Αρχική > λογοτεχνία > Των γραμμάτων η φωνή…

Των γραμμάτων η φωνή…

clip_image002

Βολανάκης Κωνσταντίνος, Βενετία

Γράμματα παντού, γράμματα για όλους τους ανθρώπους, γράμματα για την καλλιέργεια του πολιτισμού, γράμματα για κοινωνίες αλληλεγγύης. Η Δημοκρατία των Γραμμάτων όταν γίνει κατάκτηση του ανθρώπου, θα είναι η μεγαλύτερη και η φωτεινότερη δημοκρατία όλων των εποχών. 

Επιμέλεια: Νίκου Τσούλια

Στέλιος Παπαθανασίου, ΤΟ ΒΗΜΑ 19.2.12

Η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη

«Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε;» (Ιω. 14, 9)

Ο Οδυσσέας Ελύτης, αναφερόμενος σε μια από τις αναρίθμητες ποιητικές εκφράσεις στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ομολογεί: «Τι έκφραση μεγάλου ποιητή – Θεέ μου!» (Η μαγεία του Παπαδιαμάντη). Το χωρίο που προκάλεσε τον ανυπόκριτο θαυμασμό του νομπελίστα προέρχεται από το διήγημα του σκιαθίτη συγγραφέα «Το καμίνι»: «Τα άστρα, το έν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων».

Το έργο του Ελύτη όπου γίνεται λόγος για τη μαγεία του Παπαδιαμάντη («όσοι λευκοφόροι, εννοήτωσαν») πρωτοδημοσιεύθηκε το 1976. Πέντε χρόνια αργότερα, ο ποιητής Νίκος Φωκάς στη μελέτη του υπό τον τίτλο «Συμβολή στην επιβεβαίωση μιας διάδοσης» (ότι, δηλαδή, ο Παπαδιαμάντης είναι ποιητής) αναγνωρίζει ευκρινώς στη λογοτεχνία του Σκιαθίτη «πρωτογενείς ποιητικούς άθλους» (Φώτα ολόφωτα, σ. 203).

Περιορίζομαι σ’ αυτές τις δύο αναφορές, οι οποίες, προστιθέμενες στις σχετικές ομολογίες του Μαλακάση και του Βάρναλη για τον ποιητή της Σκιάθου, αναιρούν εκ του ασφαλούς την (υποθετική) «αμηχανία που προκαλούν οι υπερβολικοί επετειακοί έπαινοι για την ποιητική πεζογραφία του Παπαδιαμάντη» (Δημήτρης Μαρωνίτης, «Τα χρέη της χρονιάς», «Το Βήμα», 8.1.2012).

Θα διατυπώσω την ένστασή μου όσο πιο απλά γίνεται. Συμμετείχα (ως εισηγητής κυρίως) στα σημαντικότερα συνέδρια και στις κυριότερες επετειακές εκδηλώσεις της περασμένης χρονιάς για τον Παπαδιαμάντη. Αναφέρω ενδεικτικά το Γ’ Διεθνές Συνέδριο (Σκιάθος και Αθήνα), την εκδήλωση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ στον «Παρνασσό» και το Πανελλήνιο Συμπόσιο (διεπιστημονικός απολογισμός) που διοργάνωσε το ΑΠΘ.

Δεν διέκρινα καμία απολύτως αμηχανία για τον ποιητή Παπαδιαμάντη•ούτε μεταξύ των εισηγητών ούτε μεταξύ των συνέδρων. Προφανώς, διότι «ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος» («Λαμπριάτικος Ψάλτης»). Αν, παραταύτα, υπάρχει κάποια αμηχανία, αυτή πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε όσους πίστευαν ότι το έργο του Παπαδιαμάντη «δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι μέσα στο χρόνο» («Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος», επιμ. Παν. Μουλλάς, 1974).

Υπερτιμημένη η ποιητική γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ισχυρίζεται ο κ. Μαρωνίτης, θεωρώντας ότι «πρόκειται μάλλον για ρυθμική καλλιφωνία» (τρέχα γύρευε!), ενώ «από τις σημαντικότερες όψεις της διηγηματικής του ευφορίας» ξεχωρίζει με (αστήρικτη) βεβαιότητα «τη δαιμονολογική του ευαισθησία και τον παιδόφιλο ερωτισμό του» (πού τον είδε;).

Οσον αφορά τη δαιμονολογία, σκέφτομαι πως κάτι παραπάνω θα ήξερε ο Παλαιός, όταν έγραφε «μέγας τις ήλθε δαίμων, ώστε μη φρονείν καλώς» («Πέρσαι», στ. 725). Αλλά και ο Νεώτερος, όταν έγραφε: «Δαίμονες και Δαιμόνισσες / δαιμονίζονται στην ακτή / χαριεντίζονται μεταξύ τους / ετοιμάζουν τα νέα δαιμονάκια / που θα βασιλέψουν / σ’ αυτή τη γη / που είναι πια δική τους» (Μίλτος Σαχτούρης, «Δαιμονολόγιο», «Εκτοτε»).

Οσον αφορά το δεύτερο «desideratum», πρέπει να γίνει κατανοητό πως άλλο πράγμα ο (ανύπαρκτος, σε κάθε περίπτωση) «παιδοφιλικός ερωτισμός» και άλλο πράγμα ο έρωτας του κάλλους και η περιγραφή του (απίστευτες, εν προκειμένω, οι επιδόσεις του Παπαδιαμάντη). Η εγκάρδια γνωριμία του Σκιαθίτη με τα (αλληλοπεριχωρούμενα) πρόσωπα και πράγματα οδηγεί συνήθως σε μια τρυφερή σχέση με αυτά, ενώ η απόδοσή τους διά λέξεων («μετ’ έρωτος» όμως και στοργής) καταλήγει σε αναπαραστάσεις ασύλληπτης ομορφιάς, οι οποίες, εντούτοις, «διαβαίνουν επί το πρωτότυπον».

Η πραγματογνωσία του Παπαδιαμάντη, ασυνήθιστης πληρότητας και ποιότητας, είναι αποτέλεσμα πρωτίστως εμπειρικής σχέσης και αντικειμενικής σπουδής. Οταν όμως ο Γέροντας της Σκιάθου αναπαύεται, «πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος» («Η Πεποικιλμένη») και «με την φαντασίαν του γρηγορούσαν» («Θέρος-έρος»), τότε στην αντικειμενική σπουδή του προστίθενται οι ιδιότητες της συμπαθούσης διαισθήσεως και της ευφάνταστης αντιλήψεως. Τότε «το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας» («Στην Αγι-Αναστασά»), οπότε ο απαράμιλλος διαχρονικός γλωσσικός οπλισμός του Παπαδιαμάντη και η αδιαμφισβήτητη σφραγίδα της δωρεάς φροντίζουν για τα υπόλοιπα αδιακρίτως και ακατακρίτως: «Ομματα έλαμπαν, παρειαί ανθούσαν, χαμόγελα ανέτελλαν, άσματα εν ψιθυρισμώ, και αισθήματα εν εμβρύω, και βαθείαι πνοαί και ελαφροί στεναγμοί, και αύραι της νεότητος ερρίπιζον, αέριζον, εδρόσιζον τα σώματα και τας καρδίας» («Ωχ! Βασανάκια» – Καμιά σχέση με παιδοφιλίες και τέτοια).

Το πρόβλημα με τον σκιαθίτη συγγραφέα είναι να αντιληφθούμε πως η μισή λογοτεχνία του γράφεται «επί πτίλων αύρας νυκτερινής» («Ο ξεπεσμένος δερβίσης») και σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, που σώζει χαρακτήρα ηδονικό και ικετευτικό, ενώ η άλλη μισή ακροβατεί στην επικράτεια του τραγικού. Μόνο που στη μικρά πολίχνη της Σκιάθου (και στην ενδοχώρα, βεβαίως) δεν υπάρχουν μεγέθη βασιλικών οίκων αλλά μικροάγιοι του ανθρώπινου πόνου: υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι.

Εν κατακλείδι: «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος» (τίτλος ποιήματος του Νίκου Καρούζου – και τιμής) είναι ο απόλυτος εκφραστής του χαροποιού πένθους, που χαρακτηρίζει τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων. Ο σκιαθίτης Γέροντας, αρκετές δεκαετίες πριν ιστορήσουν ποιητικά ο Ελύτης την «Τρελή ροδιά» της υπαρξιακής ευδαιμονίας και ο Σαχτούρης τον «Τρελό λαγό» της καλπάζουσας δυστυχίας, είχε προχωρήσει στον δικό του λογοτεχνικό συμψηφισμό, «ποιήσας τα αμφότερα έν» (Εφ. 2, 14).

