Αρχική > πολιτική > Η πολιτική στο προσκήνιο 2.2.12

Η πολιτική στο προσκήνιο 2.2.12

 

clip_image002

Συζητάμε για την πολιτική και στεναχωριόμαστε, ενώ θα έπρεπε να χαιρόμαστε. Αποφεύγουμε να αναφερόμαστε σε αυτή, πάλι το μετανιώνουμε. Είμαστε εγκλωβισμένοι; Πώς θα διαμορφώσουμε ένα άλλο περιεχόμενο στην πολιτική; Το να ξορκίζουμε το “κακό” και να το παίζουμε θυμωμένοι δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό. Μπορούμε να αλλάξουμε τα σημερινά κόμματα, έτσι ώστε να είναι δημιουργικά; Ή μήπως πρέπει να δημιουργήσουμε καινούργια; Μπορούν να γεννήσουν νέα πολιτικά ρεύματα οι σημερινές κοινωνικές αναζητήσεις; Σε κάθε περίπτωση χρειαζόμαστε διεισδυτικές αναλύσεις…

Επιμέλεια: Νίκου Τσούλια

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31.1.12, ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

Τις χάσαμε προ πολλού

Η πρόταση για διορισμό επιτρόπου, που θα εγκρίνει τις δαπάνες του ελληνικού κράτους, δικαιολογημένα προκάλεσε σάλο εντός και εκτός Ελλάδος. Η Γερμανία μοιάζει να μην μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στην Ε.Ε. με τρόπο που θυμίζει τη συμπεριφορά των Συμμάχων απέναντί της μετά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρέπει, όμως, να είμαστε και ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Πίσω από το επιχείρημα περί κυριαρχίας κρύβονται πολιτικοί και άλλοι οι οποίοι σπατάλησαν, λεηλάτησαν ή και έκλεψαν τον πλούτο της χώρας. Ας μην είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι ένας Ευρωπαίος επίτροπος θα σεβόταν λιγότερο από πολλούς Έλληνες πολιτικούς τον ιδρώτα του ελληνικού λαού. Επίσης, καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε σε ποια ακριβώς θέση βρίσκεται η χώρα και πόσο δυστυχώς εξαρτάται από τα δάνεια των εταίρων της για να πληρώνει μισθούς και συντάξεις. Χάσαμε την αξιοπρέπεια και την κυριαρχία μας προ πολλού, όταν επιτρέψαμε σε ένα ανεπαρκές και σάπιο πολιτικό σύστημα να υποθηκεύει το μέλλον της χώρας για πολλές γενιές, προκειμένου να κάνει τα ρουσφέτια του, να ικανοποιεί τους πελάτες του και να μη… δυσαρεστεί κανέναν.

Σχολείο

Γιατί η Ευρώπη είναι, και μέσα στην κρίση, ελκυστική

Οι μυλόπετρες αξιών της ΕΕ

Του Αντώνη Τριφύλλη, ΤΑ ΝΕΑ 31.1.12

«GOOD ΒΥΕ BALKANS!»

«Vecernji List», κροατική εφημερίδα, μετά το δημοψήφισμα

Πριν από χρόνια συμμετείχα σε μια συνεδρίαση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέμα την πρόταση για άνοιγμα ευρωπαϊκών προγραμμάτων εκπαίδευσης και ανταλλαγής φοιτητών με τις ΗΠΑ. Η τότε Αμερική έβλεπε με κακό μάτι τις εξελίξεις στην Ευρώπη των Δώδεκα. Δεν της άρεσε καθόλου η εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης, ο κοινωνικός διάλογος και γενικά οτιδήποτε έφερε το πρόθεμα social. Αντίθετα, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, και μάλιστα ζήτησε την εμπειρία της ΕΟΚ στο θέμα ενόψει της δημιουργίας της NAFTA, της τελωνειακής ένωσης ΗΠΑ – Καναδά – Μεξικού. Από το οποίο όμως απέρριπτε μετά βδελυγμίας το αλληλένδετο κομμάτι της κοινωνικής συνοχής που προωθούσε η Ευρώπη, μεταξύ άλλων με τα ονομαζόμενα πακέτα Ντελόρ. Τα οποία είχαν υιοθετηθεί ως αντιστάθμισμα προς τα πιο αδύναμα κράτη και περιφέρειες. Για το πρόγραμμα εκπαίδευσης που λέγαμε όχι μόνο ενδιαφέρθηκε, αλλά ζήτησε και τη συμμετοχή της.

Στις σχετικές συζητήσεις μεταξύ στελεχών της Επιτροπής υπήρχαν και μερικές επιφυλάξεις στο κατά πόσο είναι ενδεδειγμένο να ανοίξουμε τα προγράμματα σε τρίτες χώρες και με τι στόχο. Ισχυρίστηκα ότι μπορούμε να δούμε τη συνεργασία και σαν μια πινελιά στο όραμα για μια Ευρώπη από τα Ουράλια έως τον… Ειρηνικό! Η κουβέντα χαλάρωσε με γέλια, η Αμερική συμμετείχε στα προγράμματα, τα οποία άνοιξαν και για άλλες χώρες εκτός ΕΟΚ.

Την εποχή εκείνη υπήρχαν τρεις απόψεις που «πάλευαν» στο εσωτερικό της Ευρώπης. Η πρώτη θεωρούσε προτεραιότητα την εμβάθυνση της κοινότητας. Η δεύτερη, την ταχύτερη διεύρυνση σε άλλες χώρες. Και η τρίτη, που επεκράτησε, έλεγε ότι πρέπει να προχωρήσουν και τα δύο συγχρόνως. Δηλαδή και το άνοιγμα σε διαδικασίες διεύρυνσης για όσες χώρες το επιθυμούν και ταυτόχρονα εμβάθυνσης με επιλεκτική εφαρμογή πολιτικών στις οποίες θα συμμετείχαν όσοι ήθελαν. Ετσι κι έγινε. Η Ενωση έφτασε τους 27. Και το ευρώ, η κοινωνική χάρτα και η Συνθήκη Σένγκεν υιοθετήθηκαν από κάποιες χώρες, ενώ άλλες προτίμησαν να μείνουν εκτός.

Η πορεία της διεύρυνσης οδηγεί την Κροατία ως 28η χώρα στην Ενωση το 2013, έπειτα από δημοψήφισμα στο οποίο τα 2/3 των πολιτών προτίμησαν την ένταξή τους στην ασφάλεια της ΕΕ. Ακόμη και τώρα που η Ενωση διέρχεται τη χειρότερη κρίση της. Ακόμη και τώρα το όραμα της ειρηνικής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας Ενωσης είναι πιο σαγηνευτικό από την παγωνιά της απόλυτης εθνικής κυριαρχίας. Τουλάχιστον για τους πιο αδύναμους κρίκους σε δύσκολους καιρούς.

Πολλοί θα πουν βέβαια ότι η Κροατία δεν είναι έτοιμη. Εχει ένα παρελθόν διαβίωσης σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, με μερίδιο στις ακρότητες στον ενδογιουγκοσλαβικό πόλεμο και ισχυρή παρουσία ακραίων πολιτικών κινήσεων. Η απάντηση είναι απλή: Και ποιος δεν είχε παρελθόν ολοκληρωτισμού από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ; Ομως η ευρωπαϊκή ταυτότητα αποδείχθηκε ισχυρή στο να οδηγήσει χώρες που έζησαν στρατιωτικές δικτατορίες, κομμουνιστικό, φασιστικό ή ναζιστικό ολοκληρωτισμό, στη σταδιακή ενσωμάτωση στο πάνθεον των αξιών μας. Ποιες είναι οι πηγές αυτών των αξιών; Η ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Οπως έλεγε ο Ντελόρ, υπάρχει ευρωπαϊκή ταυτότητα, πέρα από τις εθνικές μας. Είναι οι αξίες που πηγάζουν από την αρχαία Ελλάδα και τη δημοκρατία της, την αρχαία Ρώμη με την νομοθεσία της, τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό, τον ισλαμικό πολιτισμό, την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Χώρες όπως η δική μας, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αλλά και χώρες όπως οι βαλτικές, η Ουγγαρία κ.ά. μέσα από τις πολιτικές, οικονομικές και νομικές διαδικασίες του κοινοτικού κεκτημένου ξαναμαθαίνουν τις αξίες που λέγαμε, στις οποίες όλες έχουν προσφέρει κατά την ιστορική τους διαδρομή. Η πορεία είναι δύσκολη. Αλλά οι μυλόπετρες των ευρωπαϊκών αξιών οδηγούν λαούς και πολιτικές δυνάμεις στην αναγκαία προσαρμογή, στις αλλαγές και συμπεριφορές για το πέρασμά τους στο πιο σπουδαίο πολιτιστικό και οικονομικό πείραμα ειρήνης. Αυτές οι αλλαγές είναι πολύ ισχυρότερες από τις όποιες αποτυχίες, πικρίες ή πολιτικές προσεγγίσεις.

Μπορεί η Βρετανία να είναι υπέρμαχος της διεύρυνσης μέσα από τα γυαλιά του νεοφιλελευθερισμού της, αλλά εξίσου υπέρμαχα είναι και κινήματα της οικολογίας, ακόμη και της κομμουνιστικής Αριστεράς στην προσπάθεια για την επίτευξη του βαθύτερου στόχου της Ενωσης, που δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Με αυτά τα ολίγον συναισθηματικά καλωσορίζουμε την Κροατία στην Ενωσή μας. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι αλλαγές στη μεταπολεμική Κροατία σε σχέση με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αυτοκάθαρση και την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών υπήρξαν εντυπωσιακές.

Ευχόμαστε σύντομα, σε ιστορικούς χρόνους, να διευρυνθούμε και προς τις υπόλοιπες ταλαιπωρημένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Και, μεταξύ μας, ευχόμαστε το αστείο περί Ευρώπης από τα Ουράλια έως τον Ειρηνικό να πραγματοποιηθεί. Γιατί άραγε η Ουκρανία, η Γεωργία, ακόμη και η Ρωσία, εάν το επιθυμούν, να μη συμμετάσχουν; Βέβαια για την Αμερική τα πράγματα είναι λίγο δύσκολα, μια και δεν είναι επιλέξιμη. Βλέπετε, δεν έχει ακόμη καταργήσει τη θανατική ποινή, όπως αναγκάστηκε να πράξει η Τουρκία στην προενταξιακή της πορεία!

Σχολείο

Πόνος, γνώση, πράξη…

Η ευρωπαϊκή πολιτική και τα πολλαπλά μαθήματα της κρίσης

Του Κώστα Μποτόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ 3Ο.1.12

Κι όμως, υπάρχει. Κι όμως, είναι προοδευτική. Κι όμως, επιτέλους, φάνηκε. Αλλά, δυστυχώς, η απάντηση στην κρίση δεν θα έρθει από τη χώρα που είχε το φορτίο να τη ζήσει βαθύτερα στο πετσί της οδηγούμενη από μια «σοσιαλιστική» κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή έχασε την ευκαιρία της, και την ψυχή της, κι έτσι τα μαθήματα που έδωσε η Ελλάδα στην Ευρώπη δεν θα τα εφαρμόσει η Ελλάδα, αλλά όσες χώρες της Ευρώπης έχουν τα μάτια τους ανοιχτά.

Η απάντηση στην κρίση – η πολιτική, εννοείται, απάντηση – προϋποθέτει να καταλάβουμε τι συνέβη και πού ξέφυγε το πράγμα στην Ελλάδα, να χρησιμοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο τα όπλα και εργαλεία της πολιτικής και να τολμήσουν οι ηγεσίες να κάνουν τα βήματα που σήμερα όλοι παραδέχονται ως αναγκαία. Τα ελληνικά μαθήματα, πολύ συνοπτικά, γιατί τα χωνέψαμε πια όλοι και κυρίως οι ξένοι: δεν αφήνεις τους άλλους να δημιουργήσουν μόνοι τις προγνώσεις και τις βάσεις της διάσωσής σου, γιατί όταν αυτές πέσουν έξω όπως στην περίπτωση της Ελλάδας (όπου έπεσαν έξω και το βάθος και η διάρκεια της ύφεσης και ο χρόνος επιστροφής στις αγορές και το ύψος της αναγκαίας χρηματικής βοήθειας), οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δυσκολεύουν κι άλλο. Κάνεις ό,τι μπορείς από την αρχή για να αποφύγεις τον αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν υπάρχει έξοδος: δημοσιονομική κρίση – εξασθένιση του τραπεζικού συστήματος – κλείσιμο της στρόφιγγας δανεισμού στην πραγματική οικονομία – αύξηση της φορολογικής πίεσης πέρα από το ανεκτό – εξουδετέρωση των θυσιών και διαρκής ανάγκη νέων. Δεν προσθέτεις, με τις πράξεις και τα λόγια σου, λάδι στη φωτιά της αστάθειας και της ανασφάλειας γιατί αυτές είναι η τροφή των κερδοσκόπων.

Οι ευρωπαϊκές βάσεις – γιατί μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν να δοθούν λύσεις: η περίφημη «οικονομική διακυβέρνηση», δηλαδή η πραγματική συνεννόηση και συνεργασία πέρα από το δημοσιονομικό πεδίο, κάτι που απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας (όλοι μαζί και οι δυνατοί υπέρ των αδυνάτων και όχι οι «καλοί» κατά των «κακών» μαθητών) και εξισορρόπηση του παράγοντα «εξυγίανση» (ή λιτότητα) και του παράγοντα «κοινή χάραξη πορείας» (δηλαδή πολιτική). Το ενδιαφέρον είναι ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προσφέρει, πρώτη φορά, τη βάση για μια τέτοια εξισορρόπηση (είναι το άρθρο 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ενωσης), αλλά οι ηγέτες της Ενωσης τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο ερμήνευσαν μέχρι στιγμής με τον πιο τσιγκούνικο τρόπο αυτή τη δυνατότητα, ασχολούμενοι αποκλειστικά με την εγγενώς υφεσιακή (όπως έδειξε η περίπτωση της Ελλάδας, αλλά κυρίως των «καλύτερων μαθητών» Ιρλανδίας και Πορτογαλίας) λιτότητα.

Επειδή η ευρωπαϊκή πολιτική διαμορφώνεται δυστυχώς ακόμα σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη, και ιδίως από τα λεγόμενα ισχυρά, έχει τεράστια σημασία από ποιον θα αφομοιωθούν και θα εφαρμοστούν αυτά τα πολλαπλά μαθήματα της κρίσης. Αφού φτάσαμε στο σημείο οι ίδιοι οι οίκοι αξιολόγησης να παραδέχονται ότι χωρίς ανάπτυξη δεν γίνεται τίποτα και ότι η αδυναμία της Ευρώπης είναι η ατολμία της, και αφού οι συνταγές που άλλοτε θα χαρακτηρίζονταν αριστερές θεωρούνται πια αυτονόητες και από τη λεγόμενη κεντροδεξιά, καιρός είναι κάποιος όχι μόνο να τις αναγγείλει αλλά και να τις κάνει πράξη. Κύριες προτεραιότητες: ο διαχωρισμός των καθαρά τραπεζικών από τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες των τραπεζών, η δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης, η αλλαγή στη φορολόγηση του κεφαλαίου, η θέσπιση ευρωομολόγου, ένα πολιτικό Σύμφωνο διακυβέρνησης και ανάπτυξης. Ολα αυτά τα προτείνει, και τα εννοεί, ο υποψήφιος των γάλλων Σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ. Και γι’ αυτό η Γαλλία, και όσοι την παρακολουθούμε, ζει αυτή τη σπάνια στην πολιτική στιγμή να νιώθει τον αέρα της αλλαγής προς το καλύτερο να φουσκώνει τα πανιά της.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Σχολείο

Ασταθές κοινοβουλευτικό έδαφος

Του Σταύρου Λυγερού, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 29.1.12

Με τη διαπραγμάτευση για το PSI να είναι ένα βήμα πριν από τη συμφωνία, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη νέα δανειακή σύμβαση και στο νέο Μνημόνιο που θα τη συνοδεύει. Τα όσα ήρθαν τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα για τις απαιτήσεις της τρόικας επιβεβαιώνουν ότι σε γενικές γραμμές το νέο Μνημόνιο θα είναι η ίδια «θεραπεία», με τη διαφορά ότι η δόση θα είναι αυξημένη.

Το πολιτικό έδαφος πάνω στο οποίο πατάει η κυβέρνηση Παπαδήμου εμφανίζει σημάδια αστάθειας. Βλέποντας την εκλογική επιρροή του κόμματός του να μειώνεται λόγω της επιλογής του να ψηφίσει το πρώτο Μνημόνιο και να υποστηρίξει ενεργά την ασκούμενη πολιτική, ο Καρατζαφέρης εμφανίσθηκε απρόθυμος να υπογράψει το δίδυμο νέα δανειακή σύμβαση και νέο Μνημόνιο. Δήλωσε ότι αρκούν η υπογραφή του πρωθυπουργού Παπαδήμου και η ρητή πολιτική δέσμευση των πολιτικών αρχηγών που στηρίζουν την κυβέρνηση.

Η παρέμβαση Καρατζαφέρη έχει σημασία, επειδή κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί σαν το εναρκτήριο λάκτισμα για να εκδηλωθούν οι αντιθέσεις που σοβούν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Είναι κοινός τόπος ότι ο Σαμαράς δεν έχει καμία επιθυμία να υπογράψει. Ετσι όπως έχει εμπλακεί όμως, του είναι δύσκολο να κάνει πίσω. Ολα δείχνουν ότι θα υποχρεωθεί να πιει όλο το πικρό ποτήρι. Στη Συγγρού βλέπουν ότι παρά την κατάρρευση της πολιτικοεκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ. δεν καταφέρνει να εισπράξει, με αποτέλεσμα το δημοσκοπικό ποσοστό της να παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

Τα προβλήματα, όμως, δεν περιορίζονται στον ΛΑΟΣ και στη Ν.Δ. Αφενός η μάχη της διαδοχής κι αφετέρου το φάσμα της επικείμενης συντριπτικής ήττας έχουν μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε κινούμενη άμμο. Η καταψήφιση της διάταξης για τα φαρμακεία δεν ήταν μόνο μια αντίδραση σ’ ένα παράλογο μέτρο. Ούτε μόνο ένα πλήγμα στην υποψηφιότητα του Λοβέρδου για την αρχηγία. Ηταν και μια πράξη πολιτικής εκτόνωσης πολλών βουλευτών. Ηθελαν να αποδείξουν εμπράκτως ότι όταν στην τελευταία κρίσιμη ψηφοφορία έλεγαν πως η ψήφος τους δεν θα πρέπει εφεξής να θεωρείται δεδομένη, το εννοούσαν. Το γεγονός ότι ο Παπανδρέου είναι αρχηγός σε αποδρομή δημιουργεί ένα κενό ηγεσίας, το οποίο διευκολύνει την εκδήλωση τέτοιων τάσεων.

Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η στροφή του Χρυσοχοΐδη. Η δημόσια κριτική του για το Μνημόνιο και η δημόσια ομολογία του ότι δεν το είχε διαβάσει μπορεί να αποπνέουν μια εντύπωση καιροσκοπισμού, αλλά επιβεβαιώνουν αυτό που ήταν εξαρχής ορατό διά γυμνού οφθαλμού: οι πράσινοι υπουργοί και βουλευτές λειτούργησαν σαν κοπάδι με έλλειψη πολιτικής ευθύνης. Και τώρα που και προσωπικά βρίσκονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους, επιχειρούν με διάφορους τρόπους να διασωθούν.

Το κλίμα αυτό στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ εγείρει ερωτήματα για τον τρόπο που οι βουλευτές θα αντιδράσουν όταν θα κληθούν να ψηφίσουν το νέο Μνημόνιο. Μέχρι πρότινος, η ηγεσία τούς έθετε αντιμέτωπους με το εκβιαστικό δίλημμα ότι εάν δεν ψηφίσουν αυτό που κάθε φορά τους έφερνε στη Βουλή, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε και δεν θα υπήρχαν χρήματα για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις. Υπό το κράτος του εκβιαστικού αυτού διλήμματος, που κάθε φορά άλλαζε μορφή αλλά όχι περιεχόμενο, πέρασαν όλες οι δέσμες μέτρων, το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο και το πολυνομοσχέδιο του Βενιζέλου.

Σήμερα, το πολιτικό κλίμα έχει διαφοροποιηθεί. Αρκετοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έχουν φθάσει στα όριά τους και όπως έδειξε η καταψήφιση της διάταξης για τα φαρμακεία, έχουν την τάση να το δείξουν εμπράκτως. Η μεγάλη πλειοψηφία τους, άλλωστε, δεν έχει καμία ρεαλιστική ελπίδα επανεκλογής. Εχοντας, μάλιστα, βιώσει τις αποδοκιμασίες και τους προπηλακισμούς στις εκλογικές περιφέρειές τους, αρχίζουν να κινούνται με κριτήριο την επόμενη μέρα, όταν θα έχουν χάσει την έδρα.

Εκτός αυτού, όμως, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που κατά μία έννοια τους απελευθερώνει. Μέχρι τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν το ΠΑΣΟΚ που είχε την αποκλειστική ευθύνη για τη διακυβέρνηση του τόπου. Σήμερα, το τοπίο είναι διαφορετικό. Στην κυβέρνηση συμμετέχουν και η Ν.Δ. και ο ΛΑΟΣ. Αυτό σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι ευρύτατη κι όχι οριακή, όπως ήταν μέχρι πριν από λίγο καιρό. Με άλλα λόγια, οι πράσινοι βουλευτές νιώθουν ότι δεν εξαρτάται αποκλειστικά απ’ αυτούς η ψήφιση του νέου Μνημονίου και κατά συνέπεια έχουν το περιθώριο να διαφοροποιηθούν.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι θα προκύψει μαζική ανταρσία όποτε έρθει το νέο Μνημόνιο στη Βουλή. Σημαίνουν ότι το κοινοβουλευτικό έδαφος, στο οποίο πατάει η κυβέρνηση Παπαδήμου για να περάσει το νέο Μνημόνιο, είναι πιο ασταθές απ’ όσο δείχνει η τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που συγκροτούν από κοινού το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ. και ο ΛΑΟΣ.

Σχολείο

Γιάννης Πρετεντέρης, ΤΟ ΒΗΜΑ 29/01/2012

Φαυλοκρατία

Ποιους άραγε αντιπροσωπεύουν οι βουλευτές; Τον εαυτό τους; Τα κόμματά τους; Τους ψηφοφόρους τους; Τον επαγγελματικό τους κλάδο; Τίποτε από όλα αυτά. Σύμφωνα με το Σύνταγμα «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος» (άρθρο 31, παρ. 2). Το έθνος ως σύνολο. Ποιοι όμως αποτελούν το έθνος; Οι φαρμακοποιοί; Οι δικηγόροι; Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ; Οι κάτοικοι Αμαρουσίου; Το ηρωικό προλεταριάτο; Οι ψηφοφόροι της Κορινθίας; Οχι.

Ολοι αυτοί και ο καθένας μόνος του αποτελούν ασφαλώς τμήματα του έθνους. Αλλά τα επί μέρους συμφέροντά τους (απολύτως θεμιτά…) δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συμβαδίζουν πάντα ή εξ ορισμού με το γενικότερο συμφέρον. Μπορεί και να το αντιστρατεύονται. Ποιον λοιπόν αντιπροσωπεύουν τελικά οι βουλευτές; Αυτούς; Ολους αυτούς; Κάποιους από αυτούς; Κάποιους άλλους; Οχι. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν μόνο το γενικό συμφέρον του έθνους και το Σύνταγμα μάλιστα τους αναγνωρίζει απεριόριστη ελευθερία συνείδησης στον προσδιορισμό του.

Ως εκ τούτου, ο εξευτελισμός του Κοινοβουλίου τη «Μαύρη Τρίτη» δεν επήλθε επειδή οι Πασόκοι καταψήφισαν μερικά άρθρα ενός νομοσχεδίου, ούτε επειδή κάποιοι Νεοδημοκράτες κρύβονταν στις τουαλέτες για να μην ψηφίσουν. Επήλθε επειδή σειρά βουλευτών εμφανίστηκαν να κρίνουν με γνώμονα όχι το γενικό συμφέρον του έθνους αλλά τα συμφέροντα επί μέρους επαγγελματικών κλάδων με τα οποία ταυτίστηκαν. Να ψηφίζουν δηλαδή μέσα από κάποιου είδους συναλλαγή υπέρ της πάρτης τους…

Η πολιτική αυτή συμπεριφορά έχει ένα όνομα: φαυλοκρατία. Εχει μια αιτία: το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας. Και οδηγεί στην καταστροφή. Για δύο λόγους:

Πρώτον, επειδή ενισχύει εκτός Ελλάδας το στερεότυπο ότι η χώρα μας δεν είναι παρά μια διεφθαρμένη κομπανία που πορεύεται μέσα από διαδοχικές συναλλαγές – πάνω και κάτω από το τραπέζι…
Δεύτερον, επειδή στέλνει εντός Ελλάδας το μήνυμα ότι «έτσι γίνονται οι δουλειές». Και ότι οι πολιτικοί δεν είναι παρά κάτι ξεδιάντροποι νταραβεριτζήδες που καταπίνουν αμάσητες τις περικοπές ή τους φόρους αλλά στυλώνουν τα πόδια μόλις οι φαρμακοποιοί, οι δικηγόροι ή οι ταξιτζήδες βάλουν τις τσιρίδες.

Δεν χρειάζεται να περιγράψω πόσο κόστισε στη χώρα και στον κοινοβουλευτισμό αυτή η «Μαύρη Τρίτη» της περασμένης εβδομάδας. Το στοιχειώδες θα ήταν να τιμωρήσουν σκληρά οι ψηφοφόροι όσους πήραν μέρος στο νταραβέρι. Αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι θα το κάνουν. Δεν είμαι καν βέβαιος ότι συνειδητοποιούν το ολίσθημα. Αλλωστε εκείνοι τους έχουν εκλέξει. Και μια και δυο και τρεις φορές…

Σχολείο

ΜΕ ΝΤΑΟΥΛΙΑ;

ΤΑ ΝΕΑ 24.1.12
Είναι δεδομένη η καχυποψία των πολιτών για την εντιμότητα ορισμένων πολιτικών.  Αλλά από το σημείο  αυτό ώς το να διατυπώνονται ανεύθυνες ή μάλλον συκοφαντικές κατηγορίες εναντίον  κορυφαίων πολιτικών ανδρών υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Κρίνοντας λ.χ. τον βίο και την πολιτεία των δύο τελευταίων πρώην πρωθυπουργών ουδείς λογικός άνθρωπος θα κατελόγιζε στον κ. Κώστα Καραμανλή ή στον κ. Γ. Παπανδρέου ότι συνειδητά υπηρέτησαν  δικά τους ή φιλικά τους συμφέροντα.

Ο φόβος προς το θείο και το άγνωστο μπορεί να ενέπλεξε τον κ. Καραμανλή στις ατραπούς του Αθω. Και η πανθομολογούμενη αδυναμία του κ. Γ. Παπανδρέου να επιλέγει συνεργάτες μπορεί να ευθύνεται για τις γκάφες της κυβερνήσεώς του, μεταξύ των οποίων και το αναφερόμενο φούσκωμα του ελλείμματος.

Είναι τουλάχιστον αφελείς όσοι νομίζουν ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπου η ανικανότητα ανταγωνίζεται τις… μεταφυσικές ανησυχίες, συνιστούν σκάνδαλο που μπορεί να καθίσει έναν πρώην πρωθυπουργό στο σκαμνί. Ταυτοχρόνως εντάσσονται στις μνημειώδεις πολιτικές αρλούμπες φράσεις όπως «θα γίνει μακελειό»! Προβλέπεται  σύρραξη;  Οχι–διότι εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια…

 

Τα μετέωρα βήματα του ΠΑΣΟΚ

Η σύγκρουση δύο κόσμων μπροστά στη μεγαλύτερη κρίση της χώρας
Του Γιώργου Σιακαντάρη
 

Το να μιλάει κανείς για εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ αποτελεί πλεονασμό. Γιατί στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει μόνο μια εξέλιξη και αυτή αφορά την πορεία ραγδαίας μείωσης όχι μόνο των ποσοστών του αλλά του κύρους του στην ελληνική κοινωνία. Αν ένα κόμμα οδηγείται σε ραγδαία μείωση των εκλογικών του ποσοστών, αυτό αποτελεί μεγάλο αλλά όχι ανυπέρβλητο πρόβλημα. Αν όμως ένα κόμμα χάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών γιατί αφήνεται να νοηθεί πως εγκατέλειψε αμαχητί τις αρχές του, τότε αυτό το κόμμα δεν χάνει μόνο ποσοστά αλλά και τον λόγο ύπαρξής του. Επειδή εξακολουθώ να θεωρώ επιτακτική την ανάγκη ανασύνθεσης του χώρου της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς, δεν αδιαφορώ για το μέλλον του ΠΑΣΟΚ.

Αλλά από το 2004 και ύστερα σε αυτό το κόμμα έγιναν αυτοκτονικές επιλογές. Αρχικά το ιδιαίτερα σημαντικό έργο της οκταετίας Σημίτη εγκαταλείφθηκε βορά στους τραγκισμούς και τριανταφυλλο-ποπουλισμούς του μιντιακού μας συστήματος. Αντί να υποστηριχτεί μια οκταετία στην οποία έγιναν βήματα προς έναν δειλό αλλά εμφανή εξευρωπαϊσμό της χώρας, το ΠΑΣΟΚ κρύφτηκε πίσω από έναν λόγο που συνδύαζε μετανεωτερικότητα και λαϊκισμό.

Το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά το 2004 επιχείρησε να μιλήσει για τομείς και πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης» που δεν υπάγονταν στο περιβάλλον των άμεσων πολιτικών εξουσιών, όπως η γλώσσα, η σεξουαλικότητα, ο σεξισμός, ο ρατσισμός και τα δικαιώματα των μεταναστών, οι ειδικές μορφές κοινωνικής ανισότητας. Μίλησε για τομείς που οφείλουν την ανάδειξή τους στη μετανεωτερική θεώρηση. Η διεύρυνση του αριστερού λόγου και προς ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τη λαϊκή κυριαρχία, την ταξική εκπροσώπηση και το δημόσιο συμφέρον, είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη.

Τα πράγματα όμως γίνονται πολύ πιο σύνθετα, αν τα μετανεωτερικά αιτήματα υποκαθιστούν την αντίληψη που θέλει τα κόμματα να είναι διαμεσολαβητές και εκφραστές πρωτίστως καθολικών συμφερόντων. Ετσι στο ΠΑΣΟΚ τη θέση του λόγου για την εξουσία και τη διακυβέρνηση κατέλαβε μια αντίληψη περί συμμετοχικής και δημοψηφισματικής δημοκρατίας, η οποία θέλει αδιαμεσολάβητη τη σχέση ηγέτη και μαζών. Η πολιτική γίνεται ο χώρος στον οποίο ο ηγέτης λογοδοτεί απευθείας στον λαό. Και επειδή ο λαός δεν αποτελεί συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο, δεν λογοδοτεί πουθενά. Αν επίσης θεωρούμε την πολιτική ως τον χώρο στον οποίο κυριαρχούν διαφορές αντιλήψεων και όχι διαφορές ταξικών συμφερόντων, τότε νομιμοποιείται η υποκατάσταση των κομμάτων από κινήσεις πολιτών ή ΜΚΟ. Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές επιταγές ως άθροισμα κατακερματισμένων ατομικών απόψεων και όχι ως τον χώρο όπου συγκροτούνται και γενικεύονται τα ατομικώς αναδεικνυόμενα συλλογικά συμφέροντα.

Ετσι το ΠΑΣΟΚ το 2009 βρέθηκε απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας. Την ίδια στιγμή που η μετανεωτερική ψυχή καταλάμβανε τον χώρο που στο κόμμα κατείχε έως τότε η εκσυγχρονιστική, η άλλη του ψυχή, η λαϊκίστικη, εξακολουθούσε τον δικό της «πόλεμο θέσεων». Ετσι, το μεν μετανεωτερικό ΠΑΣΟΚ δεν κατανόησε το βάθος της κρίσης, το δε λαϊκίστικο δεν κατανόησε τον χαρακτήρα της κρίσης. Και όταν λέω χαρακτήρα εννοώ αυτό που από πολλούς ονομάστηκε προδοσία του κινήματος έναντι των ιδεών του. Αυτό το λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ δεν κατανόησε πως το 2009 κατέρρευσε αυτή ακριβώς η ιδεολογία για την οποία σήμερα οδύρεται για την απεμπόλησή της από το κόμμα. Η ιδεολογία δηλαδή του συνόλου του πολιτικού μας συστήματος, η οποία έβλεπε το κράτος ως επιχειρηματία και διανομέα θέσεων εργασίας.

Το ΠΑΣΟΚ συρρικνώνεται γιατί είναι το θύμα μια πολιτικής που αντί να υπερασπίζει το δημόσιο συμφέρον, υπεράσπιζε τα συμφέροντα στενών συντεχνιακών κύκλων. Είναι αυτοί οι συντεχνιακοί κύκλοι που το εγκαταλείπουν, αλλά στην εγκατάλειψή τους αυτή παρασύρουν και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που γαλουχήθηκαν με την ιδέα πως ο κρατισμός είναι Αριστερά.

Αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ θέλει να επιζήσει, πρέπει να στηριχτεί σε εκείνες τις δυνάμεις που επικεντρώνουν την προσοχή τους στη διαμόρφωση και στη χώρα μας ενός πολιτικού λόγου, που δεν θα φοβάται να εκφράζει την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού χώρου. Ενός χώρου, ο οποίος θα εκφράζει το πάντρεμα των αιτημάτων της άρσης των ανισοτήτων με τα αιτήματα ενίσχυσης της ελευθερίας των δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων. Αλλιώς, αν παραμείνει στα σημερινά, τότε θα ολοκληρώσει τα μετέωρα βήματά του προς το πολιτικό του αδιέξοδο.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» από τις εκδόσεις Πόλις

Σχολείο

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 23.1.12

Σημάδια ωριμότητας και αισιοδοξία

Ας σκεφθούμε για μια στιγμή πού θα μπορούσε να είναι η χώρα και πού βρίσκεται σήμερα. Αντί για κάποιον αχυράνθρωπο του κομματικού συστήματος, της χώρας ηγείται ένας πρωθυπουργός με κύρος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ο οποίος διαπραγματεύεται με πυγμή, αλλά και σύνεση τόσο με τους δανειστές μας για το PSI όσο και με την τρόικα. Οι πολιτικοί αρχηγοί αντί να επιδίδονται σε κοκορομαχίες κάθονται σε ένα τραπέζι και χαράσσουν μια κοινή διαπραγματευτική γραμμή. Ταυτοχρόνως, αποκτούν μια πλήρη και ειλικρινή εικόνα της κατάστασης, η οποία τους αναγκάζει να τοποθετούνται πιο ώριμα και υπεύθυνα. Αν δεν συμβεί κάποιο «ατύχημα», η Ελλάδα θα μπει σε μια τροχιά σταθεροποίησης και κατόπιν ανάπτυξης, καθώς είναι σαφές ότι οι μεγάλες χώρες της Ε.Ε. θέλουν να παραμείνει στο ευρώ. Η κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα έχουν δείξει σημάδια ωριμότητας, τα οποία δικαιολογούν συγκρατημένη αισιοδοξία.

Οι συνέπειες της ατιμωρησίας, 23.1.12

 
Υπήρξε κάποια καθυστέρηση, βεβαίως, αλλά τελικά η υπόσχεση τηρήθηκε. Τα ονόματα των μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου δόθηκαν στη δημοσιότητα και πλέον γνωρίζουμε ποιοι είναι και τι οφείλει ο καθένας τους. Και ούτε λίγοι είναι οι οφειλέτες ούτε λίγα τα οφειλόμενα. Σε 15 δισ. ευρώ ανέρχονται οι οφειλές 4.151 πολιτών.

Αλλά φυσικά το θέμα των οφειλών δεν εξαντλείται με τη δημοσιοποίηση ονομάτων και ποσών. Και ίσως το μέτρο αυτό να συμβάλλει σε κάποιο βαθμό στην αύξηση των εσόδων του Δημοσίου, αλλά δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα. Διότι, ας μη γελιόμαστε, η απάντηση στην πάταξη της φοροδιαφυγής είναι μία και μόνη: η συγκρότηση αποτελεσματικού φοροεισπρακτικού μηχανισμού και η διαμόρφωση αυστηρού νομοθετικού πλαισίου για όσους επιλέγουν να μην είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.

Μέχρι στιγμής -και παρά τις επανειλημμένες διακηρύξεις και διαβεβαιώσεις- τίποτε από τα δύο δεν έχει επιτευχθεί. Ολα παραμένουν ρευστά και υπό διαμόρφωση. Ισως το νέο φορολογικό νομοσχέδιο να αποτελέσει τη λύση σε αυτές τις εκκρεμότητες. Διότι αν και τώρα δεν καταφέρει μια κυβέρνηση να επουλώσει αυτή τη διαχρονική πληγή, η μάχη με τη φοροδιαφυγή θα έχει χαθεί οριστικά και τελεσίδικα.

Αλλωστε δεν είναι η συμπεριφορά των οφειλετών το πιο απαράδεκτο φαινόμενο που αναδεικνύεται μέσα από τα δημοσιοποιηθέντα στοιχεία. Ασύγκριτα σοβαρότερο είναι το γεγονός ότι επί χρόνια δεν έχει ασκηθεί σε όλους αυτούς η επιβαλλόμενη πίεση, έτσι ώστε να υποχρεωθούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Είναι μάλιστα κάτι που καθημερινά αποδεικνύεται μετά τις συλλήψεις που καθιερώθηκαν το τελευταίο διάστημα. Είναι πολλοί εκείνοι που δημόσια διαβεβαιώνουν ότι θα εκποιήσουν περιουσιακά στοιχεία τους για να εξοφλήσουν τα χρέη τους.

Υποστηρίζεται, και όχι άδικα, ότι η κρίση την οποία βιώνουμε αποτελεί την ευκαιρία για να διορθώσουμε πολλά από τα στραβά που μας χαρακτηρίζουν ως κράτος και ως κοινωνία. Η φοροδιαφυγή είναι, με διαφορά, το σημαντικότερο απ’ όλα. Χωρίς την πάταξή της έξοδος από την κρίση δεν υπάρχει.

Σχολείο

clip_image002[73]

 

Νέες Εποχές: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση από την Αριστερά;

ΤΟ ΒΗΜΑ  22/01/2012

Τα ευρήματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων έδωσαν αφορμή για σενάρια με βάση τα οποία τα ποσοστά των κομμάτων της Αριστεράς αθροιζόμενα αρκούν για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης στις προσεχείς εκλογές. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα σχημάτιζαν ενιαίο ψηφοδέλτιο.
Μια τέτοια πρόταση κατέθεσε
σε συνέντευξή του στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ ο Αλέκος Αλαβάνος κάνει λόγο για ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει η Αριστερά.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και
η πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη στη διπλανή σελίδα. Αν λοιπόν αριθμητικά η Αριστερά έχει πιθανότητες να γίνει κυβερνητική δύναμη, το ερώτημα είναι αν μπορεί και αν θέλει να κυβερνήσει.
Η Αριστερά δεν πρέπει
να αναλάβει την παραμικρή ευθύνη για την κρίση, απαντά ο Αντώνης Λιάκος.
Η κυβερνητική ευθύνη για
την Αριστερά συνιστά ένα από τα δυσκολότερα μετεμφυλιακά εγχειρήματα, επισημαίνει ο Δημήτρης Σεβαστάκης.
Λιγότερο σκεπτικιστής σε σχέση με τους άλλους
δύο, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος περιγράφει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αριστεράς.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ

Πώς θα ξηλωθεί το υφάδι της κρίσης

Η κρίση αυτή θα κάψει πολλές κυβερνήσεις διαδοχικά. Ακόµη κι αν κληθεί η Αριστερά να κυβερνήσει, θα πρέπει να αποφύγει να γίνει εφεδρεία στα καύσιµα. ∆εν όρισε η ίδια το πρόβληµα, κατά συνέπεια θα αποτύχει αν δοκιµάσει να το λύσει, και θα κάψει τις όποιες δυνατότητες έχει να επηρεάσει το µέλλον. Η Αριστερά δεν πρέπει να αναλάβει την παραµικρή ευθύνη για την κρίση. Η ευθύνη της είναι απέναντι σε αυτούς που υποφέρουν από την κρίση και απέναντι στο µέλλον. Πρέπει να υπερασπίσει την κοινωνία, να υπερασπίσει τη δηµοκρατία, να υπερασπίσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό µοντέλο και τις θετικές αξίες της Μεταπολίτευσης, όλα αυτά δηλαδή που κινδυνεύουν σήµερα, τόσο από τις έκτακτες συνθήκες που επιβάλλει η κρίση όσο και από την πολιτική µετατόπιση των ελίτ προς πολύ πιο συντηρητικές θέσεις από εκείνες που είχαν υιοθετήσει τα προηγούµενα χρόνια.

Εκείνο που χρειάζεται είναι η αποδόµηση του αφηγήµατος της κρίσης που έχει επιβληθεί, ότι δηλαδή η κρίση είναι καρπός της ελληνικής κακοδαιµονίας. Φυσικά και η κρίση βγάζει άλυτα προβλήµατα στην επιφάνεια και απελευθερώνει την κριτική, και αυτό είναι θετικό και σηµαντικό, αλλά πραγµατοποιείται σε ένα πλαίσιο που δεν ορίζεται µόνο από το εθνικό, και χρησιµοποιείται προσχηµατικά. Ακούγαµε έως τώρα ότι δεν είχαµε καλή Παιδεία, ικανή να στηρίξει την οικονοµία. Βλέπουµε σήµερα ότι οι µορφωµένοι νέοι µεταναστεύουν γιατί ακριβώς δεν µπορεί να τους απορροφήσει η οικονοµία. Ακούγαµε έως τώρα για τα προνόµια των συνδικαλιστών, αλλά κατεδαφίστηκαν ο ελάχιστος µισθός και κάθε έννοια εργασιακής νοµοθεσίας. Η συσσώρευση των χρεών, η αδυναµία της φορολόγησης, ο ακριβός δανεισµός και η κερδοσκοπία σε βάρος της χώρας εν ώρα κρίσης, είναι πλευρές µιας µεταβολής στη διαχείριση των δηµόσιων οικονοµικών, µιας αντίληψης του κράτους και των σχέσεών του µε την κοινωνία. Ανήκουν σε µια φιλοσοφία που προηγήθηκε της κρίσης.

Γύρω από αυτή τη µεγάλη µεταβολή που άλλοι την ονόµασαν νεοφιλελευθερισµό, άλλοι µεταδηµοκρατία, άλλοι της έδωσαν επί µέρους ονόµατα, όπως νεοκλασική θεωρία, new public management ή new governance, πλέχτηκε ένας λόγος – λογοθετικές πρακτικές που παρήγαγαν κριτική, εγκλίσεις των ατόµων, κυβερνονοοτροπίες και κυβερνολογικές. Αυτή η µεταβολή, η οποία είναι µεταβολή στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, στους θεσµούς και στον λόγο, αλλαγή της αίσθησης του εαυτού, ορίζει τις προκείµενες του προβλήµατος. Το ορίζει µάλιστα τόσο ασφυκτικά, ώστε, παρά τις διαφορές από χώρα σε χώρα, το φάρµακο είναι το ίδιο: λιτότητα και απελευθέρωση της αγοράς, δηλαδή µεγαλύτερη συµµόρφωση σε εκείνες τις µεταβολές που προκάλεσαν την κρίση. Αυτό το υφάδι η Αριστερά πρέπει να το ξηλώσει. Και εδώ είναι η ευθύνη των διανοουµένων της. Οχι αγνοώντας, ούτε παρακάµπτοντας τις τοπικές δυσκαµψίες, τα προνόµια, τη διαφθορά και όλα όσα σωστά καταγγέλλονται, αλλά αρνούµενη να τα κάνει προσχήµατα, σαν και αυτά που χρησιµοποιούσε το λιοντάρι για να φάει τον αµαρτωλό γάιδαρο στον µύθο του Αισώπου.

Η προσχηµατική επίκληση της ελληνικής κακοδαιµονίας κρύβει το βασικό πρόβληµα της ελληνικής κοινωνίας που είναι τι µπορεί να παράγει µέσα σε συνθήκες οι οποίες πιέζουν αφόρητα προς τα κάτω το εργατικό κόστος και το επίπεδο ζωής. Θα πρέπει να σκεφτούµε τι και πώς µπορεί να παράγει η χώρα όταν αντιµετωπίζει τον ανταγωνισµό της Γερµανίας, µέσα στην Ευρώπη, και των αναδυοµένων αγορών, στο ευρύ πλαίσιο της παγκοσµιοποίησης. Η κατεδάφιση των εργασιακών θεσµών και του κοινωνικού κράτους δείχνει ότι η ∆ύση είναι υποχρεωµένη να κατεβάσει σηµαντικά το επίπεδό της. Εχει πάτο το βαρέλι, και τι µπορεί να κάνει η Αριστερά; ∆ύσκολα ερωτήµατα, χωρίς άµεση απάντηση. Η Αριστερά χρειάζεται το Κεφάλαιο του Μαρξ, αλλά δεν πρέπει να µείνει εγκλωβισµένη εκεί. Η κρίση αυτή δεν είναι απλώς µια µεγάλη κρίση του καπιταλισµού. Είναι µια κρίση µετάβασης σε µια κοινωνία που δεν θα µοιάζει µε τον φιλελεύθερο καπιταλισµό που ξέραµε, είναι µια κρίση µετάβασης σε µια άλλη διάταξη των παγκόσµιων δυνάµεων και σχέσεων. Ούτε µπορεί να σκεφτεί κανείς µια επανάληψη της πορείας εκβιοµηχάνισης της Ευρώπης που έφερε ευηµερία και δηµοκρατία, σε όλον τον κόσµο. Γιατί ένα µέρος του παγκόσµιου πληθυσµού ήδη ζει σε βάρος των δυνατοτήτων του πλανήτη.

Η επέκταση της ευηµερίας και η οικονοµική ανάκαµψη θα σκοντάψουν στα όρια του πλανήτη, τόσο ως προς την εξάντληση των ενεργειακών πόρων – οι οποίοι γίνονται όλο και ακριβότεροι και µε διαδοχικές κρίσεις επιδεινώνουν τη διεθνή οικονοµική κρίση – όσο και ως προς τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα, µε αποτέλεσµα την επέκταση του φαινοµένου του θερµοκηπίου και της ερήµωσης µεγάλων περιοχών µε πυκνό πληθυσµό. Εχει ιδέες η Αριστερά, και όχι µόνο η ελληνική, για τα προβλήµατα αυτά; Εκεί είναι που θα κριθεί ως ιστορικό ρεύµα κριτικής σκέψης και κοινωνικής κινητοποίησης. ∆εν κρίνεται η Αριστερά στα διάφορα φόρουµ όπου µετανοηµένοι αριστεροί ολοφύρονται για τις αµαρτίες τους προσκυνώντας όσα απέρριπταν, ούτε βέβαια στην επιδίωξη να συµµετάσχουν σε κυβερνητικά σχήµατα που θα διαχειριστούν την κρίση. Πολλοί βέβαια θα µιλήσουν για έλλειψη αισθήµατος ευθύνης. Είναι σαν ο πρόεδρος του χωριού που πουλάει το νερό στη διπλανή βιοµηχανία να κατηγορεί τους χωριανούς για ανευθυνότητα επειδή ποτίζουν τον κήπο τους. Κριτική ή υποκρισία; Η Αριστερά θα πρέπει να προετοιµαστεί για µια νέα µακρά πορεία, στην οποία δεν θα στοχαστεί µόνο πώς θα αλλάξει τον κόσµο, αλλά επίσης και πώς θα επαναεπινοήσει τον εαυτό της.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 
Δημήτρης Σεβαστάκης

Η αναποφάσιστη αριστερή χλαίνη

Η λαϊκή προσδοκία θέλει τον εξοµολόγο της. Αλλά αυτό καθιστά ιστορικά αναγκαία την Aριστερά; Εγκλωβισµένη στην τρέχουσα αντιρρητική µυθοπλασία ή στα παρηγορητικά παραπήγµατα που στήνει το ξέπνοο πολιτικό lifestyle, η Aριστερά κοιµάται ή ατακτεί, ανάλογα µε το ρεύµα και την παράδοση που ενσωµατώνει. Από τη µία ο εµπειρισµός στην τρέχουσα πολιτική παραγωγή και από την άλλη η χρήση µεγάλων ιδεολογικών σχηµάτων, τελικά συγκροτούν το κενό. Καρφωµένη πάνω του η Aριστερά ζει στο πιο ιλιγγιώδες πρόβληµα που πρέπει να λύσει. Ή θα ξεχειλώσει ή θα ανασυσταθεί. Η Ιστορία εξάλλου υπήρξε και σκληρή και αβρόφρων µαζί της. Η αντοχή στις διώξεις, το ηθικό απόθεµα, αλλά και ο περιορισµένος συνθετικός της ορίζοντας είναι προϊόντα αυτής της διπλής αφοµοίωσης. Μια αβαθής Aριστερά λοιπόν, του πολιτικού επιµερισµού και των καθηµερινών στερεoτύπων, είναι µια εξηµερωµένη και εθιµοτυπική Aριστερά που ισορροπεί απλώς καλύτερα τις συµβολικές ροπές του συστήµατος. ∆εν διαµορφώνει την πραγµατικότητα.

Με αυτά τα δραµατικά δεδοµένα πρέπει να δούµε την κυβερνητική δυνατότητα της σηµερινής Αριστεράς. Ποιο είναι το πολιτικό αγαθό που µπορεί να προσφέρει µέσα στα διασταυρούµενα πολυαναφορικά και πολυεστιακά ιδεολογικά πλαίσια; Και µάλιστα σε συνθήκες οικονοµικού και θεσµικού κραχ; Θα γίνει ο λιγότερο ωµός απολογητής του κυρίαρχου οικονοµικού φορµαλισµού ή ο άτακτος, ανακουφιστικός για το συλλογικό θυµικό, αλλά αντιδηµιουργικός για τη χώρα, παράγοντας;

Για να απαντήσει κανείς στο εάν η Αριστερά µπορεί να προσφέρει κυβερνώντας και αναµορφώνοντας τους πολιτικούς κώδικες, πρέπει να δει το παραγωγικό µοντέλο της χώρας που καταρρέει και το παραγωγικό µοντέλο που πρέπει να αναδυθεί, αν χρειάζονται την Αριστερά ως γλώσσα, ως κοσµοεννόηση, ως κανονιστικό πρότυπο. Η κυβερνητική δυνατότητα της Αριστεράς δηλαδή δεν είναι ερώτηµα τεχνογνωσίας ούτε ηθικής, αλλά κατασκευής: Εάν η νέα συνθήκη πολιτικής και παραγωγής απονοηµατοδοτεί την Αριστερά, εάν δηλαδή η τελευταία αποδειχθεί ως µια ιστορικά πεπερασµένη αφήγηση, κάποιας, ορισµένης παραγωγικής φάσης, τότε είναι χαµένη, τότε δεν µπορεί να κυβερνήσει εκ κατασκευής. Εφόσον µάλιστα δεν έχει καταφέρει να διαρκέσει ως πολιτιστικό απόθεµα που καθορίζει ισχυρά αξιακά πρωτόκολλα και που υπερβαίνει τις δουλείες ενός πρωτόγονου παραγωγισµού (και συνακόλουθα εργατοσυνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης, γλώσσας κτλ.), τότε µοιραία γίνεται όµηρος και όχι µέτοχος των ηγεµονικών µοντέλων µε τα οποία οργανώνεται η κοινωνία και αποκτούν περιεχόµενα τα υπερκείµενα: το δίκαιο, η τέχνη, οι συµπεριφορές. Πρόβληµα της Αριστεράς είναι η πολιτική της εκπαίδευση. Οτι δηλαδή συνήθισε να καθορίζεται σε αναφορά µε άλλους ιδεολογικοαισθητικούς σχηµατισµούς και όχι να αυτοσυστήνεται. Η πρόσληψη της πραγµατικότητας «διά µέσου» ενός έτοιµου θεσµικού συστήµατος (του κράτους ή των κοµµάτων εξουσίας συνήθως), οι ερµηνευτικές µεσιτείες από έτοιµα ιδεολογικά σχήµατα, παράγουν ένα αδύναµο αριστερό αφήγηµα, καθιστούν την πολιτική διατύπωση της Αριστεράς άνευρη και επισφαλή.

Μπορεί λοιπόν να δηµιουργήσει πολιτικά στροβιλιζόµενη µέσα στην κρίση του οικονοµικού φορµαλισµού; Ή µήπως η ενδεχόµενη κατάρρευση θα ενταφιάσει οριστικά την Αριστερά σε έναν παρηγορητικό, ανακουφιστικό και αποκρυφιστικό λόγο;
Μεγάλες παραγωγικές συνθέσεις µάλλον δεν µπορούν να λειτουργήσουν στον τόπο µας. Σε αντίθεση µε τη Φινλανδία ή τη Σουηδία, µια ελληνική υπερ-εταιρεία, π.χ., είναι απίθανο να υπάρξει. Η νόθα ελληνική αστυφιλική παραµόρφωση, που 50 χρόνια µετά την έκρηξή της γεννάει παραγωγικά πτώµατα, το µοντέλο πόλης (και παραγωγής) και η δοµική αντιδικία µε την ύπαιθρο αποτελούν το καταρρέον οµοίωµα ανάπτυξης. Με τέτοιο κληροδότηµα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανασυγκροτηθεί η παραγωγική πυκνότητα της χώρας. Η αγροτική ευφυΐα, π.χ., και η προσαρµοστικότητα ως µοντέλα αγροτικής παραγωγής ευνοούνται από τη γεωλογική και χωροταξική οργάνωση του τόπου µας και όχι φυσικά από τις επιδοτήσεις. Μια νέα µικρή έντεχνη αγροτική παραγωγή σπάνιων προϊόντων χρειάζεται έναν σχεδιασµένο κρατικό πυρήνα που να την προωθεί, να λύνει προβλήµατα αγορών και πιστοποίησης. Αυτό είναι όµως µέρος µιας αριστερής προβληµατοθεσίας; Ή είναι κάτι αδυσώπητα ρεφορµιστικό;

Μπορούµε να αναζητήσουµε απαντήσεις και προς τις δύο πλευρές: και της θέσης και της θεολογίας. Η πραγµατικότητα βέβαια χρειάζεται την παρηγοριά ενός βαθέος ρεαλισµού, την κυβερνητικότητα χωρίς καθεστωτικές παραµορφώσεις, την κριτική κατάφαση. Αυτός ο περίπλοκος συνδυασµός αντινοµιών είναι από τα δυσκολότερα µετεµφυλιακά εγχειρήµατα. Η κυβερνητική λοιπόν ευθύνη για την Αριστερά προϋποθέτει έναν σύνθετο εσωτερικό, ιδεολογικό ανακαθορισµό.
Η Αριστερά βέβαια µπορεί ή να περιµένει σαν πολιτικός Σκρουτζ πάνω στα ποσοστά της ή να δοκιµαστεί θυσιαστικά και δηµιουργικά µέσα στα κοινωνικά µέτρα. ∆εν θα την ευνοεί για πολύ ακόµα η σκιά της ατάλαντης και σκοτεινής πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, ούτε ο αλλόφρων, απολίτικος και τυφλός γερµανικός δογµατισµός.

Ο κ. Δ. Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.

Ευκλείδης Τσακαλώτος

Τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήµατα

Μπορεί να δώσει λύσεις η Αριστερά; Μπορεί να ξαναγίνει µια ηγεµονική δύναµη από την οποία όχι µόνο περιµένει ο κόσµος πρωτοβουλίες, αλλά που επηρεάζει ακόµα και τη σκέψη και τις κινήσεις των αντιπάλων της; Τέτοια ερωτήµατα δεν απαντιούνται εύκολα µε ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αλλά για πρώτη φορά ύστερα από αρκετές γενιές διαφαίνεται ότι η Αριστερά, στο σύνολό της, έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήµατα.

Το πρώτο έχει να κάνει µε την ερµηνεία της κρίσης. Υπάρχουν βέβαια και στοχαστές του συστήµατος που έχουν πλήρη κατανόηση για τα βαθιά δοµικά προβλήµατα του καπιταλισµού. Το πρόσφατο βιβλίο του Raghuram Rajan, οικονοµολόγου του Σικάγου και παλαιότερα του ∆ΝΤ, για τις ρωγµές που ακόµα απειλούν την παγκόσµια οικονοµία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Οπως επίσης η σειρά άρθρων των «Financial Times» για τον «καπιταλισµό σε κρίση» (ποιος θα φανταζόταν µια τέτοια σειρά πριν από λίγα χρόνια;). Αλλά οι προβληµατισµοί για το αχαλίνωτο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, για τις κοινωνικές ανισότητες και το πρόβληµα της δηµοκρατικής νοµιµοποίησης, για τις παγκόσµιες µακροοικονοµικές ανισορροπίες, για τη µη λύση της λιτότητας δεν φαίνονται να επηρεάζουν τις ελίτ και για αυτόν τον λόγο οι προβλέψεις τους πέφτουν συνεχώς έξω: για την αποτελεσµατικότητα των προγραµµάτων λιτότητας και των ταµείων στήριξης, για το βάθος της ύφεσης, για τη συνεισφορά των µειώσεων µισθών στην ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας. Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά έχει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτηµα. ∆εν είναι µόνο ότι προβλέπει καλύτερα από τους αντιπάλους της. ∆εν λέει γενικώς ότι οι λύσεις που προτείνονται δεν θα βγουν, αλλά αναδεικνύει κάθε φορά τους µηχανισµούς πίσω από την αποτυχία. Κατανοεί, για παράδειγµα, το πώς η οικονοµική και χρηµατοπιστωτική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης χειροτερεύει τα δοµικά προβλήµατα που αναφέραµε παραπάνω, ενισχύοντας και τις κοινωνικές αλλά και τις γεωγραφικές ανισότητες του σύγχρονου καπιταλισµού.

Το δεύτερο συγκριτικό πλεονέκτηµα είναι ότι η Αριστερά έχει τη δυνατότητα να αντιπροσωπεύσει στο πολιτικό πεδίο τον κόσµο της εργασίας που εγκαταλείπει, προσωρινά τουλάχιστον, τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. ∆εν είναι προφανές πώς αυτά τα κόµµατα σκοπεύουν να αναδιαµορφώσουν τις σχέσεις τους µε τη λαϊκή τους βάση. Με το κοινωνικό κράτος; Μέσω δανεισµού από το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα; Με την αναστήλωση του πελατειακού κράτους; Και οι τρεις λύσεις χρησιµοποιήθηκαν στη µεταπολεµική περίοδο, µε διαφορετικές δοσολογίες σε διαφορετικές χώρες, αλλά και οι τρεις έχουν έρθει σε δοκιµασία από τις δύο µεταπολεµικές κρίσεις του καπιταλισµού. Αλλά µέχρι να βρεθεί νέα λύση (υποθέτοντας ότι ο στόχος δεν είναι µια µορφή αυταρχικότερου καπιταλισµού που «ξεµπερδεύει» µε τον συµβιβασµό µε τη δηµοκρατία), η Αριστερά έχει ένα µεγάλο πεδίο παρέµβασης. Γιατί είναι η δύναµη αυτή που η πρακτική της και ο προγραµµατικός λόγος της όλο και περισσότερο βασίζονται στην επέκταση της δηµοκρατίας και στην αντιµετώπιση των αναγκών των πολλών.

Το τρίτο συγκριτικό πλεονέκτηµα έχει να κάνει µε το λαϊκό στοιχείο. Στην εκσυγχρονιστική σκέψη το λαϊκό στοιχείο ταυτίζεται µε τον λαϊκισµό. Μόνο που ο λαϊκισµός υπάρχει ακριβώς επειδή υπάρχουν προβλήµατα, όχι µόνο οικονοµικά αλλά και πολιτιστικά: οι από κάτω δεν θέλουν µόνο οικονοµικές τακτοποιήσεις, όπως ισχυρίζονται οι εκσυγχρονιστές, αλλά µια αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, ότι µπορούν να συµµετέχουν σε συλλογικότητες που δίνουν νόηµα στη ζωή τους. Η σύγχρονη Αριστερά ξέρει ότι οι πιο µεγάλες θετικές κοινωνικές αλλαγές ήρθαν µε πιέσεις από τα κάτω: η ενεργή συµµετοχή, ο ακτιβισµός και η διεκδίκηση δεν αποτελούν µια στείρα άρνηση, αλλά την προϋπόθεση για µια αλλαγή ατζέντας. Η συγκρότηση του ευρωπαϊκού λαού, µας λέει ο Balibar, αποτελεί αναγκαίο όρο σε µια Ευρώπη που θέλει τη συνεργασία για να προστατέψει τα δικαιώµατα, να επεκτείνει τη δηµοκρατία και να ενθαρρύνει όλα αυτά τα κοινωνικά και οικονοµικά πειράµατα που βάζουν τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη.

Στη πρώτη µεταπολεµική εποχή ο καπιταλισµός διεκδικούσε, σε σχέση µε τη Σοβιετική Ενωση, τον πλουραλισµό. Τώρα πια έχει περιοριστεί στη µονοκαλλιέργεια της αγοράς, της επιχειρηµατικότητας και των µεθόδων του µάνατζµεντ στον δηµόσιο τοµέα. Το νέο υπόδειγµα της Αριστεράς µπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της πλουραλιστικής δύναµης, υποστηρίζοντας και τον δηµόσιο τοµέα και την κοινωνική οικονοµία, και τις δηµόσιες επιχειρήσεις και την αυτοδιαχείριση, και τους αγροτικούς συνεταιρισµούς και την αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων. Με αυτή την έννοια, τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήµατα της Αριστεράς αποτελούν µια βάση ενότητας µε τον εαυτό της, απαραίτητη προϋπόθεση για να ενώσει έναν κόσµο που έχει όλο και λιγότερα να περιµένει από τους από πάνω.

Ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.


Σχολείο

Timothy Garton Ash

Κανένα ταµπού στη διάδοση της γνώσης

Αύριο, Δευτέρα, η γαλλική Γερουσία θα ψηφίσει επί ενός νοµοσχεδίου που θα ποινικοποιεί την άρνηση της γενοκτονίας των Αρµενίων το 1915 και όποιων άλλων γεγονότων αναγνωρίζονται ως γενοκτονία από το γαλλικό δίκαιο.
Το νοµοσχέδιο έχει ήδη εγκριθεί από την Εθνοσυνέλευση, την Κάτω Βουλή του γαλλικού κοινοβουλίου. Η Γερουσία θα πρέπει να το καταψηφίσει, στο όνοµα της ελευθερίας του λόγου, της ελευθερίας της ιστορικής έρευνας και του άρθρου 11 της πρωτοποριακής γαλλικής διακήρυξης των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 («η ελεύθερη επικοινωνία σκέψεων και απόψεων είναι ένα από τα πιο πολύτιµα δικαιώµατα…»).

Το ερώτηµα εδώ δεν είναι το αν οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον των Αρµενίων τα τελευταία χρόνια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας ήταν τροµακτικές ή το αν θα έπρεπε να αναγνωριστούν στην τουρκική και στην ευρωπαϊκή µνήµη. Ηταν και θα έπρεπε. Το ερώτηµα είναι: Θα έπρεπε να είναι έγκληµα σύµφωνα µε το δίκαιο της Γαλλίας ή άλλων χωρών να αµφισβητεί κανείς το αν αυτά τα τροµακτικά γεγονότα αποτελούσαν γενοκτονία, η οποία είναι όρος που χρησιµοποιείται στο διεθνές δίκαιο;
Χωρίς να ελαχιστοποιεί τα όσα υπέφεραν οι Αρµένιοι, ο διάσηµος ειδικός στην οθωµανική ιστορία Μπέρναρντ Λούις έχει αµφισβητήσει στο παρελθόν αυτό ακριβώς το σηµείο. Και έχει το γαλλικό κοινοβούλιο τα εφόδια και το δικαίωµα να εµφανίζεται ως δικαστήριο που κρίνει την παγκόσµια ιστορία εκδίδοντας ετυµηγορίες για τη συµπεριφορά άλλων εθνών κατά το παρελθόν; Η απάντηση είναι: Οχι και όχι.

Επιπλέον, το νοµοσχέδιο θα ποινικοποιούσε όχι απλώς την «αµφισβήτηση» της γενοκτονίας των Αρµενίων αλλά και την «εξωφρενική ελαχιστοποίησή» της. Οπως λέει η Φρανσουάζ Σαντερναγκόρ της εκστρατείας Ελευθερία για την Ιστορία, αυτό εισάγει µια ασαφή έννοια, ακόµη και µε τις προδιαγραφές τέτοιων νόµων για την ιστορική µνήµη.
Αν οι τουρκικές εκτιµήσεις για τους αρµενίους νεκρούς είναι περί τους 500.000 και οι αρµενικές περί το 1,5 εκατοµµύριο ανθρώπους, τι θα θεωρηθεί ελαχιστοποίηση; 547.000; Και θα πρέπει να συλληφθεί ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τέτοια «ελαχιστοποίηση» κατά την επόµενη επίσηµη επίσκεψή του στη Γαλλία; (Το νοµοσχέδιο προβλέπει πρόστιµο 45.000
ευρώ και φυλάκιση ενός έτους.)

Θα µπορούσατε να πείτε ότι αυτό το νοµοσχέδιο είναι µια άτσαλη προσπάθεια για την πραγµατοποίηση µιας ευγενούς πρόθεσης. Αυτό θα ήταν αφελές. Υπάρχει µια αξιοπρόσεκτη σχέση ανάµεσα στην εµφάνιση τέτοιων προτάσεων στο γαλλικό κοινοβούλιο και στο γεγονός ότι πλησιάζουν εθνικές εκλογές, στις οποίες κάπου µισό εκατοµµύριο ψηφοφόροι αρµενικής καταγωγής παίζουν έναν σηµαντικό ρόλο.
Δεν στηρίζουν όλοι οι κορυφαίοι πολιτικοί του κόµµατος UMP του Νικολά Σαρκοζί το νοµοσχέδιο που πρότεινε ένας από τους βουλευτές του. Ο υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ αντιτίθεται. Αλλά αυτό συµβαίνει επειδή ανησυχεί για τις επιπτώσεις στις σχέσεις της Γαλλίας µε την Τουρκία. Οπως ήταν αναµενόµενο, η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε µε σφοδρότητα. Ανακάλεσε τον πρεσβευτή της σε ένδειξη διαµαρτυρίας και ο πρωθυπουργός Ερντογάν είπε ότι «περί το 15% του πληθυσµού στην Αλγερία σφαγιάστηκε από τους Γάλλους από το 1945 και µετά. Αυτό είναι γενοκτονία».
Ετσι µια τραγωδία που θα έπρεπε να είναι αντικείµενο σοβαρών επετειακών τελετών και ελεύθερης ιστορικής συζήτησης µειώνεται σε όργανο πολιτικής χειραγώγησης. Ο απολογισµός των νεκρών τού χθες συνδέεται µε την καταµέτρηση των ψήφων τού αύριο. Με κατηγορείς για γενοκτονία, σε κατηγορώ για γενοκτονία.

Και όµως, αυτές είναι όλο και πιο συµβολικές παρά αποτελεσµατικές ενέργειες. Ούτως ή άλλως, σε µια χώρα όπως η Γαλλία, και µε µάλλον µεγαλύτερη δυσκολία στην Τουρκία, το Ιnternet επιτρέπει στους ανθρώπους να βρουν, µε δυο-τρία κλικ του ποντικιού παραπάνω, αυτές τις απαγορευµένες απόψεις.
Εποµένως, αυτό δεν είναι παρά το τελευταίο παράδειγµα µιας πολύ ευρύτερης πρόκλησης. Ποια θα πρέπει να είναι τα όρια της ελεύθερης έκφρασης στην εποχή του Ιnternet; Ποιες θα πρέπει να είναι οι νόρµες για την ελευθερία του λόγου σε έναν δικτυωµένο κόσµο; Και ποιος θα πρέπει να τα καθορίσει;
Αυτά είναι ανάµεσα στα ερωτήµατα µε τα οποία ασχολείται το πρόγραµµα Free Speech Debate (www.freespeechdebate.com) που µόλις εγκαινιάσαµε στο Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης. Ανάµεσα στις δέκα αρχές που προσφέρουµε προς συζήτηση, κριτική και αναθεώρηση, µία είναι ιδιαιτέρως σχετική µε το ζήτηµα της γενοκτονίας των Αρµενίων. Λέει ότι «δεν επιτρέπουµε κανένα ταµπού στη συζήτηση και στη διάδοση της γνώσης». Νόµοι για την ιστορική µνήµη, όπως αυτός που προτείνεται τώρα στη Γαλλία, αποτυγχάνουν σαφώς σε αυτή την εξέταση. Αλλά δεν είναι το µοναδικό παράδειγµα.

Την περασµένη Τετάρτη η αγγλόφωνη Wikipedia κατέβασε τους διακόπτες για 24 ώρες για να διαµαρτυρηθεί κατά του προτεινόµενου στις ΗΠΑ νόµου για τον τερµατισµό της πειρατείας online, ο οποίος στη σηµερινή εκδοχή του θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για την ελεύθερη διάδοση της γνώσης στο Διαδίκτυο.
Ας δώσει, την ερχόµενη εβδοµάδα, η γαλλική Γερουσία ένα παράδειγµα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ υπέρ της υπεράσπισης της πνευµατικής ελευθερίας.

O κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Σχολείο

Ι. Κ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ

«Πολιτικά µοιραίο λάθος»

Πώς βούλιαξε µία χώρα και διαλύθηκε µία παράταξη

Νοµίζω ότι κανείς δεν µπορεί να υποψιάζεται τον Κ. Σηµίτη ότι µεθοδεύει την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ (όπου αυτός την έχει βάλει…), ότι είναι αντίθετος µε τον εκσυγχρονισµό της κοινωνίας (τον οποίο ο ίδιος υπηρέτησε πεισµατικά…) ή ότι (τώρα στα γεράµατα) ανακάλυψε τη γοητεία του λαϊκισµού. Ετσι λοιπόν έχει ιδιαίτερη σηµασία όταν ο συγκεκριµένος Σηµίτης γράφει τον επικήδειο του µνηµονίου µε τρεις απλές λέξεις: «Πολιτικά µοιραίο λάθος». Ενα λάθος δηλαδή που βούλιαξε µία χώρα, κατέστρεψε µία κυβέρνηση και διέλυσε µία παράταξη.

Και το οποίο, κατά τον Σηµίτη, προέκυψε επειδή δεν υπήρξε «ικανοποιητική προετοιµασία» και έτσι οι συντάκτες του µνηµονίου δεν είχαν την προνοητικότητα να συναρτήσουν τους στόχους από τις πραγµατικές εξελίξεις στην οικονοµία. Το αποτέλεσµα ήταν ότι το µνηµόνιο όχι µόνο δεν θεράπευσε την κατάσταση αλλά την επιδείνωσε. Σύµφωνα µε όσα ανακοινώθηκαν, τη διάγνωση αυτή θα αναπτύξει ο Σηµίτης σε ένα συνέδριο για την Ελλάδα που γίνεται αύριο στο Βερολίνο – στη φωλιά του λύκου δηλαδή…

Επί της ουσίας όµως έρχεται µόλις µερικά εικοσιτετράωρα µετά την αµέριστη αυταρέσκεια, τον ανυπόκριτο αυτοθαυµασµό και την παντελή διάθεση αυτοκριτικής που επέδειξε από το βήµα του Εθνικού Συµβουλίου του ΠαΣΟΚ ο άνθρωπος που οδήγησε τη χώρα στο µνηµόνιο, ο Γ. Παπανδρέου. Και ο οποίος εξακολουθεί να επαίρεται ότι (µε κάποιον τρόπο που διαφεύγει των υπολοίπων) έσωσε την Ελλάδα.
Λογικό, θα µου πείτε. Η αφετηρία τους δεν είναι ίδια. Ο ένας έχει την πολυτέλεια να κρίνει ψύχραιµα και αντικειµενικά τα αποτελέσµατα µιας πολιτικής. Ο άλλος προσπαθεί να υπερασπιστεί την πρωθυπουργική θητεία του, άρα τον εαυτό του – άλλο τώρα αν το κάνει εφευρίσκοντας συµψηφισµούς, εµπόδια, εχθρούς ή ελαφρυντικά.

Με άλλα λόγια, ουδείς µπορεί να αµφισβητήσει τη διάγνωση του Σηµίτη. Αλλά όλοι κατανοούµε τη δυσκολία του Παπανδρέου να τη συµµεριστεί.
Αυτό όµως δεν είναι το ζητούµενο. Το ζητούµενο είναι αν ο Παπανδρέου, τα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, έχουν την αντικειµενική δυνατότητα να αντιληφθούν γιατί διέπραξαν αυτό το «πολιτικά µοιραίο λάθος».
Να εξηγήσουν τι έφταιξε, τι πήγε στραβά και τι έγινε στραβά. Να δώσουν (µεταξύ άλλων) µια εύλογη απάντηση στην παρατήρηση του Σηµίτη ότι το µνηµόνιο επιδείνωσε την κατάσταση επειδή δεν συνάρτησε τους στόχους που έθετε από τις πραγµατικές εξελίξεις στην οικονοµία.
Προς το παρόν, δεν δίνουν την εντύπωση ότι έχουν τέτοια διάθεση – φάνηκε και στο Εθνικό Συµβούλιο.

Η άµυνά τους έχει οργανωθεί σχεδόν πεισµατικά πίσω από κάποιες απροσδιόριστες «περιστάσεις», οι οποίες σχεδόν αυτόµατα επέβαλλαν πάντα εκείνο που τελικά αποδέχτηκαν. Με άλλα λόγια, η υπερασπιστική γραµµή τους συνοψίζεται περίπου στο αναπόδεικτο ελαφρυντικό ότι υπήρξαν «θύµατα των περιστάσεων» – πριν υπάρξουν «θύµατα συµφερόντων»…
Είναι προφανές ότι η εξήγηση αυτή δεν είναι ούτε επαρκής ούτε πειστική. Και ότι στον δρόµο προς τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ οφείλει είτε να αναζητήσει µια πιο ουσιαστική υποστήριξη επιλογών που αποδείχθηκαν αποτυχηµένες είτε να οδηγηθεί (µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο…) στην αποκήρυξή τους.
∆εν είναι δυνατόν δηλαδή να µην εξηγήσει στους ψηφοφόρους γιατί τον Νοέµβριο του 2011 παρέδωσε µια Ελλάδα σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτήν που παρέλαβε τον Οκτώβριο του 2009. Και ούτε µπορεί να αποφύγει την απόδοση ευθυνών στους µοιραίους ανθρώπους που οδήγησαν στα µοιραία λάθη.

Ούτως ή άλλως, οι εκλογικές προοπτικές της σηµερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας µοιάζουν ζοφερές. Αλλά η πρόγνωση ουδόλως παρακάµπτει την ανάγκη να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα. ∆ιότι µια µεγάλη παράταξη δεν κρίνεται άπαξ και τελεσίδικα σε µία εκλογική αναµέτρηση. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να υποστεί στις ερχόµενες εκλογές το κόστος των πρόσφατων επιλογών του, µπορεί να σηκώσει το βάρος µιας καταστρεπτικής (για το ίδιο και για τον τόπο…) διετίας, µπορεί να πληρώσει βαριά το «πολιτικά µοιραίο λάθος» (που λέει κι ο Σηµίτης ), αλλά η πολιτική έχει πάντα και µία επόµενη µέρα ή µία άλλη ευκαιρία. Την οποία το ΠΑΣΟΚ ως παράταξη θα µπορέσει να διεκδικήσει µόνο αν λογαριαστεί ανοιχτά, έντιµα και ειλικρινά πρώτα µε τον εαυτό του – κι ύστερα φυσικά µε την κοινωνία.

clip_image002[75]

  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: