Η «δύσκολη» Β΄ Λυκείου
Του Νίκου Τσούλια
Αναφερθήκαμε στις δύο άλλες τάξεις του Λυκείου. Ήλθε η ώρα της. Για εμάς τους εκπαιδευτικούς (ή για μένα τουλάχιστον) είναι η πιο δύσκολη τάξη. Πρέπει να αναπτύξεις όλες τις δυνατότητές σου στο μέγιστο βαθμό, να είσαι σε διαρκή ετοιμότητα. Αλλιώς μπορείς να χάνεις την αίθουσα, να μην ανταποκρίνεσαι με επάρκεια στις ευθύνες και στα καθήκοντά σου και να απογοητεύεσαι.
Η Β΄ Λυκείου δεν είναι απλά και μόνο η ενδιάμεση τάξη, η οποία έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από πλευράς σχολικού προγράμματος. Συνδέεται με το ξεπέταγμα της εφηβείας, με την εκρηκτικότητα της κουλτούρας της αμφισβήτησης και με το προανάκρουσμα της μεγάλης ευθύνης των εξετάσεων που δημιουργεί το εκρηκτικό μίγμα σε μαθητές και μαθήτριες. Και όλα αυτά δεν μπορείς και δεν πρέπει να τα καθηλώνεις. Επομένως, οφείλεις να τα διαχειριστείς περνώντας από χίλιες δυο αντιφάσεις και δυσκολίες. Από την Α΄ Λυκείου ως τη Β΄ Λυκείου οι νέοι έχουν κάνει πολλά βήματα στην ανάπτυξή τους, πνευματική και σωματική – συχνά σε αυτό το διάστημα γίνονται «αγνώριστοι».
Όπως όλοι μας, οι νέοι διατρέχονται από την αντίληψη της χρησιμοθηρίας και με βάση αυτή αξιολογούν τη σχολική τους ζωή και ρυθμίζουν τις επιλογές τους. Προσανατολίζονται, εξ αρχής, προς τις κατευθύνσεις του σχολείου που θα γίνουν οι παράγοντες αξιολόγησης των εξετάσεών τους την επόμενη χρονιά. Και όλα υποτάσσονται σχεδόν απόλυτα σ’ αυτό το σκοπό. Ωστόσο, αυτή η εικόνα είναι, ως ένα βαθμό, φενακισμένη. Γιατί αφενός μεν οι κατευθύνσεις της Β΄ ως απομεινάρι του παλιού συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν εντάσσονται ούτε οργανικά ούτε επί του περιεχομένου στις επιδιώξεις των κατευθύνσεων της Γ΄ Λυκείου αφετέρου δε δεν αποτελούν για τους μαθητές πεδίο μεγαλύτερης υπευθυνότητας για το διάβασμά τους και συνθέτουν ένα πεδίο έωλης δικαιολογίας για την απομείωση του ρόλου στα άλλα μαθήματα που δεν περιλαμβάνονται στη λογική των κατευθύνσεων.
Η Β΄ Λυκείου αντί, λοιπόν, να αποτελεί πρόπλασμα και προγύμναση για την Γ΄ Λυκείου χρησιμοποιείται μάλλον προσχηματικά για την αποστασιοποίηση από το ευρύ και ενιαίο σώμα της γνώσης του σχολείου. Το γεγονός ότι το φροντιστήριο γίνεται περίπου θεσμική ανάγκη απ’ αυτή την τάξη είναι δηλωτικό αυτής της αντίληψης. Η προπαίδεια μαθητών και μαθητριών αυτής της τάξης πρέπει να είναι γενική και να αφορά το σύνολο των μαθημάτων. Είναι παιδαγωγικά και επιστημονικά πρόδηλο το γεγονός ότι οι «πολύ καλοί» και οι «άριστοι» μαθητές, όπως προσδιορίζονται από το σύστημα μιας αντικειμενικής βαθμολόγησης, είναι τέτοιοι μαθητές στο σύνολο των μαθημάτων και όχι σε ένα επιμέρους υποσύνολό τους. Δεν μπορεί να νοηθεί, κατά τη γνώμη μου, καλός μαθητής μόνο επί ενός υποσυνόλου των γνώσεων του σχολείου.
Αλλά, επειδή το σχολείο δεν μπορεί να μετασχηματίζει και να αλλάζει μονομερώς τα ζητήματα (ακόμα και τα πιο στενά) των νέων χωρίς τη βοήθεια των άλλων κοινωνικών θεσμών και κυρίως της οικογένειας και των πολιτικών φορέων της εκπαίδευσης, είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει τη στάση αποστασιοποίησης των μαθητών και των μαθητριών εν τοις πράγμασι. Προς τούτο, η καλύτερη λύση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση και επέκταση του κοινωνικού και παιδαγωγικού ρόλου των παρεχόμενων γνώσεων στα επιμέρους μαθήματα. Όταν οι μαθητές και οι μαθήτριες νιώθουν ότι κάτι θα τους είναι απολύτως χρήσιμο ή είναι φοβερά ενδιαφέρον, τότε αλλάζουν στάση και εκδηλώνουν μια εντυπωσιακή μεταστροφή στάσης και συμπεριφοράς.
Επιπρόσθετα η χρήση εποπτικών μέσων και η χρησιμοποίηση του εργαστηρίου αλλά και όποια εναλλακτική μέθοδος – έναντι της παραδοσιακής τοιαύτης – ανανεώνουν εντυπωσιακά το ζήλο των μαθητών. Επιπλέον όλα αυτά προσφέρονται και για το άνοιγμα μιας ευκολότερης συζήτησης και για το κέντρισμα ζητημάτων που θα τους απασχολήσουν στη μετασχολική ζωή τους. Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο συνεργεί στην ουσιαστικοποίηση της παρακολούθησης των εκτός κατεύθυνσης μαθημάτων, είναι, κατά τη γνώμη μου πάντα, η «συγκράτηση» των βαθμολογιών. Όταν η βαθμολόγηση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε – σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο για τη συζητούμενη – δυναμιτίζει την προσπάθεια. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο βαθμολογικός πληθωρισμός, που χαρακτηρίζει συνολικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα, είναι παράγοντας απαξίωσης της γνώσης, του σχολείου, των εκπαιδευτικών και φοβερή αλλοτριωτική δύναμη ενός εκκολαπτόμενου λαϊκισμού.
Τέλος, ένα τελευταίο στοιχείο που βοηθά στη διαμόρφωση ενός μαθησιακού κλίματος για τη Β΄ Λυκείου είναι και χρήση μιας ολιγόλεπτης παύσης της συζήτησης επί του κύριου θέματος και η ανάπτυξη ενός σχετικού ζητήματος, ειδικά όταν η διδακτική ώρα είναι προς το τέλος του ημερήσιου προγράμματος. Η αιτιολογία είναι σχετικά απλή. Είναι δυνατόν να κάθονται καθηλωμένοι και ακίνητοι και απολύτως προσεκτικοί νέοι αυτής της ηλικίας για 6 ή 7 ώρες; Επομένως, οφείλουμε να επινοούμε στιγμές χαλάρωσης και ανανέωσης, ώστε το μάθημα να μπορεί να ανεβάζει ρυθμούς κατά τις περιόδους εκείνες που θέλουμε μαθητές και μαθήτριες ψυχή τε σώματι επί του πίνακος. Αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να νομίζουμε ότι κάνουμε μάθημα ακόμα και σε ένα ακροατήριο ήσυχο, αλλά να μην αγκιστρωνόμαστε καθόλου στη σκέψη των μαθητών / μαθητριών μας.
Συχνά επικαλούμαστε τις θεσμικές αδυναμίες και τις ελλείψεις της πολιτείας έναντι του σχολείου για να δικαιολογηθούμε επί των αδυναμιών της λειτουργίας του σχολείου. Αλλά νομίζω ότι αυτό δεν λέει και πολλά. Ίσως γιατί αυτές οι ελλειμματικές συνθήκες να είναι διαρκείς κα διαχρονικές. Η όλη λειτουργία του εκπαιδευτικού είναι αυτή που θα προσπαθήσει να υπερκεράσει το τείχος των δυσκολιών. Αλλά αυτό δεν αποτελεί και ένα σημαντικό σημείο ακτινοβολίας του παιδαγωγικού μας ρόλου;
Διαβάστε και τα παλιότερα σχετικά κείμενα:
Πρόσφατα σχόλια