Κατάφερε να διαλύσει ποικιλοτρόπως «το μεσότοιχον του φραγμού» και, μακριά από εκκωφαντικούς θορύβους, υπενθύμισε στο «γνησιώτερον μέρος του απλού λαού» («Νεκρός ταξιδιώτης») ότι το θαύμα είναι εδώ, «κτήμα ες αεί των επιγιγνομένων», υπό μορφήν περίλαμπρης «ποιητικής πεζογραφίας» και περίτεχνων ποιητικών μεταφρασμάτων, διά των οποίων «ρήγνυται ο Ιορδάνης»΄ τουτέστιν, η ιστορία τέμνεται χωρίς, παραδόξως, να διαιρείται…

Ο κ. Στέλιος Παπαθανασίου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και Θεολογίας.

Σχολείο

Λαμπρινή Κουζέλη, TO BHMA 21.2.12

Ο Κώστας Βρεττάκος μιλάει για τον Νικηφόρο Βρεττάκο

Αφορμή οι εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή

Ο Κώστας Βρεττάκος μιλάει για τον Νικηφόρο Βρεττάκο

«Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ο ποιητής της ελπίδας και της ανθρωπιάς, που βρίσκονται στο κέντρο της ποιητικής δημιουργίας του και εξυμνήθηκαν μέσα από σύμβολα όπως ο ήλιος και ο Ταΰγετος» λέει στο «Βήμα» ο γιος του μεγάλου βραβευμένου ουμανιστή ποιητή συγγραφέας Κώστας Βρεττάκος.

Εκατό χρόνια κλείνουν εφέτος από τη γέννηση του Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991) και το Υπουργείο Πολιτισμού τιμά τον Λάκωνα λογοτέχνη, κριτικό, μεταφραστή, αγωνιστή και ακαδημαϊκό ανακηρύσσοντας το 2012 «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου».
Ενα συνέδριο, εκδόσεις, δύο ιστότοποι, ποιητικές αναγνώσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, κινητές εκθέσεις αλλά και μία σειρά γραμματοσήμων αφιερωμένη στον ποιητή περιλαμβάνονται στις εορταστικές εκδηλώσεις που ανακοίνωσαν για όλη τη διάρκεια της χρονιάς, σε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης -στην οποία απόκειται, σύμφωνα με επιθυμία του ποιητή, το Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου-, το Μουσείο Μπενάκη, η Εταιρεία Συγγραφέων και οι εκδόσεις Ποταμός.

Ευχαριστημένος από τις εκδηλώσεις που προγραμματίζονται δήλωσε σε συνομιλία του με το «Βήμα» ο γιος του ποιητή, ο οποίος τις χαρακτήρισε «προσπάθειες θετικές μέσα στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε σε μια κοινωνία σκληρή και αντιποιητική».

Με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρονων από τη γέννηση του οραματιστή ποιητή της «Λειτουργίας κάτω από την Ακρόπολη» ζητήσαμε από τον Κώστα Βρεττάκο να επιχειρήσει έναν απολογισμό της απήχησης του έργου του πατέρα του.
«Το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου εκτιμήθηκε από μια μερίδα του κόσμου όμως δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και δεν υπήρξε συστηματική αξιολόγησή του» μας απάντησε. Στη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο ποίησης (1940, 1956, 1982), με το Βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη (1976) και με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1982).
Παλαιότεροι ιστορικοί και κριτικοί της λογοτεχνίας, όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου και ο Τάσος Βουρνάς, αλλά και νεότεροι κριτικοί και φιλόλογοι ασχολήθηκαν με το έργο του, με τρόπο όμως αποσπασματικό. «Είναι ώρα να τον μελετήσουν και να τον αξιολογήσουν και οι νεότερες γενιές, και οι εφετινές εκδηλώσεις είναι μια καλή αφορμή, ειδικά μάλιστα τώρα που το έργο του πατέρα μου αρχίζει να γίνεται διαθέσιμο στο σύνολό του καθώς ολοκληρώνεται η απογραφή, ταξινόμηση και αξιολόγηση του Αρχείου του», λέει ο Κώστας Βρεττάκος.

Το αρχειακό υλικό του Νικηφόρου Βρεττάκου έχει αξιοποιηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης και σκοπός είναι την τρίτομη έκδοση των ποιητικών απάντων του («Τα ποιήματα», Τρία Φύλλα, 1991-1992) και την επιλογή ποιημάτων από τον ίδιο («Η εκλογή μου: Ποιήματα 1933-1991», Ποταμός, 2008) να συμπληρώσουν και άλλες χρηστικές επιλογές από το έργο του, ώστε να «προβληθούν οι πολλές διαφορετικές πτυχές του λυρικού, κοινωνικού και πολιτικού Βρεττάκου μέσα από υλικό που μπορεί να περισυλλεγεί σε ενότητες».
Σκοπός είναι, με την ολοκλήρωση της επεξεργασίας του αρχείου του, «να είναι διαθέσιμα σε ένα-δυο χρόνια πολλά κείμενά του και να βρίσκει κανείς στα βιβλιοπωλεία έργα και του γνωστού και του άγνωστου Βρεττάκου».

Βασικά εκδοτικά ζητούμενα παραμένουν σήμερα μια αναλυτική εργογραφία και μια βιβλιογραφία Νικηφόρου Βρεττάκου -τις οποίες ετοιμάζει το Αρχείο-, η έκδοση ανέκδοτων κειμένων του και, κυρίως, της πλούσιας αλληλογραφίας του με φίλους και ομοτέχνους.

Σχεδόν 20 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, μπορούμε να αναμένουμε μια βιογραφία του η οποία θα συμπληρώσει το αυτοβιογραφικό «Οδύνη» (Πόλις, 2000); Το επόμενο βιβλίο του, όπως μας αποκάλυψε ο Κώστας Βρεττάκος, θα είναι το χρονικό μιας εποχής και ενδέχεται να περιλαμβάνει ως ένα σημείο και τη διαδρομή του πατέρα του.

Ο Βρεττάκος ως κριτικός

Μια σημαντικότατη πλευρά του Βρεττάκου, η οποία παραμένει εν πολλοίς ανεξερεύνητη και της οποίας η μελέτη θα προσφέρει πολλά στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, είναι η δραστηριότητά του ως κριτικού. Το κριτικό έργο του ήταν ως τώρα διεσπαρμένο στις εφημερίδες και στα περιοδικά («Ελληνικά Χρονικά», «Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή», «Επιθεώρηση Τέχνης» κ.ά.) με τα οποία είχε συνεργαστεί.
Ελάχιστα συστηματικός, δεν διατηρούσε αρχείο με αποκόμματα των συνεργασιών του, «δεν τον βοηθούσαν όμως και οι συνθήκες της ζωής του», λέει ο γιος του. Έλαβε μέρος στον πόλεμο και οργανώθηκε στην Αντίσταση με το ΕΑΜ. Όπως πολλοί Αριστεροί ταλαιπωρήθηκε και ήταν συχνά υπό διωγμό και απομονωμένος. Στο διάστημα της επτάχρονης δικτατορίας ζει αυτοεξόριστος στη Σικελία και στην Ελβετία. Επιστρέφει στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία και αρχίζει τότε να συγκροτεί αρχείο με τη βοήθεια του γιου του.

Τακτικός κριτικός λογοτεχνίας, ο οποίος συνεργάστηκε με πολλά έντυπα, ο Βρεττάκος, ειδικά μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου διετέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής, γράφει κριτική για όλους τους μεγάλους έλληνες ποιητές της εποχής του και πρωτοπαρουσιάζει νέους, όπως ο Τίτος Πατρίκιος, που αργότερα έμελλε να καθιερωθούν. «Είχε το ένστικτο του καλού ποιητικού λόγου και το θάρρος να το υποστηρίζει» μας λέει ο Κώστας Βρεττάκος, ο οποίος πιστεύει ότι μέσα από τη ματιά του Νικηφόρου Βρεττάκου στη μακρόχρονη κριτική διαδρομή του από τα προπολεμικά χρόνια ως το τέλος της ζωής του περνά η λογοτεχνία μιας ολόκληρης εποχής την παρουσίαση της οποίας αξίζει να διερευνήσουμε.

Εκδηλώσεις για το «Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου».

Ο ποιητής όπως παρουσιάζεται μέσα από τη μνήμη των ανθρώπων, ο κόσμος της ποίησής του και η συνάντηση της Ιστορίας με τη λογοτεχνία και την ιδεολογία θα είναι οι θεματικές του διήμερου συνεδρίου που διοργανώνουν το ΕΚΕΒΙ και το Μουσείο Μπενάκη για τις 9 και 10 Νοεμβρίου, με τη συμμετοχή περισσότερων από 20 ειδικών επιστημόνων.

Τρεις νέες εκδόσεις έρχονται να προστεθούν στη βιβλιογραφία Βρεττάκου από τις εκδόσεις Ποταμός: Ένα λεύκωμα με σπάνιο και εν πολλοίς ανέκδοτο υλικό (φωτογραφίες, χειρόγραφα, επιστολές), αναλυτικό εργο-βιογραφικό χρονολόγιο και παρουσίαση της ζωής και του έργου του ποιητή από τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο και τους νεοελληνιστές Βιτσέντζο Ρότολο και Ντέιβιντ Κόνολι. Τέσσερα τομίδια με τον τίτλο «Γράμματα», με κείμενα που δημοσιεύθηκαν υπό μορφήν επιστολής στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» και αξιολογούν την εποχή λίγο πριν από το δράμα του Β΄Παγκόσμιου πολέμου πρόκειται να είναι έτοιμα μέχρι την 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, 24-27 Μαΐου, στην οποία θα υπάρχει περίπτερο αφιερωμένο στον ποιητή. Επιλογή από την αλληλογραφία του με φίλους, στην οποία αποτυπώνεται το οδυνηρό κλίμα της δικτατορίας, θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του έτους.

Μελοποιημένη ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου θα ακουστεί από την Αλίκη Καγιαλόγλου στη βραδιά ποίησης και μουσικής, που διοργανώνουν στις 21 Μαρτίου-Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στον πολυχώρο Bacaro το ΕΚΕΒΙ και η Εταιρεία Συγγραφέων, η οποία προγραμματίζει αφιερώματα στην ποίηση του Βρεττάκου σε ειδικές βραδιές και στη λέσχη ανάγνωσης της εταιρείας.

Ποιητική καμπάνια, με στίχους του ποιητή που θα κυκλοφορούν στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αφιέρωμα στην 9η ΔΕΒΘ, κινητή έκθεση-αφιέρωμα που θα περιοδεύει κατά τη διάρκεια της χρονιάς σε σχολεία, βιβλιοθήκες κτλ. και δημιουργία ιστότοπου για τον συγγραφέα (http://vrettakos.ekebi.gr) ετοιμάζει το ΕΚΕΒΙ, το οποίο επίσης προτίθεται, όπως ειπώθηκε στη συνέντευξη Τύπου, «να δώσει προτεραιότητα σε προτάσεις για τη μετάφραση έργων του Νικηφόρου Βρεττάκου με αφορμή τον εορτασμό» οι οποίες θα υλοποιηθούν μέσα από το πρόγραμμα μετάφρασης «Φράσις».

Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης, ο θεματοφύλακας του έργου του Νικηφόρου Βρεττάκου, η οποία θα υποστηρίξει με υλικό του Αρχείου όλες τις εκδηλώσεις που θα γίνουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο για τον ποιητή, σχεδιάζει ποικίλα εκπαιδευτικά προγράμματα για τη γνωριμία των νέων με τη ζωή και το έργο του βραβευμένου λογοτέχνη, την έκδοση μιας διατριβής και ενός οδηγού στα μονοπάτια του Ταΰγετου με ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου και ειδικό κόμβο στον οποίο θα αναρτηθούν ψηφιοποιημένα τεκμήρια του Αρχείου Βρεττάκου.

Σχολείο

Δ. N. Mαρωνίτης, ΤΟ ΒΗΜΑ 19.2.12

Οι λέξεις και τα πράγματα

Αλλιώς φανταζόμουνα να κλείσει ο διάλογος για τον Ηρόδοτο, που άρχισε με τρεις. Εντέλει έμεινα μόνος με το φάντασμα του πιο μοντέρνου ιστορικού της ελληνικής αρχαιότητας, που η πρώτη του επίσκεψη με βρήκε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα σε δύο διαδοχικές δοκιμές (διατριβή και υφηγεσία). Τις προάλλες ωστόσο προέκυψε μια όψιμη ηροδότεια επίσκεψη, με διπλή αφορμή: τη φιλοσοφία (πλατωνικός Τίμαιος) και τη σύγχρονη ιστορία (ανάμεσα στις συμπληγάδες της Αποκάλυψης και της Ουτοπίας). Δεν φτούρησε όμως, όσο περίμενα, η πρόσφατη αυτή συνομιλία, και εξελίσσεται σήμερα σε αμήχανο μονόλογο.

Με μετρονόμο έναν κλεμμένο πάλι τίτλο, που εξερευνά τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα. Τις οποίες πρώτος, όσο ξέρω, τις εντόπισε, με τον τρόπο του βέβαια, ο ιδιοφυής πατέρας της ιστορίας από την Αλικαρνασσό, ταξιδεμένος σ’ ανατολή και δύση, νότο και βορρά, για να ιστορήσει τη γνώση που συμμάζευε. Θα ακολουθήσουν προσεχώς δικά του παραδείγματα, αφού προηγούμενως γίνει λόγος για κάποιες επικές καταβολές της ριζικής αυτής ανθρωπολογικής υπόθεσης. Με την προϋπόθεση ότι κάτω από τον όρο «λέξεις» υπονοούνται κυρίως κρίσιμες ονομασίες. Απόπειρες δηλαδή να εξονομαστούν, για να τιθασευτούν, σκοτεινές ανθρώπινες εμπειρίες, ενμέρει ή ενόλω ανεξήγητες.

Οπως συμβαίνει λόγου χάριν με τις λέξεις «ύπνος» και «θάνατος», χωρισμένες ή ζευγαρωμένες, στα δύο ομηρικά έπη και στη Θεογονία του Ησιόδου. Στην Ιλιάδα θεοί και θνητοί κοιμούνται ή αγρυπνούν, αναλόγως. Ο ύπνος είναι ο κανόνας, η αγρυπνία εξαίρεση. Ζήτημα θανάτου για τους ιλιαδικούς θεούς δεν υφίσταται. Ο θάνατος είναι ο κλήρος που ορίζει και διαχωρίζει στο κεφάλαιο αυτό τη μοίρα των ανθρώπων: αθάνατοι οι θεοί, θνητοί οι άνθρωποι. Πρόκειται για δύο ονομασίες που δεν ζευγαρώνουν, άμεσα τουλάχιστον, μεταξύ τους στο ιλιαδικό έπος, με μία μόνο εξαίρεση.

Οπου ο Υπνος και ο Θάνατος συναδελφώνουν (με κεφαλαίο μάλιστα το πρώτο γράμμα τους) τις δύο εννοούμενες υποστάσεις. Οι οποίες υποκινούνται από τον Δία και εμφανίζονται, με διαμεσολαβητή τον Απόλλωνα, μεταφέροντας τον νεκρό Σαρπηδόνα στη μακρινή Λυκία για την έντιμη ταφή του. Παραθέτω σε δική μου μετάφραση τους οικείους στίχους από την «Πατρόκλεια» (ραψωδία Π, 665-675):

Οπότε ο νεφεληγερέτης Δίας γύρισε στον Απόλλωνα και παραγγέλλει: / «Εφτασε η ώρα, Φοίβε, να κατεβείς στον ομαλό. Από τα βέλη / γλίτωσε τον Σαρπηδόνα, καθάρισε από το μαύρο αίμα το κορμί του, / έπειτα το νεκρό του σώμα αναλαμβάνοντας, απόμακρα, / στου ποταμού τα ρείθρα, οδήγησε, κι εκεί τον λούζεις, τον μυρώνεις / με μύρο θεϊκό, και του φοράς άφθαρτο ρούχο. Μετά τον εμπιστεύεσαι / στους δίδυμους γοργούς ταξιδευτές, τον Υπνο και τον Θάνατο, / στα χέρια τους να τον σηκώσουν, και φτάνοντας στην ώρα τους, / στο εύφορο χώμα της ευρύχωρης Λυκίας να απιθώσουν.»

Παραμένοντας στην Ιλιάδα, ένα δεύτερο παράδειγμα, έμμεσης τώρα συνεύρεσης ύπνου και θανάτου. Βρισκόμαστε στην αρχή της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Ο Αχιλλέας εξοντωμένος από τον φόνο και τον διασυρμό του Εκτορα, γέρνει στην αμμουδιά της θάλασσας, όπου αργά νήδυμος ύπνος χαλαρώνει τα τεντωμένα μέλη του. Και τότε, μέσα στον ύπνο του, παρουσιάζεται απαράλλακτο το είδωλο του αγαπημένου εταίρου.

Γυρεύει από τον φίλο να τον θάψει και μιαν υπόσχεση: να σμίξουν τα λευκά του οστά στην ίδια υδρία με του φίλου του, όταν κι αυτός πέσει νεκρός. Ο Αχιλλέας, ενύπνιος, υπόσχεται και ικευτεύει: Ελα όμως τώρα πιο κοντά, ν’ αγκαλιαστούμε μεταξύ μας, / τον άγριο θρήνο μας μαζί να τον γευτούμε. Αλλά ο ποθητός τους εναγκαλισμός θα παραμείνει ανέφικτος: το είδωλο του Πατρόκλου γίνεται καπνός και τρίζοντας βυθίζεται κάτω από το χώμα.

Που πάει να πει: ύπνος και θάνατος μπορεί να συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά δεν γίνεται να εναγκαλιστούν. Χωρισμός που επικυρώνεται με σπαραχτικό τρόπο και στη «Νέκυια» της Οδύσσειας, μεταξύ τώρα μάνας και γιου: είδωλο εκείνη στον κάτω κόσμο, πίνει αίμα και αποκρίνεται στα κρίσιμα ερωτήματα του γιου της, που βρέθηκε αφύσικα στον κάτω κόσμο ζωντανός. Οταν όμως απλώνει χέρι να την αγκαλιάσει, ο εναγκαλισμός μένει μετέωρος: ίσκιος ασώματος η Αντίκλεια σαν όνειρο πετά και χάνεται.

Στην ησιόδεια Θεογονία ο Υπνος και ο Θάνατος, δίδυμοι γιοι της μαύρης Νύχτας, αναλαμβάνουν ρόλο αντίστροφο. Ησυχος και γλυκός ο Υπνος, περιφέρεται στη γη και προσφέρεται στον άνθρωπο. Ενώ ο Θάνατος με ανελέητη, ατσάλινη καρδιά, σ’ όποιον θνητό απλώσει μια φορά το χέρι του, με τίποτα δεν ξεκολλά.

Αλλιώς φαντάζεται το ζεύγος «ύπνος – θάνατος» ο Ηρόδοτος. Θα δούμε πώς σε μια βδομάδα, αν δεν γυρίσει ανάποδα ο τόπος.

Σχολείο

Δ. N. Mαρωνίτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 12.2.12

Από το τέλος προς την αρχή

Ο τίτλος υπονοεί πως κάποτε, σε ώρες δύσκολες μιας μπλοκαρισμένης εθνικής υπόθεσης, έχει τον λόγο της και η αναδρομή, ελέγχοντας την επιδρομή, αν λαίμαργα σπατάλησε τα καύσιμά της. Που πάει να πει: σ’ αυτές τις περιπτώσεις οδεύουμε, εκόντες άκοντες, από το τέλος προς την αρχή, υπό τον όρο ότι τα δύο αυτά όρια είναι ρευστά, αφήνοντας την αναδρομή, για λίγο έστω, να προχωρήσει και την επιδρομή να οπισθοχωρήσει. Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον αφορμές, πραγματικές και επίκαιρες, που δικαιολογούν την προσφυγή στο φαινομενικά οξύμωρο αυτό σχήμα.

Η μία έχει να κάνει με τη διαβόητη κρίση – ζωή να ‘χει! Η άλλη με την παραζαλισμένη επιστήμη της ιστορίας, καταπώς την ιστορεί ο Αντώνης Λιάκος στο ομόθεμο έργο του, μελετώντας τις «Μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης» – το παρουσίασα την περασμένη Κυριακή. Και στα δύο αυτά προβληματικά πεδία παίζει κρίσιμο ρόλο, κατά τη γνώμη μου, και η ισχύουσα ονοματολογία, η οποία συχνά πυκνά συσκοτίζει το πρόβλημα, αντί να το σημαδεύει και να το στοχάζεται.

Δυο λόγια πρώτα για την παρατεινόμενη κρίση. Αλήθεια, ποιος, πότε και πώς σοφίστηκε και επέβαλε το διεθνές της όνομα, αφήνοντας σε σκόπιμη εκκρεμότητα τα αντιφατικά της σημαινόμενα. Τι σόι κρίση είναι αυτή που μας προέκυψε; Πρόκειται για εντόπια, ευρωπαϊκή, παγκόσμια κρίση; Πόσοι και ποιοι ενέχονται σ’ αυτήν; Ποιους εξοντώνει και ποιους, κρυφά ή φανερά, ευνοεί; Είναι αυτόνομη ή ετερόνομη και σκηνοθετημένη; Και σε ό,τι αφορά εμάς τους Ελληνες, που γίναμε, θέλοντας και μη, σημαιοφόροι της, πώς μας μοιράζεται; Ως οικονομική κρίση, σίγουρα άνισα. Ως πολιτική όμως κρίση, σε ποιους πέφτει το μεγαλύτερο βάρος: στην πολιτεία; στους πολιτικούς; στους πολίτες;

Και ακόμη: ποιοι είναι οι αποφασιστικοί κριτές; Ποιος τους όρισε και τους ορίζει; Ποιος εγγυάται για την κρίση τους; Μήπως λοιπόν πισωδρομώντας πρέπει να ψάξουμε για κάποιο άλλο όνομα; Γιατί, όπως πάμε, η επώνυμη αυτή κρίση κοντεύει να εξομοιωθεί μ’ εκείνη την αποκαλυπτική έσχατη κρίση που παίζεται μεταξύ υπόγειας κόλασης και επουράνιου παραδείσου.

Ονοματολογικό εξάλλου απρόοπτο εύκολα εντοπίζεται και στο σωτηριολογικό πρόγραμμα της σκοτεινής αυτής κρίσης, με έμβλημα ομόφωνο τη φράση «Για την Ελλάδα». Η οποία λέγεται, ακούγεται και γράφεται παντού και συνεχώς: εντός και εκτός Βουλής, και όπου αλλού κυκλοφορεί η εθνική μας ευαισθησία. Εμβλημα που ανακαλεί βέβαια τον φιλότιμο θρίαμβο της Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά, κατά κακή μας τύχη, είχε προλάβει και το μόλυνε η χούντα της επταετίας με το ανεπανάληπτο εκείνο « Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών». Αναρωτιέμαι γιατί και πώς κανείς δεν σκέφτηκε να εναλλάξει στην προκειμένη περίπτωση το αφηρημένο όνομα με κάτι πιο συγκεκριμένο και προσωπικό. Επιλέγοντας λόγου χάριν ως διεγερτικό έμβλημα το τρίλεξο «Για τους Ελληνες» – με ή χωρίς το γαμώ το.

Ή ακολουθώντας τη μέθοδο της αναδρομής, να το αναπληρώσει με ένα εύστοχο πεντάστιχο του Μανόλη Αναγνωστάκη, προμετωπίδα στα ποιήματα της τελευταίας συλλογής του, τα οποία, με τον σημαδιακό τίτλο «Ο Στόχος», δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά το 1971 στα «Δεκαοχτώ Κείμενα», καταμεσής της επάρατης χούντας. Αντιγράφω επακριβώς:

Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες / Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες.

Αισθάνομαι πως η προκλητική αυτή ερώτηση, με την οποία ανοίγει και κλείνει το θυμωμένο αυτό πεντάστιχο μπορεί να μας συνεφέρει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο έμβλημα εθνικού συναγερμού. Προτείνω λοιπόν να γίνει πανελλήνιο σύνθημα αγωνιστικής αυτογνωσίας στα δύσκολα χρόνια που περνούμε. Προσθέτοντας συνάμα και το υπονοούμενο ερώτημα: Τώρα τι κάνεις; Ετσι εξάλλου το κατάλαβαν κάποιοι στα χρόνια της δικτατορίας πληρώνοντας τίμημα βαρύ.

Πάντως, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, το αυτογνωστικό αυτό πεντάστιχο του Αναγνωστάκη ακούγεται σήμερα κυριολεκτικά προφητικό και επίκαιρο. Η ίδια η σύνταξή του είναι αποκαλυπτική. Καθώς συγκρίνει και συνάμα συναιρεί το οριακό παρόν με το ανυποψίαστο, εφησυχασμένο, κουτοπόνηρο παρελθόν. Τον υπεύθυνο ενικό αριθμό με τον ανεύθυνο πληθυντικό αριθμό. Το προσωπικό εσύ με το απρόσωπο εμείς. Τον ριψοκίνδυνο λόγο με τη γενναία πράξη.

Για να το πω αλλιώς: τα πράγματα γυρεύουν επειγόντως το πραγματικό τους όνομα, που δεν είναι δεδομένο. Χρειάζεται επειγόντως να βρεθεί. Ο Ηρόδοτος μας περιμένει.

Σχολείο

Γιάννης Ν. Μπασκόζος, ΤΟ ΒΗΜΑ 12.2.12

Ομογενοποίηση

Βαδίζουμε προς μια ομογενοποίηση της κουλτούρας; Το ερώτημα έχει τεθεί από χρόνια. Ακουγα στο ραδιόφωνο τη συνέντευξη ενός πολύ γνωστού dj και συνθέτη που επισκέφτηκε τη χώρα μας. Στην ερώτηση αν η τεχνολογία ομογενοποιεί την ηλεκτρονική, κυρίως, μουσική ήταν σκεπτικός, αν και έδωσε παραδείγματα μουσικών που πάνε αντίθετα στην ομογενοποίηση. Μια φίλη που ήρθε από το εξωτερικό μού έλεγε προχθές ότι, διαβάζοντας μαζικά τον τελευταίο καιρό σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες, έχει την εντύπωση ότι αφηγούνται περίπου το ίδιο πράγμα. Μια τάση ομογενοποίησης υπάρχει και στο σινεμά: αρκετές ελληνικές ταινίες της νεότερης περιόδου, παρ’ ότι διαθέτουν φρεσκάδα, νέους ηθοποιούς και καταρτισμένους τεχνικούς, δεν φαίνεται να συνιστούν ένα «άλλο» σινεμά.

Φυσικά δεν μπορεί κανείς να δει την ομογενοποίηση έξω από την παγκοσμιοποίηση και οι πιο βασικές αιτιολογίες είναι ότι στο παγκόσμιο χωριό όλοι καταναλώνουν τα ίδια πολιτιστικά προϊόντα, εκπορευόμενα κυρίως από την τηλεόραση. Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε επισημάνει την ύπαρξη της μαζικής πολιτιστικής δημοκρατίας με τη χρήση των παλιών πρωτοποριών στην υπηρεσία του μοντερνισμού: «Οι μηχανισμοί της μαζικής κατανάλωσης δημιούργησαν τους όρους υπό τους οποίους τα πνευματικά προϊόντα της παλαιάς, προ παντός όμως της μοντέρνας πρωτοπορίας, με μερικές αβαρίες και μερικούς εκχυδαϊσμούς, μπορούσαν να βρουν τον δρόμο για να μπουν στις νοητικές και αντιληπτικές συνήθειες πλατειών μαζών. Η μαζική κατανάλωση συντελείται μέσω της μαζικής διαφήμισης, της ρεκλάμας και των πλακάτ, δηλαδή μέσω εικόνων και γραφικών σχεδίων, όπου οι εμπνεύσεις, οι ιδέες και τα στερεότυπα της πρωτοπορίας τίθενται στην υπηρεσία της αγοράς». Δεν υπάρχει καλύτερη έκφραση αυτού του γεγονότος από τα free press.

Αν όμως δει κανείς τον πολιτιστικό χάρτη της Αθήνας (εν μέρει και κάποιων άλλων πόλεων) θα διαπιστώσει πόσα πολλά πολιτιστικά γεγονότα που θέλουν να είναι διαφορετικά λαμβάνουν χώρα σε μικρά θέατρα, σε υπόγεια, σε χώρους πολλαπλής έκφρασης. Μπορεί τα μεγάλα θέατρα (Μιχαηλίδη, Απλό, Ευαγγελάτου), τα παραδοσιακά περιοδικά και οι μεγάλες σκηνές να κλείνουν τον κύκλο τους, ανοίγουν όμως συνεχώς καινούργια μικρά και ευέλικτα σχήματα τα οποία και αυτά σαν πεταλούδες καίνε γρήγορα τα φτερά τους, για να μετασχηματιστούν αμέσως σε κάτι άλλο.

Υπάρχει μια πολυμορφία και μια ώσμωση των τεχνών που βαδίζει ενάντια στην ομογενοποίηση. Το διαφορετικό σε σχέση με παλαιότερες εποχές είναι ότι όλα αυτά που γίνονται δεν συνιστούν ένα ενιαίο ρεύμα, έναν συγκεκριμένο πνευματικό πυρήνα. Ομως αυτή είναι η εποχή μας… Κομματάκια του καθρέφτη πεταμένα εδώ κι εκεί που αντανακλούν το αποσπασματικό, το αγχώδες, το υβριδικό. Αυτή είναι η αγωνία των καιρών μας.

Σχολείο

Λαμπρινή Κουζέλη, ΤΟ ΒΗΜΑ 6.2.12

Αποχαιρετισμός στον ιρανό ποιητή Φερεϋντούν Φαριάντ

Ήταν στενός φίλος και μεταφραστής του Γιάννη Ρίτσου

Ο ιρανικής καταγωγής ποιητής και μεταφραστής του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη και πολλών άλλων νεοελλήνων ποιητών Φερεϋντούν Φαριάντ, ο οποίος ζούσε και δημιουργούσε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα, πέθανε την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου στην Αθήνα, ύστερα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 63 ετών.

Γεννημένος το 1949 στο Χοραμσάρ του Ιράν, σπούδασε κοινωνικές επιστήμες, συγκριτική φιλολογία και δημόσιες σχέσεις στην Τεχεράνη, όπου εργάστηκε το διάστημα 1974-1979 ως πολιτιστικός σύμβουλος στο Κέντρο Πνευματικής Ανάπτυξης Νεολαίας. Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ήταν η εποχή που διάβαζε ποίηση με πάθος. Από αγγλόφωνη μετάφραση γνωρίζει την ποίηση του Ρίτσου και αισθάνεται μεγάλο θαυμασμό για τον έλληνα ποιητή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να τον γνωρίσει.

«Ήρθε να συναντήσει τον πατέρα μου ένα καλοκαίρι στη Σάμο», θυμάται η κόρη του Γιάννη Ρίτσου. Ο Φαριάντ μιλούσε ελάχιστα γαλλικά, ο Ρίτσος γνώριζε ελάχιστα αγγλικά και η Έρη Ρίτσου ανέλαβε χρέη διερμηνέα στην πρώτη επικοινωνία τους. «Ύστερα από λίγο διαπίστωσα ότι και τα αγγλικά του Φαριάντ δεν ήταν καλά. Περισσότερο μάντευα τι μου έλεγε παρά καταλάβαινα. Κάποια στιγμή παράτησα την προσπάθεια και έφυγα. Επέστρεψα στο σπίτι αργά το βράδυ, και τους βρήκα, στις δύο η ώρα τα ξημερώματα, στη βεράντα να κουβεντιάζουν. Απόρησα και στάθηκα λίγο να τους ακούσω. Με τα σπασμένα αγγλικά του ο καθένας είχαν βρει έναν τρόπο και συνεννοούνταν περίφημα». Έτσι ξεκίνησε η φιλία τους που διήρκεσε ως τον θάνατο του έλληνα ποιητή.

Αργότερα ο Φαριάντ έμαθε άριστα ελληνικά. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα αρχαίων ελληνικών στη λέσχη του πανεπιστημίου. Από φτωχή οικογένεια του Ιράν, άνθρωπος μοναχικός και βασανισμένος, κατέφυγε στην Ελλάδα, την αγάπησε και επέλεξε να μείνει εδώ. Η ζωή του όμως δεν ήταν εύκολη. Πολλές φορές κινδύνεψε να απελαθεί προτού λάβει τελικά την ελληνική υπηκοότητα και βιοποριζόταν κάνοντας διάφορες εργασίες, για ένα διάστημα μάλιστα (1991-1992) δίδαξε την περσική γλώσσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Ήταν ένας άνθρωπος αξιόλογος και αξιοθαύμαστος, διότι, μολονότι ζούσε σε συνθήκες πενίας, ήταν σταθερά προσηλωμένος στην ποίηση», λέει η Έρη Ρίτσου.

Τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, «είχε συμβάλλει ιδιαίτερα», γράφει η Εταιρεία σε ανακοίνωσή της με αφορμή τον θάνατό του, «στη γνωριμία της ελληνικής ποίησης με το αναγνωστικό κοινό του Ιράν, καθώς και της ιρανικής στην Ελλάδα». Επίμονος, παραγωγικός, αφοσιωμένος, έδωσε από τις πιο σοβαρές μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας στα περσικά, αλλά μετέφερε και την ποίηση της χώρας του στην ελληνική γλώσσα, φέρνοντας σε επαφή τις δύο λογοτεχνίες και τις δυο κουλτούρες, με πιο πρόσφατη συνάντηση τη συγκινητική ανάγνωση ιρανών ποιητών στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στην Τήνο.

Μετέφρασε στα περσικά ανθολόγηση από το έργο του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Ημερολόγιο εξορίας» (Ιράν, 1990) για την οποία βραβεύθηκε το 1991 από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Εκτός από τον Ρίτσο, από τον οποίο δέχθηκε γόνιμες επιρροές στο δικό του ποιητικό έργο, γνωρίστηκε με τους περισσότερους σύγχρονους έλληνες ποιητές και μετέφρασε κείμενά τους.

Στο πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο του συγκαταλέγονται οι ποιητικές συλλογές «Η γέννηση του κήτους» (1978) και «Νέος ποιητής» (1979) στα περσικά, «Ουρανός χωρίς διαβατήριο (την οποία μετέφρασε το 1995 στα ελληνικά), το παιδικό «Όνειρα με χαρταετούς και περιστέρια» (που κυκλοφόρησε το 1988 στα ελληνικά από τον Κέδρο σε μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου).

«Τη γλώσσα της ποίησης την έμαθα/ απ’ τα’ άστρα, απ’ τα πουλιά, απ’ τα φύλλα κι απ’ τους πλανόδιους τροχιστές» γράφει στη συλλογή «Ουρανός χωρίς διαβατήριο». Η ποίησή του λυρική, τρυφερή, νοσταλγική, μιλά για την πατρίδα του και για τα ανθρώπινα: «Πατρίδα μου είναι/ ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο,/ χωρίς πύλη./ Μπαίνω απ’ τον αέρα».

Πολυμαθής και πολύγλωσσος, εκτός από τα ποιήματα των ελλήνων ποιητών μετέφρασε επίσης στα περσικά κείμενα των Λουί Αραγκόν, Πολ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούδα, Ναζίμ Χικμέτ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ισαάκ Ασίμοφ κ.ά.

Ως ανθολόγος, επιμελήθηκε ανθολογία ελλήνων ποιητών, ανθολογία διηγημάτων του Αντώνη Σαμαράκη με τίτλο «Σαρξ και άλλα διηγήματα» (Ιράν, 2003), την ποιητική ανθολογία από το έργο του Γιάννη Ρίτσου «Πέτρινος χρόνος» (Ιράν, 2004), για την οποία τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία το 2006. Τελευταία έκδοσή του ήταν η ανθολογία νεοελληνικής ποίησης «Η ελληνική ποίηση του σήμερα. Φωτεινό Παράθυρο σε 100 χρόνια ελληνικής μοντέρνας ποίησης» (Ιράν, 2010). Υπό έκδοση είναι μετάφρασή του ποιημάτων της Σαπφώς με τίτλο «Τα τραγούδια του έρωτα και η σελήνη της μοναξιάς».

«Έσβησε μια σημαντική φωνή των Γραμμάτων κι ένας πραγματικός φίλος της Ελλάδας», αναφέρει σε συλλυπητήριο μήνυμά του ο Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, κ. Παύλος Γερουλάνος: «Ο Φερεϊντούν Φαριάντ εγκαταστάθηκε στη χώρα μας πριν από 30 περίπου χρόνια και συνδέθηκε με την πνευματική ζωή του τόπου μας με τρόπο μοναδικό. Ποιητής, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, άριστος γνώστης και μεταφραστής της ελληνικής ποίησης -από Σαπφώ μέχρι Ρίτσο-, τιμημένος απ’ την ελληνική πολιτεία αλλά και τη διεθνή λογοτεχνική κοινότητα, ο Φαριάντ συνέβαλε στην ενδυνάμωση των πολιτιστικών δεσμών του λαού μας με τον ιρανικό. Τον ευχαριστούμε και τον αποχαιρετούμε».

Σύμφωνα με επιθυμία του εκλιπόντος, η ταφή του θα γίνει στην Ελλάδα. Τη δαπάνη της κηδείας ανέλαβε το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Η ακριβής ημέρα και ώρα της θα ανακοινωθούν.

Σχολείο

 

image2Πεισματικά άφαντη

Του Μιχάλη Μιτσού, ΤΑ ΝΕΑ 4.2.12

Οταν ήταν νέα, η Βισουάβα Σιμπόρσκα λάτρευε την ανθρωπότητα και ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτήν. Τότε μάλιστα πίστευε ότι μπορούσε να σώσει τον κόσμο μέσα από τον κομμουνισμό. Σύντομα αποκήρυξε και την ιδέα της εκείνη και τον κομμουνισμό. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» λίγο καιρό μετά τη βράβευσή της με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 1996, επέμεινε ότι τα ποιήματά της είναι «αυστηρά μη πολιτικά. Είναι ποιήματα για τους ανθρώπους και τη ζωή».

Οσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η Σιμπόρσκα διαπίστωνε ότι αυξάνονταν τα ερωτήματα και μειώνονταν οι απαντήσεις. Η ομιλία της όταν παρέλαβε το Νομπέλ περιστρεφόταν γύρω από τις λέξεις «δεν ξέρω». Ενας από τους λόγους που αγαπούσε τόσο πολύ τα ζώα ήταν κι αυτός: αντίθετα από τους ανθρώπους, εκείνα δεν ισχυρίζονται ότι ξέρουν.

Υπάρχει και μια άλλη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα. Οι πρώτοι διαβάζουν τη ζωή τους και τη ζωή του κόσμου μέσα από τη διαδοχή των στιγμών και για τον λόγο αυτό αδυνατούν να εμβαθύνουν στη στιγμή. Τα δεύτερα, αντίθετα, ζουν την κάθε στιγμή. Και έτσι δεν γνωρίζουν από τεχνάσματα, υπολογισμούς και παγίδες. Εχουν τη συνείδησή τους καθαρή.

Με ένα ζώο θα συνέδεε μοιραία η ποιήτρια τον θάνατο, τον δικό της θάνατο. «Γάτα σε ένα άδειο διαμέρισμα», έτσι τιτλοφορείται ένα από τα ωραιότερα ποιήματά της (σε μετάφραση Βασίλη Καραβίτη, από τη συλλογή «Μια ποιητική διαδρομή», εκδ. Σοκόλη, 2003):

Να πεθάνεις – δεν μπορείς να το κάνεις αυτό/ σε μια γάτα./ Γιατί τι μπορεί να κάνει μια γάτα/ σ’ ένα άδειο διαμέρισμα;/ Να σκαρφαλώνει στους τοίχους;/ Να τρίβεται πάνω στα έπιπλα;/ Τίποτα δεν δείχνει εδώ διαφορετικό/ κι όμως τίποτα δεν είναι το ίδιο./ Τίποτα δεν μετακινήθηκε/ κι όμως υπάρχει πιο πολύς χώρος./ Και τις νύχτες δεν ανάβουν τις λάμπες.

Βήματα πάλι στο κλιμακοστάσιο/ όμως δεν είναι τα ίδια./ Το χέρι που αφήνει το ψάρι στο πιατάκι/ κι αυτό ακόμα έχει αλλάξει.

Κάτι δεν αρχίζει/ στη συνηθισμένη ώρα του./ Κάτι δεν συμβαίνει/ όπως θα’ πρεπε./ Κάποιος ήταν πάντοτε, πάντοτε εδώ/ κι έπειτα εξαφανίστηκε/ και μένει πεισματικά άφαντος.

Ολα τα συρτάρια πέρασαν από έλεγχο./ Ολα τα ράφια εξερευνήθηκαν./ Οι ανασκαφές κάτω απ’ το χαλί/ δεν απέδωσαν τίποτα./ Ακόμα και μια εντολή παραβιάστηκε,/ μ’ όλα τα χαρτιά σκορπισμένα παντού./ Τι απόμεινε να κάνουμε;/ Μόνο ύπνο και αναμονή.

Περίμενε μόνο μέχρι να εμφανισθεί,/ άφησέ τον μόνο να σου δείξει το πρόσωπό του./ Δεν θα πάρει κάποτε ένα μάθημα/ γι’ αυτό που δεν πρέπει να κάνεις/ σε μια γάτα;/ Κοντοζύγωσέ τον/ σαν να το κάνεις απρόθυμα/ και πάντοτε αργοκίνητα/ πάνω σε φανερά πληγωμένες πατούσες/ κι όχι πηδηματάκια και νιαουρίσματα,/ τουλάχιστον στην αρχή.

Η γάτα με την οποία συνήθιζε να φωτογραφίζεται η Σιμπόρσκα πρέπει να μην υπάρχει πια, αλλιώς θα το σκεφτόταν καλύτερα η ποιήτρια, δεν θα την άφηνε την περασμένη Τετάρτη μόνη.

Σχολείο

Θεωρίες δολοφονίας

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 8.8.11

Είναι ένα πυροτέχνημα που έσκασε ξαφνικά και θα ξεχαστεί αμέσως; Είναι μια είδηση που σε βάθος χρόνου θα φωτίσει με αναπάντεχο τρόπο το θάνατο του νομπελίστα Αλμπέρ Καμί;

Η θεωρία ότι η KGB βρίσκεται πίσω από το θάνατο του νομπελίστα Αλμπέρ Καμί (φωτογρ.) ανήκει στον Ιταλό πανεπιστημιακό και ποιητή Τζιοβάνι Κατέλι Σύμφωνα, πάντως, με δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας «Corriere della Sera» πίσω από το αυτοκινητικό δυστύχημα της 4ης Ιανουαρίου του 1960, που είχε ως θύμα, όχι μόνο το λατρεμένο των Γάλλων συγγραφέα, αλλά και τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ, βρίσκονταν Σοβιετικοί κατάσκοποι. Να τη πάλι η KGB, που έχει κάνει, βεβαίως, όλα τα κακά του κόσμου κι άλλα τόσα που δεν ξέρουμε. Αλλά να τα βάλει και με τον Καμί, δύο μόλις χρόνια μετά το Νομπέλ του;

Η θεωρία

Η θεωρία που δημοσίευσε η «Corriere della Sera» ανήκει στον Ιταλό πανεπιστημιακό και ποιητή Τζιοβάνι Κατέλι. Αυτός ανακάλυψε ότι μια παράγραφος από το ημερολόγιο ενός διάσημου Τσέχου ποιητή και μεταφραστή, του Γιαν Ζαμπράνα, έλειπε από την ιταλική του έκδοση. «Ακουσα κάτι πολύ παράξενο από το στόμα ενός ανθρώπου που ήξερε πολλά και είχε πολύ ενημερωμένες πηγές», έγραφε ο Ζαμπράνα.

«Σύμφωνα με αυτόν, το δυστύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ο Αλμπέρ Καμί το 1960 είχε οργανωθεί από Σοβιετικούς κατασκόπους. Κατέστρεψαν ένα από τα λάστιχα του αυτοκινήτου χρησιμοποιώντας μια εξελιγμένη συσκευή, που άνοιγε τρύπα στη ρόδα όταν το αυτοκίνητο ανέπτυσσε ταχύτητα. Η διαταγή δόθηκε προσωπικά από τον Ντμίτρι Τροφίμοβιτς Σεπίλοφ, υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, σαν αντίδραση σε άρθρο που δημοσίευσε ο Καμί τον Μάρτιο του 1957 στο γαλλικό περιοδικό "Franc-tireur" κατηγορώντας τον για τα γεγονότα της Ουγγαρίας».

Πράγματι. Ο Αλμπέρ Καμί είχε καταδικάσει την απόφαση της Μόσχας να καταστείλει με σοβιετικά στρατεύματα την εξέγερση των Ούγγρων την άνοιξη του 1956. Και είχε βαφτίσει την εισβολή «οι σφαγές του Σεπίλοφ». Η σύγκρουση του ρομαντικού, αντιεξουσιαστή συγγραφέα και διανοητή με την κομμουνιστική ορθοδοξία είχε και συνέχεια. Ενάμιση χρόνο αργότερα στάθηκε δημόσια στο πλευρό του διωγμένου από τον Στάλιν Ρώσου νομπελίστα Μπόρις Πάστερνακ, προκαλώντας και πάλι την οργή της Μόσχας.

Αρκούσαν τα παραπάνω για να οργανωθεί μια δολοφονία; Σύμφωνα με την «Corierra della Sera», περίσσευαν. «Η ΕΣΣΔ είχε αρκετούς λόγους για να διατάξει τη δολοφονία του Καμί με το γνωστό επαγγελματικό στιλ των πρακτόρων της KGB», γράφει η εφημερίδα. Ηταν, άλλωστε, και καλομαθημένη εκείνη την εποχή η Μόσχα. Η ευρωπαϊκή και δη η γαλλική Αριστερά εξακολουθούσαν να είναι δεμένες χειροπόδαρα στο σταλινισμό.

Αντιδράσεις

Οπως είναι λογικό, το δημοσίευμα της «Corriere della Sera» προκάλεσε σχόλια και αντιδράσεις. Ο βρετανικός «Observer» κατέφυγε στα φώτα του Ολιβιέ Τοντ, βιογράφου του Αλμπέρ Καμί («Albert Camus: Une Vie»), που είχε κάνει τεράστια έρευνα στα σοβιετικά αρχεία.

Δήλωσε, όμως, πως δεν είχε βρει κανένα στοιχείο που να συνδέει τη Μόσχα με το θάνατο του συγγραφέα. «Τίποτα σχετικό με τη δράση της KGB και των διαδόχων της δεν θα με εξέπληττε. Αλλά αυτή η θεωρία για δολοφονία του Καμί με άφησε εμβρόντητο. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιους συμφέρει και γιατί». Και πρόσθεσε: «Είναι ενδιαφέρον και αστείο αλλά είναι και αλήθεια ότι τα ντοκουμέντα της KGB αποδεικνύουν ότι οι Σοβιετικοί πολύ συχνά χρησιμοποιούσαν τους Τσέχους για τις βρόμικες δουλειές τους. Αλλά, παρ’ ότι δεν μπορώ να αποκλείσω εντελώς τη δολοφονία του Καμί, δεν πιστεύω ότι είναι αλήθεια».

Να θυμίσουμε, πάντως, ότι στην τσέπη του 46χρονου Αλμπέρ Καμί, που ανασύρθηκε νεκρός από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου, ενός νευρικού Facel Vega, βρέθηκε ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο τρένου Προβηγκία-Παρίσι. Αντί να επιστρέψει από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του με το τρένο συνοδεύοντας τη γυναίκα του Φράνσιν και τα δίδυμα παιδιά τους, δέχτηκε την πρόταση του Μισέλ Γκαλιμάρ να πάνε οδικώς.

Σχολείο

«Εχω έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό»

Γράφει η Ελένη Τορόση, ΤΑ ΝΕΑ 20.8.11

Η Ελφρίντε Γέλινεκ συντηρεί διαδικτυακή σελίδα, http://elfriedejelinek.com, εδώ και 15 χρόνια και είχε μέχρι σήμερα γύρω στους 800.000 επισκέπτες. Είναι ένα είδος ιδιωτικού εκδοτικού οίκου άνευ εμπορικού ενδιαφέροντος. Η συγγραφέας απαγορεύει την ανατύπωση και επιτρέπει την αναδημοσίευση αποσπασμάτων ή παραθεμάτων αποκλειστικά και μόνο με την δική της άδεια.

Οταν πήρατε το βραβείο Νομπέλ πολλοί συνάδελφοί σας ξεδίπλωσαν τις μεγαλύτερες κακίες εναντίον σας. Πώς επέδρασε αυτό στην ψυχική ισορροπία σας; Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο από τότε παρουσιάζεστε δημοσίως όλο και λιγότερο;

Ναι, είμαι ευάλωτη και εύθικτη στις προσβολές. Εχω έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό όπως και πολλά μοναχοπαίδια. Πρόκειται για βαθιά διαταραχή της προσωπικότητας και, δυστυχώς, δεν υπάρχει θεραπεία για να απαλλαγεί κανείς από αυτό το κουσούρι. Σίγουρα είναι και αυτός ένας λόγος, όχι ο μόνος, που δεν βγαίνω πια πολύ στη δημοσιότητα.

Κυρία Γέλινεκ, επαναλαμβάνετε διαρκώς ότι αποφεύγετε τους ανθρώπους και τη δημοσιότητα, αλλά η προσωπική σας σελίδα στο Διαδίκτυο δείχνει ότι βρίσκεστε στο επίκεντρο της ζωής. Σχολιάζετε ανελλιπώς την επικαιρότητα, επιτίθεστε στην υπουργό Εσωτερικών της Αυστρίας που προωθεί την απέλαση αλλοδαπών, γράφετε δοκίμια και άρθρα για συναδέλφους καλλιτέχνες. Τα κείμενά σας αλλά και τα θεατρικά έργα σας δεν δείχνουν συγγραφέα αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια. Το αντίθετο μάλιστα, δημιουργείτε την εντύπωση ότι παρακολουθείτε τα πάντα με εγρήγορση και συμμετοχή.

Ναι, αλλά αυτό είναι σύνηθες στις εργασίες μου: μια ζωή γνωρίζω την επικαιρότητα από δεύτερο χέρι, από την περιγραφή των μέσων επικοινωνίας. Φοβάμαι πως δεν υπάρχει πια αυθεντική εικόνα των πραγμάτων, βλέπει κανείς τα πάντα φιλτραρισμένα μέσα από τη γνώμη που έχει ήδη γι’ αυτά. Ισως μόνο σπάνια, όπως για παράδειγμα ο Χάντκε, ο οποίος είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίθετο από μένα, ο αντίποδάς μου. Πιστεύει στην πρωτογενή τοποθέτηση. Να δει κάτι έτσι όπως κανείς δεν το έχει δει έως τότε, κάτι που εγώ θεωρώ αδύνατο. Ο Χάντκε όμως το πετυχαίνει.

Επίσης, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προσωπικής παρέμβασης παρότι οι άνθρωποι πολύ θα ήθελαν να το πιστέψουν. Το σύστημα είναι τόσο κλειστό που κάτι τέτοιο δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει.

Κάποτε είπατε πως ο καπιταλισμός αποδείχθηκε τελικά νικητής. Οι εξελίξεις όμως δείχνουν ότι ο καπιταλισμός μάλλον έχασε την αξιοπιστία του. Σε ένα από τα τελευταία θεατρικά σας κάνετε σκέψεις για την κατάρρευση της οικονομίας.

Ο καπιταλισμός νίκησε και είχε όλες τις δυνατότητες. Τώρα μας δείχνει εντυπωσιακά σε ποια κρίση μπορεί να φτάσει όταν δεν βάζει κανείς όρια στις ελεύθερες αγορές και εμπιστεύεται τον νεοφιλελευθερισμό. Συμβαίνει λοιπόν τώρα μια αρκετά παράξενη και κωμική αντιστροφή: στις μητέρες-χώρες του καπιταλισμού το κράτος καλείται να κρατικοποιήσει ή να στηρίξει τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Το βρίσκω πολύ αστείο (είναι και το θέμα της πρόσφατης θεατρικής μου κωμωδίας), αλλά δυστυχώς το τραγικό είναι ότι πλήττονται τόσο πολλοί άνθρωποι από την κατάσταση αυτή.

Επίκαιρο το διαδικτυακό μυθιστόρημα της βραβευμένης με Νομπέλ το 2004 Ελφρίντε Γέλινεκ

«Γράφω για μια πόλη που ξεφτάει»

«Το ξεκίνημα της ιστορίας μου είναι η πόλη που πεθαίνει, η πόλη που λόγω της οικονομικής κρίσης αρχίζει να ξεφτάει, αρχίζουν να πεθαίνουν οι άκρες της», λέει η Γέλινεκ στο «Βιβλιοδρόμιο». «Τέτοια συγκεκριμένα παραδείγματα υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται λοιπόν για φθορά, στασιμότητα, εντροπία και τέλος για θάνατο. Οχι και ό,τι καλύτερο».

Η Ελφρίντε Γέλινεκ έγραφε και δημοσίευε σταδιακά στο Διαδίκτυο τον «Φθόνο» επί τρία ολόκληρα χρόνια, από τον Απρίλιο του 2007, με τον χαρακτηρισμό «ιδιωτικό μυθιστόρημα».

Η ίδια το περιγράφει ως ακατάσχετο παραλήρημα των πολλαπλών νευρώσεών της, τις ρίζες των οποίων τοποθετεί στην παιδική της ηλικία. Στα δεινά της, όπως λέει, συνέβαλαν ο υψηλής μόρφωσης πατέρας της, χημικός στο επάγγελμα, ο οποίος κατέληξε σε ψυχιατρείο, η συναισθηματικά παγωμένη και αχόρταγη για κυριαρχία μητέρα της, η οποία ήθελε να επιβεβαιωθεί ως επιτυχημένη προαγωγός αναδεικνύοντας το παιδί της σε μουσική ιδιοφυΐα και, τέλος, η φοίτησή της σε καθολική σχολή καλογραιών για τις οποίες το μοναδικό που μετρούσε ήταν η πειθαρχία και η υπακοή.

Ολα αυτά η Ελφρίντε Γέλινεκ, γεννημένη το 1946 στην πολίχνη Muerzzuschlag της Αυστρίας, τα εσωτερίκευσε τόσο ώστε να βρίσκονται διαρκώς παρόντα στο έργο της. «Είμαι ένα ζόμπι, δεν είμαι ζωντανή», είχε πει η Γέλινεκ παλαιότερα στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit» μετά την έκδοση του προκλητικού βιβλίου της «Λαγνεία».

Εχει καθόλου αλλάξει η σκοτεινή οπτική γωνία σας;

Oχι. Εξάλλου στο νέο μυθιστόρημά μου υπονοώ τον φθόνο των νεκρών για τους ζωντανούς.

Yστερα από τα μυθιστορήματα «Λαγνεία» (1989) και «Απληστία» (2000), η Γέλινεκ αφιερώνει ακόμη ένα βιβλίο της σε βιβλική αμαρτία. Την αρχή κάθε κεφαλαίου διακοσμεί η περίφημη ροζέτα του Ιερώνυμου Μπος, στην οποία απεικονίζονται τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.

Κεντρικές φιγούρες του μυθιστορήματος είναι δύο, η «εγώ» συχνά και «Ε.Γ.» και η Μπριγκίτε Κ. Ηδη από το τρίτο κεφάλαιο παρεμβαίνει συνέχεια η αφηγήτρια που σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται τα δικά της παθήματα. Το ερώτημα για την τύχη της πρωταγωνίστριας τίθεται επιτακτικά γιατί η ως επί το πλείστον κακόκεφη αλλά παντογνώστρια αφηγήτρια την τυραννάει και τη στριμώχνει ολοένα.

Η Γέλινεκ εντάσσει και πάλι την ιστορία της στην Αυστρία, στο τρισάθλιο Μπρουκ αν ντερ Μουρ. Η Μπριγκίτε Κ., μια μαραμένη δασκάλα βιολιού, ζει στο απωθητικά «ειδυλλιακό» τοπίο μιας πόλης που πεθαίνει. Φθίνει ο πρώην ανθηρός κόμβος ενεργειακών εγκαταστάσεων, έργο του χιτλερικού Χέρμαν Γκέρινγκ, ενώ ο τουρισμός είναι σε άνοδο με τη δημιουργία χιονοδρομικού κέντρου. Η Μπριγκίτε Κ. ντύνεται πολύ πιο κομψά από ό,τι σηκώνει το περιβάλλον της. Ο άνδρας της όμως το σκάει με την κατά πολύ νεώτερη γραμματέα του. Γυναίκα και βουνό εγκαταλείπονται από τους πρώην επικαρπωτές τους, το αρσενικό και τη βιομηχανία. Η απαξίωση και ο ευτελισμός δημιουργούν ένα είδος μελαγχολικού μαγνητισμού.

Το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια στην Μπριγκίτε Κ. αλλά ούτε στη Γέλινεκ.

Δεν αντιμετωπίζετε ποτέ με συμπάθεια τους πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων σας;

Οχι, τους πρωταγωνιστές μου τους βλέπω όπως ένας φυσιοδίφης το αντικείμενό του. Παρατηρεί από απόσταση αλλά κάτω από μικροσκόπιο. Ετσι κι εγώ. Είναι σαν να κάνω πειράματα σε χώρο επώασης και παρακολουθώ τι θα προκύψει. Βέβαια, σαν καλή μισάνθρωπος που είμαι το γνωρίζω πάντα εκ των προτέρων. Το τέλος του μυθιστορήματός μου ήταν από την αρχή σαφές. Κατασκεύασα τη δομή του μυθιστορήματός μου ώστε να ξεχειλίζει σαν ορμητικό ποτάμι σχηματίζοντας μαιάνδρους. Ηθελα, κάτι που δεν το είχα κάνει ποτέ σε βιβλίο, να προσθέτω διαρκώς προσωπικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία να παρεκτρέπονται συχνά από την πλοκή. Επομένως, κατηφής η ατμόσφαιρα.

Εχετε πει ότι η δημοσίευση του βιβλίου στο Διαδίκτυο έχει να κάνει με την αγοραφοβία σας. Μήπως είναι και μια πράξη ενάντια στους μηχανισμούς των εκδοτικών κυκλωμάτων;

Αν το μυθιστόρημα κυκλοφορούσε σε μορφή βιβλίου, ο θόρυβος θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερος. Υπήρξαν κάποιες κριτικές, αλλά τίποτα περισσότερο. Ακριβώς όμως αυτά τα γρανάζια των λογοτεχνικών μηχανισμών ήθελα να αποφύγω. Και το πέτυχα, νομίζω. Γι’ αυτό και είμαι ευχαριστημένη. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο ειδικά για το Διαδίκτυο, γιατί βεβαίως έπρεπε να προσαρμόσω τη λογοτεχνική μου μέθοδο στο μέσον.

Γι’ αυτό και την κυρίως ιστορία, την πλοκή δηλαδή, διαδέχονται σχεδόν ημερολογιακά κομμάτια με προσωπικές μου σημειώσεις και γενικές παρατηρήσεις. Υπάρχουν δηλαδή πάμπολλες παρεκβάσεις από την υπόθεση του μυθιστορήματος, λοξοδρομήσεις σχεδόν απαγορευτικές για το στήσιμο ενός στρωτού κειμένου. Εδώ που τα λέμε, για μένα ήταν πάντοτε σπουδαιότερη η γλώσσα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κατά πόσον είναι δυνατόν να μιλήσει από μόνη της ξεσκεπάζοντας την ψεύτικη αυτοπεποίθησή της _ εννοώ τον ιδεολογικό χαρακτήρα της _ ακόμη και χωρίς να το θέλει.

Αναλύετε συχνά τις εξουσιαστικές σχέσεις που δημιουργεί η γλώσσα, αλλά γιατί χαρακτηρίζετε τον «Φθόνο» ιδιωτικό μυθιστόρημα;

Κάπως ειρωνικά το ονομάζω ιδιωτικό μυθιστόρημα, γιατί παραμένει κατά κάποιο τρόπο ιδιοκτησία μου, παρότι μπορεί να το διαβάσει δωρεάν όποιος θέλει. Αυτός ο συγκερασμός ιδιωτικού και δημόσιου με ερέθισε. Μέσω αυτού, βρήκα στην ουσία τη λογοτεχνική φόρμα μου. Επίσης, το ιδιαίτερο είναι ότι μπορώ κάθε ώρα και στιγμή να δημοσιεύσω κάτι και ταυτόχρονα να πάρω άφεση από αυτό, σχεδόν όπως κάνει η Καθολική Εκκλησία μετά την εξομολόγηση.

 

clip_image002[5]

Ιακωβίδης Γεώργιος, Ασχολία με ζήλο

  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: