως αξία καθ’ εαυτήν και διότι αποτελεί την έκφραση άλλων μορφών τού πολιτισμού.
Οτι η γλώσσα είναι αξία καθ’ εαυτήν σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ως αντίλογος τής παλαιότερης «εργαλειακής» αντίληψης τής γλώσσας. Παλαιότερα δηλαδή, περισσότερο ως απήχηση μιας παλαιομαρξιστικής αντίληψης για τη γλώσσα που ξεπεράστηκε στον ίδιο τον Μαρξισμό, θεωρήθηκε ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας. Κανείς -και κατ’ εξοχήν οι γλωσσολόγοι- δεν αμφισβήτησε ποτέ τη λειτουργία τής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Εκείνο που αμφισβητήθηκε είναι η απομόνωση τής γλώσσας από άλλες διαστάσεις της: από τη στενή σχέση της με τη σκέψη, την ιστορική διάσταση, τη νοοτροπία κάθε λαού, την άμεση σχέση τής γλώσσας με μορφές πολιτισμού, με την παιδεία και την εκπαίδευση, με την ταυτότητα ενός λαού καθώς και με άλλες διαστάσεις τού πολιτισμού.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάλληλη διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας, εντός και εκτός Ελλάδος, αποτελεί οδό πρόσβασης και γνωριμίας με τον ελληνικό πολιτισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρει -προκειμένου για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού- η διδασκαλία τής Ελληνικής σε ξένους που θέλουν να γνωρίσουν τον πολιτισμό μας με όχημα τη γνώση τής ελληνικής γλώσσας. Χρειάζεται, λοιπόν, να λειτουργήσουν στο εξωτερικό (με προτεραιότητα τις Βαλκανικές χώρες, τις πρώην ανατολικές χώρες και τις μεγάλες χώρες τής Ασίας, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα και Ινδία) Εστίες Ελληνικού Πολιτισμού, όπου θα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και, δι’ αυτής, θα επιδιώκεται η γνωριμία με τον ελληνικό πολιτισμό, συμπληρούμενη με εκδηλώσεις που θα φέρνουν τους ήδη ευαισθητοποιημένους ξένους και άλλους ενδιαφερόμενους σε επαφή με ποικίλες εκφάνσεις τού ελληνικού πολιτισμού (λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες, επιστήμες, διανοητές κ.ά.).
Για να επιτύχει μια τέτοια προσπάθεια που θα αξιοποιεί την ελληνική γλώσσα ως μέσο προσέλκυσης τού ενδιαφέροντος των ξένων για τον ελληνικό πολιτισμό πρέπει να εφαρμοσθεί μια μορφή διδασκαλίας τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας α) με γλωσσολογικό τρόπο, που θα οδηγεί σε γρήγορα μαθησιακά αποτελέσματα, και β) με πολιτισμικές αναφορές (μέσα από τα διδασκόμενα κείμενα) που να φέρνουν σε άμεση, ενδιαφέρουσα και ελκυστική επαφή με στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (ποίηση – πεζογραφία – τραγούδι – εικαστικά – θέατρο – κινηματογράφο – φωτογραφία – αρχιτεκτονική κ.λπ.). H επαφή αυτή θα πρέπει να έχει διαχρονικές αναφορές όπως είναι η φύση τού ελληνικού πολιτισμού (αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός), ξεκινώντας πάντοτε και εστιάζοντας στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Σε μια τέτοια -ευχάριστη, σύγχρονη, πολυεπίπεδη- διδασκαλία τής γλώσσας, εκτός από κατάλληλα βιβλία που θα πρέπει να αναζητηθούν ή να συνταχθούν με ανάλογες προδιαγραφές, πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρον -με αξιοποίηση των ειδικών και με φαντασία- η σύγχρονη τεχνολογία των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.
H πρόκληση για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, για τους Ελληνες που ασχολούνται με τέτοια θέματα και μπορούν να βοηθήσουν, είναι να βρούμε σύγχρονους, ελκυστικούς, αξιόπιστους τρόπους, με τους οποίους να μπορέσουμε να προωθήσουμε προς τα έξω τον Ελληνικό Πολιτισμό, το μεγαλύτερο κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα μας, ευρύτερα και αποτελεσματικά. Και αυτό δεν είναι έργο ενός ή μικρού αριθμού ανθρώπου (των μελών τού Δ.Σ. τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού), αλλά έργο περισσοτέρων, όσοι αποδεδειγμένα ασχολούνται με τα θέματα τού Πολιτισμού μας, οι οποίοι θα κληθούν να βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια.
*Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας,
πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
από την εφημερίδα "Το Βήμα" , 02/07/2006
Πίσω στον Μαθουσάλα
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ 1.10.11
Στις δισκέτες που διατέθηκαν στα σχολεία εξαιτίας της έλλειψης βιβλίων, τουλάχιστον στα περιεχόμενα, η γλώσσα είναι αποτυπωμένη στο λατινικό αλφάβητο, τα γνωστά γκρίκλις. Γνωστός φιλόλογος δημοσιογράφος που διαμαρτυρήθηκε στο Διαδίκτυο για ανάλογα μηνύματα στο ιδίωμα αυτό των κάφρων εισέπραξε, εκτός των ύβρεων, και «επιστημονική» θέση. Αυτό, λέει, το αλφάβητο είναι το αρχαίο χαλκιδικό, άρα ελληνικότατο! Ιδού λοιπόν που ο μεταμοντερνισμός εισέβαλε πλησίστιος και στην εκπαίδευση και έχει και θεωρητικό μανδύα στην αστοιχείωτη νεολαία μας. Το ανατριχιαστικό πάντως της σύγχυσης βρίσκεται όχι στη γλωσσική θεωρία όσο στην ιδεολογία. Γιατί το βλακώδες μειράκιο που ανατρέχει, λέει, στο χαλκιδικό αλφάβητο για να εκφράσει την καφρίλα του, αμέσως και ευθέως παραπέμπει σε καραμπινάτες, όχι απλώς συντηρητικές αλλά εθνικιστικές, παρλαπίπες. Διότι η θεωρία αυτή, όπως βλακωδώς διατυπώνεται, είναι μια ηλίθια διαστροφή της επιστροφής στη ρίζα του ελληνικού πολιτισμού. Εξίσου παράλογη όσο και εκείνη των άλλων ζόμπι που αρνούνται πως και το χαλκιδικό αλφάβητο κατάγεται από το φοινικικό.
Ο,τι ακολουθεί μου το αφηγήθηκε ο αείμνηστος σεβαστός μου φίλος Ευάγγελος Παπανούτσος. Μόλις καθιερώθηκε, επί υπουργίας Ράλλη, η δημοτική στην εκπαίδευση και στη διοίκηση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κάλεσε στο γραφείο του τον Γεώργιο Ράλλη, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Ευάγγελο Παπανούτσο και τους είπε πως δέχεται εισηγήσεις, τώρα που άρχισε η μεταρρύθμιση στο γλωσσικό, να εισαχθεί επιτέλους το λατινικό αλφάβητο. Μάλιστα, για να επιχειρηματολογήσουν, οι εισηγητές της πρότασης χρησιμοποίησαν παραδείγματα με τα καραμανλίδικα χειρόγραφα και το λατινικό αλφάβητο σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως των ιησουιτών (φραγκοχιώτικα) στα Δωδεκάνησα και στην Κάτω Ιταλία. Ο Παπανούτσος, με την τιμιότητα που τον διέκρινε, μου αφηγήθηκε πως πριν προλάβει να αντιδράσει έκπληκτος, πρώτος ξέσπασε ο Τσάτσος δηλώνοντας πως θέτει την παραίτησή του στη διάθεση του προέδρου, ο δε Ράλλης εκνευρισμένος χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν επέμεινε, απλώς σημείωσε πως έκανε μια διερεύνηση σε κύκλο ανθρώπων που είχαν βαθιά γνώση και της ιστορίας και της παράδοσης της γλώσσας μας.
Βρέθηκε λοιπόν και η θεωρητική πλατφόρμα των γκρίκλις: χαλκιδικό αλφάβητο, άρα επιστροφή στις ρίζες. Να περιμένει κανείς, δεδομένης και της κρίσης, την επιστροφή στον αραμπά, στη δουλεία, στον δανεισμό με εγγύηση το σώμα, στο μαστίγωμα δημόσια των μοιχών, στις ανθρωποθυσίες.
Γελάτε; Γιατί; Θα μου πείτε, κάποιος παλιότερα (τρομάρα του) σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου αρθρογραφούσε, και έμεινε λυτός, πως δεν έπρεπε να διορθώνονται τα γραπτά των μαθητών του Δημοτικού, να μη διδάσκεται η Γραμματική γιατί ιδανικό της εκπαίδευσης του 1981 ήταν να παραγάγει η δημόσια εκπαίδευση, επί λέξει, «μικρούς Μακρυγιάννηδες»! Αυτός ο δολοφόνος γενιάς δεν αποπέμφθηκε αλλά προήχθη!
Πίσω λοιπόν στο χαλκιδικό αλφάβητο. Τώρα, σου λέει, που καταργήθηκαν οι άχρηστοι τόνοι και τα πνεύματα (με τον Ρίτσο, αριστερό με σημάδια μαστιγίου στη ράχη του, να καλλιγραφεί τα ποιήματά του και να τα στολίζει με δασείες και βαρείες!) καλό είναι να επιστρέψουμε στον γλωσσικό γραικυλισμό. Το αστείο είναι πως χιλιάδες έφηβοι και φοιτητές (ναι, ναι, ας τολμηθεί να ζητηθούν χειρόγραφα από εξετάσεις φοιτητών της Φιλοσοφικής, όχι της Γεωπονικής και των Ναυπηγών) μετά βίας γράφουν δέκα αράδες ελληνικούλια ορνιθοσκαλίζοντας, ενώ πληκτρολογούν στο κινητό και στο Διαδίκτυο με αξιοθαύμαστη ταχύτητα την τερατώδη γραφή τους. Αρα αυτά τα θύματα της εκπαίδευσής μας είναι το μόνο επιχείρημα πως η κρίση που διέρχεται ο τόπος είναι πρωτίστως κρίση παιδείας, όλα τα άλλα είναι παραπούλια και παραβλάσταρα.
Και μια και το έφερε ο λόγος. Ο νόμος για το άσυλο ψηφίστηκε, επιτέλους γυρίσαμε στην απαράβατη και μόνη ασυλία της ελευθερίας της επιστήμης. Αρα κάθε παρεμπόδιση της διακίνησης των ιδεών, κάθε πρόσκομμα στην ελεύθερη έκφραση στους χώρους που ορίζονται ως χώροι διδασκαλίας, μαθητείας και πειραματισμού, άσκησης ικανοτήτων και επιδίωξης ανάδειξης νέας γνώσης επί παντός του επιστητού, είναι απαγορευμένα. Δεν είναι δυνατόν να οδηγούνται στα δικαστήρια όσοι παρεμποδίζουν την κυκλοφορία ή αρνούνται να εκπληρώσουν τις νόμιμες υποχρεώσεις τους και να παραμένουν ασύδοτοι όσοι εμποδίζουν δασκάλους, φοιτητές, ερευνητές, μελετητές να έχουν πρόσβαση σε αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, αρχεία, να διακόπτουν συνεδρίες εκλεκτορικών σωμάτων, να κλειδώνουν ολόκληρες σχολές ή να αλλάζουν τις κλειδαριές, να χτίζουν πρυτάνεις στα γραφεία τους.
Διάβασα το άρθρο ενός πανεπιστημιακού βλακός που συγκρίνει τις τωρινές καταλήψεις με το Πολυτεχνείο και ευλόγησα τον χρόνο που δεν έχω παιδί φοιτητή να του λάχει ως «δάσκαλος» αυτό το Νούμερο. Το θλιβερό είναι πως δεν χρησιμοποιούσε χαλκιδικό αλφάβητο, αλλά το παραδοσιακό. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν βρώμιζε τη γλώσσα. Αν ζούσε ο Θεμιστοκλής (δες Ηρόδοτο) θα του έκοβε τη γλώσσα.
Αγγλικά και κινέζικα: Η «σύγκρουση» για την «γλώσσα του μέλλοντος»
Τα αγγλικά κυριαρχούν εδώ και έναν αιώνα στον κόσμο, αλλά τα μανδαρίνικα κινέζικα ενδεχομένως κάποια στιγμή να τα «εκθρονίσουν» .
Εδώ και περίπου έναν αιώνα, τα αγγλικά θεωρούνται ως η κυρίαρχη γλώσσα στον κόσμο, ωστόσο τα μανδαρίνικα κινέζικα ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουν να τα «εκθρονίσουν» – εάν πρώτα καταφέρουν να κατακτήσουν την ίδια τους τη «γειτονιά», τη νοτιοανατολική Ασία.
Στο νότο της επαρχίας Τζοχόρ της Μαλαισίας, 15.000 μαθητές κάθε μέρα ταξιδεύουν στη Σιγκαπούρη, περνώντας τα σύνορα, για να κάνουν αγγλικά. Παρά τις δυσκολίες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, πολλοί γονείς το προτιμούν από το να κάνουν αγγλικά στη Μαλαισία, καθώς θεωρείται ότι η αξία των αγγλικών σε αυτή τη χώρα μειώνεται: από την ανεξαρτησία της Μαλαισίας το 1957 μέχρι σήμερα, η χώρα έχει μειώσει τη διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία, όπου πλέον διδάσκεται η γλώσσα της χώρας. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, ήταν ότι οι Μαλαισιανοί απόφοιτοι να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την είσοδό τους στον χώρο του ΙΤ.
«Έχουμε δει μία δραστική μείωση του επιπέδου των αγγλικών στη χώρα μας, όχι μόνο μεταξύ των μαθητών και φοιτητών, αλλά και μεταξύ των δασκάλων» λέει ο Ονγκ Κιαν Μινγκ, πολιτικός σχολιαστής.
Στην περίπτωση της Σιγκαπούρης, τα ¾ του πληθυσμού ανήκουν σε κινεζικά φύλα, αλλά εθνική γλώσσα είναι τα αγγλικά. Πολλοί θεωρούν ότι αυτό ήταν καθοριστικό στο να αποκτήσει η πόλη- κράτος τον τίτλο του ευκολότερου να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά κάποιος μέρους στον κόσμο (σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα).
Ωστόσο, η Σιγκαπούρη αποτελεί ένα ιδιότυπο «πεδίο μάχης», λόγω της ανόδου της Κίνας: τα τελευταία χρόνια αυξάνονται τα μαθήματα κινεζικών, με πολλά άτομα να διδάσκονται μανδαρίνικα, αντί για την διάλεκτο Χοκιέν, την οποία ομιλούν οι γηραιότεροι Κινέζοι μετανάστες.
Τα μαθήματα αυτά έγιναν δημοφιλέστερα μετά το 2009, κατά τη διεθνή οικονομική κρίση, με την κυβέρνηση να επιδιώκει «αναβάθμιση» των πολιτών και προετοιμασία τους για τις αλλαγές στο οικονομικό τοπίο. Όλο και πιο πολλές επιχειρήσεις ζητούν ανθρώπους με γνώσεις κινεζικών: ο Λι Χαν Σιχ, ιδιοκτήτης μίας εταιρείας multimedia, λέει πως τα αγγλικά γίνονται όλο και λιγότερο σημαντικά, καθώς είναι πολλοί οι πελάτες που θέλουν να κάνουν δουλειές στην Κίνα. «Οπότε προφανώς χρειάζεται να μάθεις αγγλικά, αλλά πρέπει να ξέρεις και κινεζικά».
Καθώς η οικονομική ισχύς της Κίνας αυξάνεται, ο Λι θεωρεί ότι τα μανδαρίνικα θα ξεπεράσουν τα αγγλικά. «Η πτώση της αγγλικής γλώσσας συνδέεται κατά πάσα πιθανότητα με την πτώση του δολαρίου…αν το γουάν εξελίσσεται στο επόμενο αποθεματικό νόμισμα, τότε πρέπει να μάθεις κινέζικα».
Κατά τον Μανότζ Βόχρα, διευθυντής του ασιατικού τμήματος του Economist Intelligence Unit, ωστόσο, το να θεωρεί κανείς ότι τα μανδαρίνικα θα «κοιτάξουν στα μάτια» τα αγγλικά είναι μάλλον υπερβολικό, καθώς ακόμα και εταιρείες στην Κίνα αναζητούν διευθυντές που μπορούν να μιλήσουν και τις δύο γλώσσες, εάν επιδιώκουν επέκταση πέρα από τα σύνορα της χώρας. «Λειτουργούν σαν γέφυρες» λέει σχετικά, συμπληρώνοντας πως το ερώτημα δεν είναι αν τα αγγλικά θα «εκθρονιστούν» από τα μανδαρίνικα, αλλά αν θα συνυπάρξουν μαζί τους- το μέλλον, κατά την άποψή του, είναι η διγλωσσία στη νοτιοανατολική Ασία.
Ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτελεί το Βιετνάμ, που αντιστέκεται πεισματικά στην «επέλαση» των μανδαρίνικων, λόγω συναισθηματικών λόγων, όπως εξηγεί ο οικονομολόγος Λε Ντανγκ Ντόανχ: «Όλοι οι δρόμοι στο Βιετνάμ έχουν ονόματα στρατηγών και αυτοκρατόρων οι οποίοι πολεμούσαν κατά της κινεζικής εισβολής για 2000 χρόνια» λέει σχετικά. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως τον προηγούμενο Μάιο υπήρξαν εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών σε αμφισβητούμενα ύδατα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Το αντικινεζικό συναίσθημα ωθεί τους νέους να μαθαίνουν περισσότερο αγγλικά- τη γλώσσα ενός ηττημένου εχθρού, ακόμα και αν πολλοί θυμούνται ακόμα τον πόλεμο με τις ΗΠΑ. Πολλοί Βιετναμέζοι ζουν και σπουδάζουν σήμερα στις ΗΠΑ. «Δεν ξεχνούμε τα θύματα του παρελθόντος, αλλά αν θέλουμε να εκβιομηχανίσουμε και να κάνουμε μια χώρα ισχυρή πρέπει να μιλάμε αγγλικά» λέει σχετικά ο οικονομολόγος.
Από οικονομικής πλευράς, οι υποστηρικτές και των δύο «πλευρών» έχουν επιχειρήματα. Ωστόο, στο πολιτισμικό τμήμα, δεν χωράει σύγκριση. Ακόμη και ο κ. Λι, ο οποίος είναι υπέρ της εκμάθησης μανδαρίνικων, θεωρεί ότι τα αγγλικά θα παραμείνουν δημοφιλή όσο υπάρχει το Χόλιγουντ: ενδεικτικά, στην Κίνα υπήρξε δυσαρέσκεια σχετικά με την επιτυχία ταινιών όπως το «Kung Fu Panda», καθώς έχουν υπάρξει πολλές κινεζικές παραγωγές κινουμένων σχεδίων με πάντα στο παρελθόν, αλλά καμία δεν σημείωσε τέτοια επιτυχία. «Μόλις το Kung Fu Panda βγήκε στα σινεμά, όλοι πήγαν να το παρακολουθήσουν. Αγόρασαν το συνοδευτικό merchandise και έμαθαν αγγλικά» λέει ο Λι.
http://www.kathimerini.gr με πληροφορίες από BBC 22.2.12
-
24/08/2014 στο 11:50 ΜΜstrona
-
12/10/2014 στο 12:07 ΜΜodwiedź
Πρόσφατα σχόλια