Πολιτική κονίστρα 13.12.11
Οι εκλογές δεν εξυπηρετούν το συμφέρον της χώρας
Του Kωστη Στεφανοπουλου*
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11.12.11
Θα αρχίσω από τα χιλιοειπωμένα και χιλιοσυζητημένα. Οτι βρισκόμεθα δηλαδή προ ενός βαράθρου οικονομικού, και όχι μόνον, έτοιμου να μας δεχθεί και να μας εξαφανίσει ως λαό τουλάχιστον για δέκα και περισσότερα χρόνια. Συνταγές σωτηρίας υποστηρίζονται από διάφορες και διαφορετικές πλευρές, αλλά καμία δεν θέτει ως υπέρτερο στόχο την προβολή του εθνικού συμφέροντος έναντι του κομματικού. Αντιθέτως.
Προ ολίγων ημερών οι αρχηγοί των κομμάτων, πλην αυτών της Αριστεράς, συνεφώνησαν να στηρίξουν μια κυβέρνηση υπό τον κ. Παπαδήμο, χωρίς όλοι εξ αυτών να γνωρίζουν αν συμπολιτεύονται ή αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. Συμφώνησαν όμως να διεξαχθούν οι εκλογές τον προσεχή Φεβρουάριο και προσδιόρισαν συγχρόνως την σύνθεση της κυβέρνησης, υποδεικνύοντας ως υπουργούς τα κομματικά τους στελέχη, χωρίς να έχει κανένα λόγο γι’ αυτή την σύνθεση ο κ. πρωθυπουργός!
Οι εκλογές αυτές συνιστούν μια από τις συνταγές που δήθεν ωφελούν το συμφέρον της χώρας, ενώ οι πάντες καταλαβαίνουν ότι κάθε άλλο παρά το εξυπηρετούν.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ της διεξαγωγής των εκλογών, είναι για τη Ν. Δ. η απειλούμενη κατ’ αυτήν κοινωνική αναταραχή, αν δεν διεξαχθούν εκλογές. Ολοι φοβούμεθα την κοινωνική αναταραχή, όχι την κατά παραγγελίαν καθημερινώς επιδιωκόμενη αλλά την πραγματική, λόγω της κατάντιας στην οποία έχουν περιέλθει «αγανακτισμένοι» και μη. Οταν ένας οικογενειάρχης διαπιστώνει ότι τα έσοδά του δεν επαρκούν πλέον για τη συντήρηση της οικογένειάς του, εύκολα μεταβάλλεται σε οργισμένο διαδηλωτή. Είναι δε άξια θαυμασμού και επαίνου η συγκράτηση που επιδεικνύουν μισθωτοί και συνταξιούχοι έναντι των μέτρων φορολογίας που σχεδιάζονται πρόχειρα και πλήττουν τα μεσαία και κυρίως τα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Τα δε αριστερά κόμματα, όσα εκφράζονται υπέρ των εκλογών, ψελλίζουν περί ανάγκης εκφράσεως της λαϊκής θελήσεως, χωρίς αυτή να έχει διατυπώσει σχετική επιθυμία και το κυριότερο γιατί δεν είμεθα σε συνηθισμένες συνθήκες αλλά ζούμε κάτω από ειδικές περιστάσεις που δεν συνηγορούν για τις εκλογές, οι οποίες θα βλάψουν τα συμφέροντα της χώρας. Ο κ. Παπανδρέου σε μια τελευταία ομιλία του, δήλωσε ότι δεν ωφελούν οι εκλογές. Θα ήταν πολύ σημαντικό να διαφωνεί ο ένας εκ των δύο αρχηγών με τις συμφωνηθείσες μεταξύ τους εκλογές, αν δεν το έλεγε για σκοπούς προφανούς ιδιοτέλειας. Διότι δεν έχει αποφασισθεί ούτε η διαδικασία εκλογής νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ, αν χρειασθεί νέος αρχηγός και δεν ηγηθεί αυτός του εκλογικού αγώνος, πράγμα που θα έχει σαν συνέπεια ενδεχομένως την διάσπαση του κινήματος.
Οι δεινές περιστάσεις υπό τις οποίες διαβιούμε, με οδηγούν στην πεποίθηση ότι δεν χρειαζόμεθα εκλογές, αλλά μια κυβέρνηση με ικανότητες και γνώση που θα εργασθεί για να βγάλει την χώρα έξω από τους κινδύνους τους οποίους διατρέχει. Μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό που διαθέτει αυτά τα προσόντα, με κύρος και γνωριμίες στο εξωτερικό αλλά και ακέραιο το δικαίωμα κατά το Σύνταγμα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς.
Και τον έχομε. Εννοώ τον κ. Παπαδήμο. Συνεπώς τα κόμματα οφείλουν να παύσουν να ζητούν εκλογές και να αναγνωρίσουν τον συγκεκριμένο χρόνο, μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας από τις προηγούμενες εκλογές, κατά τον οποίον ο κ. Παπαδήμος θα εργασθεί υπέρ του συμφέροντος της χώρας ώστε να μη μας εξαναγκάσουν σε αποχώρηση από την Ευρωζώνη ή σε άλλες καταστρεπτικές εξελίξεις.
Βεβαίως ο κ. Παπαδήμος θα χρειασθεί να του αναγνωρισθούν τα αυτονόητα δικαιώματα κάθε προέδρου κυβερνήσεως και θα καταστεί ελεγκτής της συμπεριφοράς και αποτελεσματικότητος κάθε υπουργού.
Εν κατακλείδι, οφείλουν τα κόμματα, κατά τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας τους, να δώσουν χρόνο επαρκή σε αυτόν να διοικήσει την χώρα με την ελπίδα να την βοηθήσει. Γράφω «με την ελπίδα» γιατί είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς από τώρα τι θα επιτύχει η κυβέρνηση, αλλά το αντίθετο, δηλαδή οι εκλογές δεν πρόκειται να ωφελήσουν αλλά θα βλάψουν με βεβαιότητα την χώρα. Χρειαζόμαστε ηρεμία και όχι εκλογική αναταραχή, δουλειά σκληρή χάριν του τόπου, και όχι την ραθυμία της προεκλογικής περιόδου. Ας σκεφθούν όσοι ελπίζουν να κυβερνήσουν τον τόπο αν αξίζει η σωτηρία του να γίνει ο εθνικός σκοπός της προσπάθειάς μας και όχι ποιος θα γίνει πρωθυπουργός.
* Ο κ. Κωστής Στεφανόπουλος είναι τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Οι τέσσερις κάρες του αγίου Γεωργίου
Tου Παντελη Μπουκαλα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11.12.11
Παρ’ όλες τις λιτανείες, δεν τον βοήθησε τελικά τον Βλαντιμίρ Πούτιν η Αγία Ζώνη, με την περιφορά της στη Ρωσία, μια περιφορά που είχε γνωρίσματα κομματικοπολιτικής περιοδείας. Στην περιοδεία αυτή εξαναγκάστηκε το ιερό κειμήλιο από τους φερομένους σαν ιδιοκτήτες του, και συγκεκριμένα από τον άγιο Εφραίμ, έναν από τους λίγους θνητούς που είχε τη χαρά να απολαύσει πλούσια τα ελέη της πολιτικής Κολυμβήθρας του Σιλωάμ. «Αγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου» βέβαια, όπως νηπιόθεν διδασκόμαστε, κι όχι για να κατανοήσουμε, αλλά για να συγχωρήσουμε και να δώσουμε τόπο στη δίκαιη οργή. Κι ωστόσο οι Θωμάδες, και γενικά οι αμφισβητίες, στους οποίους εν πολλοίς οφείλει τη συνέχιση της πνευματικής της πορείας η ανθρωπότητα, δυσκολεύονται να αποδεχθούν την αγιοσύνη (ή έστω τη γνησιότητα) λειψάνων ή κειμηλίων τα οποία υφίστανται στυγνή εκμετάλλευση από ιερωμένους και λαϊκούς, που καπηλεύονται λαϊκά αισθήματα και ανθρώπινες ανάγκες, δίχως να πέσει τιμωρητικό πυρ εξ ουρανού ή να φανεί κάποια άλλη «διοσημία»· να φανεί λ.χ. ένα φραγγέλιο σχηματισμένο από πυκνά σύννεφα, που κάτι να θυμίζει σε όσους κατά τα λοιπά δηλώνουν ότι υπηρετούν ταπεινά το θείον.
Ολα βεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε πάντοτε εν όψει μιας πνευματικής μεταρρύθμισης και με την προσδοκία της, μιας μεταρρύθμισης πολύ βαρύτερης από εκείνη που μηχανικά ευαγγελίζονται τα κόμματα που τυχαίνει να διαχειρίζονται τη μοίρα μας. Γράφοντας λοιπόν για τον μεταρρυθμιστή Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα τον Ε΄ στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, δεν κρύβει τη θλίψη του που «πάντα σχεδόν τα διανοητικά των οπαδών της μεταρρυθμίσεως έργα» καταστράφηκαν από τους πολέμιους της μεταρρύθμισης. Ο Λέων δολοφονήθηκε δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, μέσα στην εκκλησία, αφού, «όσον και αν λέγεται δυσσεβής, ήτο ακριβέστατος περί την εκπλήρωσιν των χριστιανικών καθηκόντων, ποτέ σχεδόν δεν έλειπε από τον όρθρον»· μεταμφιεσμένοι σε κληρικούς οι συνωμότες, όρμησαν πάνω του μόλις τον άκουσαν να ψέλνει τον ειρμό «Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω» και τον θανάτωσαν όσο αυτός, αποκρούοντάς τους με βαρύ σταυρό ή με ένα θυμιατήρι, τους εξόρκιζε να μη βεβηλώσουν το άσυλο του ναού. Κι ύστερα αυτοί και οι ταγοί τους βάλθηκαν να σβήσουν από προσώπου γης τα ίχνη της λεόντειας μεταρρύθμισης. Δεν έχουμε έτσι στη διάθεσή μας τεκμήρια που θα μας επέτρεπαν να κρίνουμε με κάποια ασφάλεια αν «το ανθρώπινον πνεύμα είχεν αποβάλει εν μέρει τουλάχιστον τας πέδας αυτού», κι αν «είχεν αρχίσει να γυμνάζεται εις πορείαν ελευθέραν», δηλαδή, αν είχε πάρει τους δύσκολους δρόμους που οφείλει να παίρνει η ανθρωπότητα όποτε την πνίγει η δεισιδαιμονία ή το εκάστοτε «new age».
«Αλλά και εξ αυτών των χρόνων της μεταρρυθμίσεως», γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, «περιεσώθη εις ημάς ως εκ θαύματος ποιημάτιόν τι χαρακτηριστικώτατον της διανοητικής των χρόνων εκείνων κινήσεως. Το ποιημάτιον τούτο, το οποίο εμπαίζει την πολυειδή κατάχρησιν, την παρεισαχθείσαν περί την χρήσιν και την εμπορείαν των ιερών λειψάνων, εδημοσίευσε πρώτον ο Γάλλος Βοασσονάδ εις τα σχόλια του εθνικού σοφιστού Ευναπίου. Και επιγράφεται μεν έργον «του Μυτιλήνης, προς τινα μοναχόν τα των ιδιωτών λείψανα ως άγια εξωνούμενον», αλλ’ εν τω τέλει ο ποιήσας Χριστοφόρος αυτός εαυτόν ονομάζει απογραφέα των βασιλέων. […]. Οπωσδήποτε εν τη μεγάλη ενδεία εν η ευρισκόμεθα σήμερον των διανοητικών προϊόντων της εικονομαχικής περιόδου το ποιημάτιον τούτο είναι άξιον αναγνώσεως διά την τόλμην, την ευφυΐαν και την χάριν μεθ’ ης είναι γεγραμμένον και της οποίας ματαίως ηθέλομεν ζητήσει ίχνη εις τα προϊόντα των τε προτέρων και των μεταγενεστέρων χρόνων».
Αποτείνεται λοιπόν ο Χριστοφόρος στον μοναχό Ανδρέα, που αγόραζε τυχαία λείψανα, ενδεχομένως και βαρύτατα αμαρτωλών ή «εθνικών», παναπεί Ελλήνων-ειδωλολατρών, σαν να ‘ταν άγια και τα επεδείκνυε υπερηφάνως στους φίλους του. Σωστό οστέινο περιβόλι οι λειψανοθήκες του καλόγερου. Και τι δεν περιέχουν: «Του Προκοπίου μάρτυρος χείρας δέκα, / Θεοδώρου δε πέντε και δέκα γνάθους, / και Νέστορος μεν άχρι των οκτώ πόδας, / Γεωργίου δε τέσσαρας κάρας άμα, / και πέντε μαστούς Βαρβάρας αθληφόρου / και νυν μεν οστά δώδεκα βραχιόνων / του καλλινίκου μάρτυρος Δημητρίου, / νυν τ’ αυ καλάμους είκοσι σκελών όλων / του Παντελεήμονος (ω της πληθύος!)» Ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα χρειάζεται μετάφραση εδώ. Ολα είναι κατανοητά, αμέσως αντιληπτά, κι όχι βέβαια λόγω των φημισμένων γονιδίων, που ομολογώ ότι δεν τα διαθέτω, γι’ αυτό και ζηλεύω τους τυχερούς αδελφούς Γεωργιάδη και τους λοιπούς της συντεχνίας των αρχαιοεμπόρων. Με σαρκαστικό ύφος Ροΐδη πολύ πριν από τον Ροΐδη λοιπόν, ο ανοιχτόμυαλος μητροπολίτης μαστιγώνει τον μοναχό που, από τη «ζέουσα πίστη» του, μετέτρεψε σε χταπόδι τον μάρτυρα Νέστορα («εκ πίστεως σης και προς ιχθύν ετράπη / Νέστωρ ο μάρτυς, οκτάπους δεδειγμένος») κι άλλους αγίους τους κατάντησε πολυκέφαλους, άλλους δε τους υποχρέωσε να διαθέτουν «μαστών πλήθος, ώσπερ οι κύνες».
Και να ‘ταν μόνον αυτά. Ο καλός Ανδρέας κατάφερε να αποκτήσει από τους «νεκροπράτες» και λειψανοπώλες εξήντα δόντια της αγίας Θέκλας, «λευκάς τρίχας του μεγίστου Προδρόμου» και τα γένια των σφαγέντων νηπίων εν Βηθλεέμ. Κάποιος πονηρός μάλιστα «οστούν προβάτου μηριαίον λαμβάνει», το θυμιατίζει και του το πλασάρει σαν κόκαλο του μάρτυρος Πρόβου (εξού και το καυστικό: «το δ’ ην προβάτου μάλλον αλλ’ ουχί Πρόβου»). Και για να ολοκληρωθεί η συλλογή του καλογέρου, ο μητροπολίτης τού υπόσχεται τον αντίχειρα του Ενώχ, τον γλουτό του Ηλίου του Θεσβίτου, ένα δάχτυλο του αρχαγγέλου Μιχαήλ, πούπουλα από το φτέρωμα του Γαβριήλ, τρεις κόρες οφθαλμών ενός χερουβίμ και μια πύρινη ρομφαία, να τη χρησιμοποιεί σαν λύχνο. Οχι, τον όσιο Βησσαρίωνα δεν τον είχε προλάβει ο άξιος συλλέκτης μας. Αυτός είναι δημιούργημα, και εμπόρευμα, της δικής μας ορθολογικότατης εποχής.
Καρλ Μαρξ: Ενας στοχαστής για τον 21ο αιώνα
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11.12.11
ΜΕΤΑ την κατάρρευση της ΕΣΣΔ κυριάρχησε η πεποίθηση ότι ο Μαρξ είναι ένας στοχαστής που ανήκει οριστικά στο παρελθόν, που συνδέεται δηλαδή με τις πολιτικές εμπειρίες των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων των δυο προηγούμενων αιώνων και επομένως πρέπει να πάψει να θεωρείται σημαντικός για τη σημερινή εποχή.
Στο βιβλίο του «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Μαρξ και μαρξισμός 1840-2011» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Θεμέλιο»), ο βρετανός ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ υποστηρίζει, αντίθετα, ότι ο Μαρξ είναι «ένας σπουδαίος στοχαστής για τον 21ο αιώνα».
Τονίζει μάλιστα πως το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον τα κομμουνιστικά καθεστώτα μάς επιτρέπει να διαβάσουμε τον Μαρξ χωρίς προκαταλήψεις, απελευθερώνοντάς τον από τις δογματικές ερμηνείες που πρότειναν οι διάφοροι «μαρξισμοί» και κυρίως από την ταύτισή του με τη λενινιστική θεωρία.
Ετσι θα καταστεί δυνατό να θέσουμε τα ίδια τα ερωτήματα που έθεσε ο Μαρξ, χωρίς να δώσουμε σε αυτά τις ίδιες απαντήσεις που έδιναν οι μαθητές και οι οπαδοί του, δηλαδή οι μαρξιστές του παρελθόντος. Οχι επειδή αυτές ήταν όλες εσφαλμένες, αλλά επειδή σχεδόν πάντα ήταν αποσπασματικές και μονόπλευρες απαντήσεις. Εντόπιζαν πρώτα ένα στοιχείο του έργου του, το απομόνωναν έπειτα και τέλος το απολυτοποιούσαν, απλοποιώντας ή και διαστρεβλώνοντας τη σκέψη του. Πολλοί μαρξιστές μετέτρεψαν έτσι τη σκέψη του Μαρξ σε δόγμα και πάνω σε αυτή τη βάση διαμορφώθηκαν και αντιπαρατέθηκαν ορθοδοξίες και αιρέσεις.
Μια κριτική και απροκατάληπτη ανάγνωση του έργου του αποκαλύπτει αντίθετα έναν στοχαστή ικανό να επανεξετάζει και να αναθεωρεί διαρκώς τα πορίσματα των ερευνών του. Τα γραπτά του αποτελούν ένα ανολοκλήρωτο έργο, ένα έργο ανοιχτό, σε διαρκή εξέλιξη. Και ο ίδιος αντιλαμβανόταν τη σκέψη του ως μια κριτική μέθοδο ανάλυσης της πραγματικότητας και όχι ως ένα αύταρκες και κλειστό σύστημα ιδεών. Σε σημείο μάλιστα που, μπροστά στις δογματικές ερμηνείες του έργου του που έδιναν ενθουσιώδεις οπαδοί του, αυτός προτιμούσε να δηλώνει: «Εγώ δεν είμαι μαρξιστής».
Εφαρμόζοντας αυτή την κριτική μέθοδο, ο «μαρξιστής» Χομπσμπάουμ διαπιστώνει ότι «πολλά από όσα έγραψε ο Μαρξ είναι παρωχημένα και κάποια δεν είναι πλέον αποδεκτά». Υπάρχουν όμως και πολλά καίρια σημεία της ανάλυσης του Μαρξ που «παραμένουν βάσιμα και ουσιώδη». Διαψεύστηκαν βέβαια πολλές από τις προβλέψεις του και ιδιαίτερα εκείνη που υπέθετε ότι η εξαθλίωση και η συνακόλουθη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και στον σοσιαλισμό. Διατηρεί όμως την αξία της και παραμένει ανυπέρβλητη η μαρξική ανάλυση της παγκόσμιας δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των εσωτερικών της αντιφάσεων. Σήμερα μάλιστα φαίνεται ακόμα πιο έγκυρη και ισχυρή, επειδή η ενοποίηση των αγορών (των εμπορευμάτων, του χρήματος, των συμβόλων, των τρόπων ζωής) ενισχύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που είχε αναδείξει και περιγράψει ο Μαρξ.
Ποιος μπορεί πράγματι να αρνηθεί το γεγονός ότι ο καπιταλισμός (ο οποίος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό χρηματοπιστωτικός, όπως ο Μαρξ προέβλεπε) γεννάει περιοδικά κρίσεις, υφέσεις, μαζική ανεργία και κοινωνικές ανισότητες; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια; Και πώς να μη θεωρήσουμε επιτακτική την αναγκαιότητα -που υποδεικνύει και ο Χομπσμπάουμ με τον τίτλο του έργου του- «να αλλάξουμε τον κόσμο»;
Το έργο του Μαρξ παραμένει πολύτιμο και αναγκαίο πνευματικό εφόδιο για όλους όσοι θέλουν μια διαφορετική κοινωνία, καλύτερη και πιο δίκαιη από τη σημερινή. Στο παρελθόν αυτή η αλλαγή ταυτίστηκε από τους περισσότερους μαρξιστές με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Το ερώτημα όμως που τίθεται σήμερα (και δεν το αποφεύγει ο Χομπσμπάουμ) είναι: Να αλλάξουμε τον κόσμο και να τον κάνουμε καλύτερο σημαίνει υποχρεωτικά να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό; Σημαίνει δηλαδή να εξαλείψουμε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και να θεμελιώσουμε μιαν οικονομία που θα βασίζεται στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής;
Στις ιστορικές εμπειρίες οικοδόμησης του σοσιαλισμού η κοινωνικοποίηση ταυτίστηκε με την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και γέννησε όχι μόνον αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα αλλά και αυταρχικά καθεστώτα που εκμηδένισαν την ανθρώπινη ελευθερία. Ο Χομπσμπάουμ δεν παραγνωρίζει αυτό το σκληρό μάθημα που μας κληροδοτεί η ιστορία του εικοστού αιώνα. Ο «σοσιαλισμός», όπως εφαρμόστηκε στην ΕΣΣΔ και στις άλλες κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες, έχει πεθάνει και δεν πρόκειται να αναγεννηθεί. Οπως εξηγεί ο Χομπσμπάουμ, ο Μαρξ δεν μας άφησε συγκεκριμένες αναλύσεις για τα οικονομικά του σοσιαλισμού και οι οπαδοί του στον εικοστό αιώνα -τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι κομμουνιστές- εμπνεύστηκαν τη σχεδιασμένη οικονομία από το παράδειγμα της πολεμικής οικονομίας που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Σημειώνει ο βρετανός ιστορικός: «Από τη δεκαετία του 1980 έγινε φανερό πως οι σοσιαλιστές, είτε οι μαρξιστές είτε οι άλλοι, έμειναν χωρίς την παραδοσιακή εναλλακτική λύση τους απέναντι στον καπιταλισμό, εκτός αν ξανασκεφτούν τι εννοούσαν με τον "σοσιαλισμό" ή μέχρι να το ξανασκεφτούν».
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 κατέδειξε ωστόσο τη χρεοκοπία του φονταμενταλισμού της αγοράς και, μολονότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα ένα ριζικά εναλλακτικό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, «το ενδεχόμενο της διάλυσης, ακόμη και της κατάρρευσης, του υπάρχοντος συστήματος δεν πρέπει πλέον να αποκλείεται».
Τα μεγάλα προβλήματα του 21ου αιώνα απαιτούν λύσεις τις οποίες δεν μπορούν να δώσουν ούτε η ελεύθερη αγορά ούτε ο παραδοσιακός πολιτικός φιλελευθερισμός. Ιδού γιατί, «άλλη μία φορά, έχει έρθει η ώρα να πάρουμε τον Μαρξ στα σοβαρά».
Ελσα Τριολέτ, Γιάννης Ρίτσος
Του Γ. ΡΟΥΣΗ, Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11.12.11
Επειδή με κούρασε να παρασύρομαι στο σχολιασμό της μουντής επικαιρότητας, είπα να ξεφύγω τούτη την Κυριακή από αυτήν προσφεύγοντας σ’ ένα από τα αναγνώσματα των διακοπών μου.
Πρόκειται για μια μικρή συλλογή με αποφθέγματα της Ελσας Τριολέτ.[i] Η Ελσα, σύζυγος του Αραγκόν, αν και ουδέποτε υπήρξε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, έχει καταγραφεί στη συνείδηση μιας γενιάς κομμουνιστών και γενικότερα αριστερών ανθρώπων ως πιστή σε αυτό το κόμμα και στη Σοβιετική Ενωση.
Σε αυτό λοιπόν το μικρό βιβλιαράκι η Ελσα αντιμετωπίζει κριτικά τόσο το Κ.Κ. όσο και τη Σοβιετική Ενωση. Θυμήθηκα λοιπόν ότι ανάλογες τοποθετήσεις είχε και ο δικός μας «κομματικός» ποιητής Γιάννης Ρίτσος, κυρίως της περιόδου 1968-1969.[ii]
Επειδή θεωρώ ότι και αυτή η πτυχή του έργου των δύο αυτών κομμουνιστών διανοουμένων, αν και όχι κυρίαρχη σε αυτό, και στη γενικότερη στάση ζωής τους, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του στοχασμού τους το οποίο είναι μάλλον παραμελημένο, παραθέτω δίχως σχόλια ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα από τα δύο αυτά βιβλία.
Και ας ξεκινήσουμε από την Τριολέτ. Γράφει λοιπόν για τη σχέση κόμματος – διανοουμένων απ’αφορμή την αξιολόγηση του καλλιτέχνη με βάση την κομματικότητά του: «το κόμμα δεν μπορεί να σου δώσει ταλέντο».
Για τη σχέση μέσων – σκοπού όπως αυτή λειτούργησε στον «υπαρκτό», γράφει: «Ολα, τους ήταν επιτρεπτά για την επίτευξη του καλού σκοπού. Τώρα ο σκοπός δεν υπάρχει πια, συνεχίζουν όμως να πιστεύουν ότι όλα τούς είναι επιτρεπτά».
Αναφορικά με τη Σοβιετική Ενωση, πάνω από 20 χρόνια πριν απ’ την κατάρρευσή της γράφει: «Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η δυσπιστία», και επίσης: «Ανδρες και γυναίκες πέθαναν για τραγουδιστά επαύριον. Γνωρίζουμε όμως πως πρόκειται να τραγουδήσουν;» Και τέλος: «Γνωρίζετε το ίδιο καλά με μένα ότι το θέαμα τελείωσε. Τίποτε απ’ όσα ονειρευτήκαμε δεν θα επιτευχθεί».
Αναφορικά με την αξιολόγηση του κομμουνισμού μόνον από τη σκοπιά της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και της οικονομίας, γράφει: «Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς και να δημιουργήσει την υλική βάση του κομμουνισμού παρά την ηθική του».
Και ας έλθουμε τώρα στον Γιάννη Ρίτσο. Στο ποίημά του Το Διαζευτικό «Ή», έχοντας προφανώς κατά νου τη δογματική σκέψη γράφει: «γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι/η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει (γι’ αυτό κι ασυχώρετο το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας – ο θέος να μας φυλάει)».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα ποιήματα «Εκ των υστέρων» και οι «Αναβολές» από την ενότητα «Πέτρες» όπου ο ποιητής αναφέρεται στην αδράνεια, στη στασιμότητα σκέψης και πράξης, που έχουν ως συνέπεια τη μη ανταπόκριση στις απαιτήσεις των καιρών. Να τι γράφει στο δεύτερο: «Περνάνε οι μέρες. Χτυπάει το πανί στο καράβι./ Κόβεται το σκοινί. Δεν τα ποτίσαμε τα δέντρα. Τον άλλο χρόνο ξεράθηκαν-ούτε καρπός ούτε φύλλο./ Οι γυναίκες γεράσανε γρήγορα. Μικρά σαλιγκάρια/ ανηφοράνε στους τοίχους. Οταν μια μέρα κατεβήκαμε/ να καθαρίσουμε, επιτέλους, το πηγάδι -τίποτα ζζ /κούφια δροσιά κι ένας σωρός σκουριασμένοι κουβάδες./Τους βγάλαμε έναν έναν. Το νερό είχε στερέψει».
Στο ποίημα «Το τέλος της Δωδώνης, Ι» που περιλαμβάνεται στις «Επαναλήψεις Β’», ο ποιητής καταγγέλλει τα παπικά-κομματικά ιερατεία τα οποία σαν «τους βωμούς, τις εκκλησίες, τα μαντεία», […] δίνουν μια απάντηση «(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:) / σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως/- άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείς/ μονάχα την υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα…».
Το 1969, δηλαδή ένα χρόνο μετά την επέμβαση των σοβιετικών τανκς στην Πράγα, η οποία ήταν αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα του «υπαρκτού», ο Ρίτσος γράφει το συγκλονιστικό ποίημα «Η χαμένη Υπερβόρειος»: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει: «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα, /πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του, /μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο».
Η Ελσα λίγο πριν απ’ το τέλος προφήτευσε: «Πεθάναμε πολύ νωρίς για να παραβρεθούμε στη γιορτή που έρχεται». Λάθος, διότι τόσο στην ίδια όσο και στον Ρίτσο και τη γενιά τους, μπορεί να τους καταλογίσουν τα χελιδόνια ότι δεν έφεραν την άνοιξη[iii], όχι όμως ότι δεν συνέβαλαν στον ερχομό της. Γι’ αυτό και θα είναι παρόντες σε αυτήν τη γιορτή, με την πολύπλευρη συμβολή τους στην υπόθεση του κομμουνισμού, μια συμβολή που περιλαμβάνει και την καλόπιστη κριτική τους απέναντι στα Κ.Κ. και στον «υπαρκτό».
[i] Proverbes d’ Elsa, Les Editeurs Francais Reunis, 1971.
[ii] Αυτές περιέχονται κυρίως στην τριπλή συλλογή του «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλιδώματα», Εκδόσεις Κέδρος, 1972.
[iii] Παράφραση από απόφθεγμα του Οδυσσέα Ελύτη.
Κρίση του ευρώ ή του καπιταλισμού;
Του ΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ Ερευνητής και Εταίρος Πολιτικής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Λίβι στη Νέα Υόρκη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11.12.11
Με την αγορά των κρατικών ομολόγων της Ιταλίας να δέχεται επίθεση από τους αυτόκλητους τιμωρούς των ομολόγων και τις φλόγες να ανηφορίζουν προς την Κεντρική Ευρώπη, ενώ η σιδηρά φράου Αγκελα Μέρκελ εξακολουθεί να παραμένει ανυποχώρητη στην αντίθεσή της να επιτραπεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να λειτουργήσει ως δανειστής έσχατης λύσης -μια στάση ορθόδοξης νομισματικής πολιτικής που, δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης, θα προκαλούσε συνοφρύωση ακόμα και στον κ.
Φρίντριχ Χάγεκ- η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πήρε το όπλο της και, σε μια συντονισμένη κίνηση με πέντε άλλες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, έτρεξε να σώσει το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, την ίδια την ευρωζώνη και, ενδεχομένως, τον προηγμένο καπιταλισμό.
Δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της Ελλάδας (τώρα, ναι, αυτή είναι μια πραγματική εθνική δημοσιονομική κρίση), που σε εύθετο χρόνο συνοδεύτηκε από σοβαρές πιέσες και εντάσεις σε άλλα μέρη της ευρωζώνης (μια εξέλιξη που έμελλε παραπλανητικά να αποκαλεστεί «ευρωπαϊκή κρίση χρέους»), η ευρωζωνική κρίση παίρνει τώρα τη μορφή μιας ξεκάθαρης και βαθιάς τραπεζικής κρίσης.
Η πρωτοβουλία της Fed, που αρκετοί οικονομολόγοι είχαν εισηγηθεί εδώ και καιρό, παροτρύνθηκε από τη συνειδητοποίηση ότι οι τράπεζες της Ευρώπης έχουν σοβαρή δυσκολία να μετακυλίσουν περίπου 1,5 τρισ. ευρώ σε χρέος που είναι εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί οι τράπεζες της Ευρώπης έγινε αρκετά εμφανής, τουλάχιστον πριν από μερικές εβδομάδες, όταν είχαν ουσιαστικά αποκλειστεί από τις αγορές δολαρίου.
Η κοινή δράση της Fed και των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών είναι ένα σενάριο που βγαίνει κατευθείαν από το δίτομο βιβλίο του Τζον Μέιναρντ Κέινς «Η πραγματεία για το χρήμα». Ετσι, θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι οι καπιταλιστές του σήμερα και των μελλοντικών γενεών πρέπει να ευχαριστήσουν τον κ. Κέινς διπλά: για τη διάσωση του παγκόσμιου καπιταλισμού από το Κραχ του 1929 και από την κρίση του 2008.
Πράγματι, δεν είναι μόνο οι τράπεζες της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι οι αμερικανικές τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση. Οι αμερικανικές τράπεζες αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ωρίμανσης χρέους στο πολύ εγγύς μέλλον, ξεκινώντας από αυτό το μήνα, όπου πρέπει να αποπληρώσουν ομόλογα πάνω από 50 δισ. δολάρια. Εικάζουμε ότι η Fed θα είναι πολύ απασχολημένη στο μέλλον.
Αλλά είναι το πρόβλημα της Ευρωζώνης, ή εκείνο στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ή η στασιμότητα της ιαπωνικής οικονομίας, απλά μια τραπεζική κρίση; Είναι η έλλειψη ανάπτυξης, η υπερπαραγωγή, η εκτόξευση της ανεργίας και οι αρνητικές προοπτικές για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η έλλειψη ζήτησης, το επικίνδυνα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων, η κοινωνική δυσφορία που αντιμετωπίζει τόσο ο Παλαιός όσο και Νέος Κόσμος απλά συνέπεια της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008;
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, και πιθανώς με αρκετή επιτυχία, ότι αυτό που βιώνουμε από το 2008 δεν είναι απλώς μια σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση επικεντρωμένη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά μια γενική κρίση του προηγμένου καπιταλισμού. Η αλήθεια είναι ότι ο προηγμένος καπιταλισμός αντιμετωπίζει σοβαρές διαρθρωτικές οικονομικές πιέσεις και εντάσεις και κοινωνικές παραμορφώσεις, όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, πολλά χρόνια πριν από την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους στη Δύση, η οποία έχει κλιμακωθεί εκτός ελέγχου, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της στασιμότητας των μισθών. Στις ΗΠΑ, οι μισθοί έχουν παραμείνει στάσιμοι από τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1970, οδηγώντας σε μια νέα «επιχρυσωμένη εποχή», με ανανεωμένους ισχυρισμούς για την ανωτερότητα του δαρβινικού καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή, οι φτωχοί και οι εργατικές τάξεις του πληθυσμού έχουν αντιμετωπιστεί ως ένα ενοχλητικό είδος στο γαλαξία που κατέχουν οι πλούσιοι, με επιθέσεις εναντίον των μισθών τους και των συνθηκών εργασίας και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά να διενεργούν εκστρατείες υποτιμητικού χαρακτήρα κατά της ταξικής ταυτότητας της εργατικής τάξης.
Τα δημόσια ελλείμματα και η συσσώρευση δημόσιου χρέους, από την άλλη πλευρά, αν και επηρεάστηκαν αρνητικά σε μεγάλο βαθμό από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08, είναι σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα ύπουλων φορολογικών πολιτικών που ευνοούν τους πλούσιους και τα εταιρικά περιουσιακά στοιχεία. Η έννοια της «καλής και δίκαιης κοινωνίας» είναι πλέον κάτι που μοιάζει με μακρινό όνειρο στις περισσότερες προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Καθώς η κρίση της ευρωζώνης συνεχίζεται, και είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα, καθώς η κίνηση της Fed και των άλλων κεντρικών τραπεζών δεν θα λύσει τα δομικά προβλήματα στην ευρωχώρα, ενώ η «νέα» ευρωζώνη που σχεδιάζει η επικίνδυνη Μερκοσαρκοζί ηγεσία θα διευρύνει τις κοινωνικο-οικονομικές διαστάσεις της κρίσης στην Ευρώπη, πρέπει να επανεξετάσουμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Ενδεχομένως, αυτό που λαμβάνει χώρα στις προηγμένες οικονομίες δεν είναι απλώς μια τραπεζική ή μια χρηματοοικονομική κρίση, αλλά ένα είδος γενικής κρίσης του προηγμένου καπιταλισμού, και ίσως και κάτι περισσότερο: η μετάβαση σε ένα νέο κοινωνικο-ιστορικό «παράδειγμα» που, όπως πάντα, φυσικά, η τελική του μορφή θα προσδιοριστεί από τους κοινωνικο-πολιτικούς αγώνες στον δημόσιο χώρο.
Anthea Lawson, ΤΟ ΒΗΜΑ 11.12.11
Το µονοπάτι των κλεµµένων
Τον Νοέµβριο ελβετοί ελεγκτές ανακάλυψαν ότι τέσσερις ελβετικές τράπεζες δεν έκαναν αρκετά για να «αναγνωρίσουν» περιουσιακά στοιχεία δικτατόρων που είχαν καταθέσεις σε αυτές. Η έρευνα έριξε λίγο φως σε ένα σύστηµα που αποτυγχάνει να σταµατήσει τη ροή του διεφθαρµένου χρήµατος, µε καταστροφικές συνέπειες για εκατοµµύρια ανθρώπους. Οι τράπεζες όµως που παραβίασαν τους κανόνες δεν κατονοµάστηκαν, ούτε βέβαια απάντησε καµιά τους στη θεµελιώδη ερώτηση: Τι δουλειά είχαν αυτά τα λεφτά σε ελβετικές τράπεζες;
Ας δούµε την ολοκληρωµένη εικόνα. Τρία ολοκληρωτικά και διεφθαρµένα καθεστώτα έπεσαν εφέτος επειδή οι άνθρωποι που αυτά κυβερνούσαν απηύδησαν µε τα επικά επίπεδα διαφθοράς τους. Αυτού του επιπέδου η διαφθορά δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς τράπεζες. Οι δικτάτορες δεν µπορούν να κλέβουν εκατοµµύρια δολάρια από το κράτος, ούτε να αποδέχονται µαζικές δωροδοκίες, αν κρατούν τα χρήµατα κάτω από το κρεβάτι τους.
Οι πληρωµές για φυσικούς πόρους όπως το πετρέλαιο και το γκάζι δεν γίνονται σε χαρτονοµίσµατα, αλλά µέσω τραπεζικής εντολής: το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες µίζες και «αρπαχτές» για διάφορα εµπορικά deals. Αλλωστε είναι πάντοτε ασφαλέστερο να έχεις τα λεφτά σου έξω από τη χώρα – µακριά από τους αντιπάλους σου, και πάντοτε προσβάσιµα, αν χάσεις την εξουσία.
Ως αποτέλεσµα της αναταραχής σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η ελβετική κυβέρνηση ήταν ανάµεσα στις πρώτες που αποφάσισαν το πάγωµα των τυνησιακών, αιγυπτιακών και λιβυκών καταθέσεων, πριν από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις Ηνωµένες Πολιτείες (οι οποίες πάγωσαν µόνο λιβυκά περιουσιακά στοιχεία).
Μετά το πάγωµα οι ελβετικές τράπεζες ταυτοποίησαν 470 εκατ. γαλλικά φράγκα (380 εκατ. ευρώ) σε λογαριασµούς τυνήσιων και αιγύπτιων πολιτικών και 360 εκατ. φράγκα (291 εκατ. ευρώ) σε λιβυκούς λογαριασµούς.
Στην τραπεζική βιοµηχανία, οι ανώτεροι ξένοι αξιωµατούχοι, τα µέλη των οικογενειών και οι στενοί συνεργάτες τους είναι γνωστοί ως Πολιτικά Εκτεθειµένα Πρόσωπα (Politically Exposed Persons ή απλά PEPs). Οι τράπεζες υποτίθεται ότι υποχρεούνται να διενεργούν πρόσθετους ελέγχους για το ενδεχόµενο διαφθοράς. Σύµφωνα µε την Ελβετική Εποπτική Αρχή της Χρηµατοπιστωτικής Αγοράς (FINMA), οι τέσσερις ελβετικές τράπεζες τα έκαναν όλα λάθος. Μία εξ αυτών αποδεχόταν τακτικές επταψήφιες πληρωµές στον λογαριασµό ενός ΠΕΠ χωρίς να ελέγχει την προέλευσή τους: ο τραπεζίτης που είχε αναλάβει τον λογαριασµό «ενδέχεται να εµπόδισε προσπάθειες για τη διερεύνηση» της υπόθεσης. Αλλη τράπεζα είχε έναν λογαριασµό ΠΕΠ για τον οποίο υπήρχαν σαφείς «ενδείξεις παράνοµων συναλλαγών», αλλά αρνήθηκε να τον χειριστεί ως τέτοιον παρά το ότι γνώριζε πως συνδεόταν µε έναν δικτάτορα – αλλά και το ότι µια ανταγωνιστική της τράπεζα είχε αρνηθεί να τον κάνει πελάτη της, χαρακτηρίζοντάς τον «υψηλού ρίσκου» Οι τράπεζες αυτές τώρα αντιµετωπίζουν τη δηµόσια έκθεση, αλλά και βαριά πρόστιµα, αν βέβαια οι ελβετικές Αρχές επιλέξουν να τους δώσουν το απαραίτητο µάθηµα. Πότε θα βρούµε την πολιτική βούληση να σταµατήσουµε τους δικτάτορες που λειτουργούν κρυφά από τους πολίτες τους; Πότε επιτέλους θα αρνηθούµε να παράσχουµε ασφαλές καταφύγιο στο «βρώµικο» χρήµα και στη λεία των δικτατόρων απ’ άκρου εις άκρον της Ευρώπης;
Η Ανθία Λόσον είναι επικεφαλής της εκστρατείας κατά της τραπεζικής διαφθοράς για λογαριασµό της διεθνούς οργάνωσης Global Witness.
Σχετικά με τη διαχείριση του παρελθόντος
ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11.12.11
Αξιομνημόνευτη ήταν κάποτε η στάση εκείνων που απέφευγαν πάση θυσία να εμφανιστούν μετανοημένοι για αποφάσεις του παρελθόντος -ξέρετε, το είδος των υποτιθέμενων αποφάσεων στις οποίες σήμερα αποδίδουν τον σοβαροφανή χαρακτηρισμό «επιλογές».
Αυτοί, δηλαδή, οι ρητά και κατηγορηματικά αμετανόητοι, άρχισαν να αποδεικνύονται, ξαφνικά, όλο και περισσότεροι, κυρίως, δε, όλο και πιο περήφανοι για τη γραμμή πλεύσης που ακολούθησαν, αναδρομικά απαρέγκλιτη τάχα, και σίγουρα όχι λιγότερο ολέθρια.
Πράγματι, η εμμονή τους έμοιαζε τότε να έχει ηθική προέλευση και τη συναντούσε κανείς στο σημείο όπου ο καθένας όφειλε να αναλαμβάνει, ας πούμε, την ευθύνη των πράξεών του, όπως έλεγαν στα σχολεία ή στις προσκοπικές ομάδες. Επομένως, τη διέκριναν στοιχεία ηρωισμού· σχετιζόταν δήθεν με την ειλικρίνεια και το θάρρος. Απατηλά βεβαίως, αφού χρησίμευε κατά κανόνα σαν υπερθεματισμός ώστε το υποκείμενο να συσκοτίζει τα επακόλουθα της στενοκεφαλιάς ή της ανωριμότητάς του. Εξάλλου, το να διατείνεσαι, και μάλιστα με έμφαση, ότι «δεν μετανιώνεις για τίποτα», κι ότι δεν έπρεπε άλλωστε να μετανιώνεις, ισοδυναμούσε με μια στάση ανδροπρεπή και φιλοπόλεμη, όπως συμβαίνει συχνά με την ανοησία εν γένει, η οποία, στο μέτρο που συλλαμβάνεται σαν το αντίθετο της νόησης, μεταμφιέζεται σε σωματική και σεξουαλική ρώμη. Γι’ αυτό και θα ήταν εύκολο να παραλληλίσουμε την ισχυρογνωμοσύνη ενός τέτοιου τύπου με τη στάση του αγριμιού που συσπειρώνεται στη γωνία έτοιμο να δαγκώσει τα κάγκελα, αν η ανθρώπινη εκδοχή δεν είχε, επιπλέον, να προσφέρει ένα ύφος φαινομενικά στωικό, όπως όταν κάποιος υπογράφει ανακωχή με το πεπρωμένο και τις ειρωνείες της τύχης. Τελικά, το πείσμα στο να ξορκίζει κανείς την ντροπή που αναλογεί στις πράξεις του πλασάρεται σαν σοφία εκείνης της γεροντικής καρικατούρας που όλοι γνωρίζουμε και που η γειτονιά σχολιάζει πικρόχολα, όσο και με ορισμένο δέος, σαν «κεφάλι αγύριστο». Εντρομοι, αν μη τι άλλο, μπροστά στην αντιμετώπιση εκκρεμοτήτων και οφειλών που τους τιμούσαν ελάχιστα, οι αμετανόητοι έσπευδαν να διαχειριστούν τον φόβο τους αφ’ υψηλού και, άρα, να προτείνουν μια φιλοσοφία ζωής συμφέρουσα για όλους κατά το ότι έθετε το παρελθόν υπό παραγραφή σαν κάτι το μη συζητήσιμο. Εξ ου και το οξύμωρο της διαπίστωσης ότι όλοι τους απεχθάνονταν και, συνάμα, τους καλωσόριζαν ή, τουλάχιστον, τους «εκτιμούσαν».
Στη δεκαετία του ’60, τέτοια άτομα φημίζονταν για το σθένος του χαρακτήρα τους -μια ωραία τοποθέτηση που αφήνει εντελώς απ’ έξω το περί τίνος χαρακτήρα επρόκειτο. Χοντρικά μιλώντας, ήταν κάτι που μπορούσε να στηρίξει το κύρος ενός οικογενειάρχη. Αυτή καθεαυτήν, η αμετακίνητη ομολογία κάποιου ότι «δεν μετανιώνει για τίποτα», ομολογία δημοφιλής και ταυτόχρονα οφθαλμοφανώς γελοία, επικοινωνούσε βαθύτερα μ’ εκείνο το τεράστιο περίσσευμα θανάτου που δεν είχε βιωθεί ποτέ μετά την ιστορική έκρηξη των δύο πολέμων και το επαπειλούμενο φαντασιακό ξέσπασμα ενός τρίτου. Σαν επιθανάτια ρήση, η δήλωση μη μετάνοιας, ταίριαζε με τη φρίκη ενός απολογισμού που, ως τέτοιος, παρέκαμπτε υποχρεωτικά κάθε συνετή ή εμπνευσμένη ερμηνεία των γεγονότων. Μια τόσο πεισματική άρνηση διατηρούσε έναν τόνο κακόβουλης αλλά ζηλευτής απάθειας, όπου η παράβλεψη της ευθύνης του καθενός ερχόταν, μακάρια, σαν απαλλακτικό βούλευμα που θα το μοιράζονταν όλοι. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε ντοκιμαντέρ και ιστορικά αφιερώματα όπου άνθρωποι βεβαρημένοι με τη διάπραξη μύριων όσων εγκλημάτων εν ονόματι της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ευημερίας, της ιδεολογίας κ.λπ. αποκαλύπτονται με το φωτοστέφανο της πραότητας που υποτίθεται ότι τροφοδοτείται απ’ τη σιγουριά πως, ένεκα των συνθηκών που επικρατούσαν, δεν ήταν ικανοί για κάτι καλύτερο.
Κατ’ ουσίαν οι πάντες ήξεραν ότι το επιδερμικό και ανειλικρινές κουβεντολόι για τις γενιές της ήττας και τις γενιές της νίκης έκρυβε την ντροπή των ανθρώπων για την αποθηρίωση του είδους του οποίου έφεραν το όνομα. Υπήρχε ντροπή, και επιπλέον ντροπή για το ανομολόγητον της ντροπής -κάτι σαν ντροπή στο τετράγωνο. Δεν θα ήταν υπερβολή να σκεφτούμε πως ντρέπονταν στην ιδέα ότι καμία ντροπή για τις αστοχίες τους, ενίοτε μοιραίες, δεν θα ‘ταν αρκετή. Ετσι, απεύχονταν τις κινήσεις συμφιλίωσης με το παρελθόν, όχι μόνον από φόβο για το ίδιο το παρελθόν, που έπρεπε να αποκατασταθεί στην αλήθεια του προκειμένου να γαληνέψει, αλλά και από φόβο μήπως υποχρεωθούν να μισήσουν εκείνον που ενδεχομένως θα τους συγχωρούσε, ο οποίος, ως εκ τούτου, βρισκόταν λαθραία σε θέση ισχύος. Παραδόξως, αυτή η αδιαπραγμάτευτη, γενικευμένη και αμοιβαία ανασφάλεια στήριζε τη συνοχή της κοινότητας ως συνενοχή.
Η ανασφάλεια δρούσε σαν ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας ως προς τα συγκινησιακά μεταίχμια -σαν να λέμε ότι έκοβε επί του πιεστηρίου όλες τις συναισθηματικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να ανταλλάξουν οι άνθρωποι ώστε να λύσουν την παγίωση του μίσους φωτίζοντας τις προϋποθέσεις της ωρίμανσής του. Με δυο λόγια, ο φόβος για την αφύπνιση της έχθρας, του διχασμού και των εγωισμών προστάτευε την κοινότητα ακριβώς απ’ την έχθρα και τους εγωισμούς, μόνον που όλο αυτό, φυσικά, ως προς την αυθεντική του διάσταση, έμενε στο βάθος σαν ιερή και μυστηριώδης παρακαταθήκη -η παλιά, απενεργοποιημένη κατάρα στα έγκατα του εθνικού σπηλαίου, στου οποίου την είσοδο η απόρριψη της μετάνοιας εκτελούσε χρέη Κέρβερου. Είχαμε ζήσει αποφεύγοντας να κατονομάσουμε τις ρίζες της δυστυχίας μας και μπερδεύοντας αυτή την κακώς εννοούμενη αποστασιοποίηση με την παροχή συγνώμης. Αίφνης, εκείνοι που «δεν μετάνιωναν για τίποτα» φάνηκαν περιβεβλημένοι από ένα απόκοσμο κράμα λήθης και μνήμης, αταραξίας και σκληρότητας, ασκητικής και υποχωρητικότητας στις ηθικές συνέπειες των πράξεών τους. Μας γοήτευσαν, αντί να τους απομονώσουμε -μας κατέκτησαν ενώ έπρεπε να σκεφτούμε ότι η θέση τους, οχυρωμένη στην ακαμψία και στο άγχος της συντριβής, αντιπολιτευόταν τη ζωή στην ουσία της.
Ταυτιστήκαμε μ’ αυτούς αντί να τους γυρίσουμε την πλάτη. Λέγοντας ότι ταυτιστήκαμε, εξηγώ, άθελά μου, το γιατί έχουμε τόσο έντονη την ανάγκη να φανταζόμαστε ότι είμαστε ένας λαός ηρώων.
Ευρώ ή δραχμή; Ο δρόμος της διεκδίκησης
Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ, Συγγραφέα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 11.12.11
Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες.
Ακόμα μεγαλύτερες αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οδηγεί σειρά από παίκτες στην πολιτική σκηνή να υποστηρίζουν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Σε αυτούς συγκαταλέγονται νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως και ισχυρές μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Δυνάμεις που θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο θα ξεφορτωθούν την Ελλάδα με ευκολία. Σε αυτή τη γραμμή πλέουν, επίσης, εθνικιστικοί κύκλοι, καθώς και έλληνες επιχειρηματίες που έχουν λάβει μεγάλα δάνεια. Οι τελευταίοι ελπίζουν ότι με μια έξοδο από το ευρώ θα τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητές τους.
Υπάρχουν αρκετοί που κατασκευάζουν το γνωστό, πλέον, δίλημμα, ή υποταγή στο διευθυντήριο ή έξοδο από την ευρωζώνη. Κατηγορούν, μάλιστα, όποιον κάνει κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική ως αντιευρωπαϊστή και υποστηρικτή της «επιστροφής στη δραχμή». Ουσιαστικά υποστηρίζουν κάθε πολιτική γραμμή του νέου ραγιαδισμού, που οδηγεί στην υποταγή της χώρας στο διευθυντήριο της Ε.Ε., πριν από όλα στη Γερμανία.
Σε εκείνους που υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ, συγκαταλέγονται και δυνάμεις της άλλης πλευράς, όπως τμήματα της αριστεράς και ακαδημαϊκοί που επηρεάζονται από την αγγλοσαξονική κουλτούρα. Οι απόψεις τους συναντιούνται με εκείνες των νεοφιλελεύθερων σε αρκετά σημεία. Απολυτοποιούν, όπως και ο νεοφιλελευθερισμός, τη σημασία της νομισματικής σφαίρας και υποτιμούν την ίδια την πολιτική. Εγκλωβίζονται, επίσης, στο δίλημμα ότι οι μόνες επιλογές είναι είτε υποταγή στους ισχυρούς της ευρωζώνης, είτε έξοδο. Τέλος, και οι δύο επιλέγουν να απαντήσουν με τον πιο εύκολο δρόμο σε ένα αδιέξοδο δίλημμα, ενώ δεν λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές καταστάσεις. Ομως η πολιτική είναι άλγεβρα και όχι απλή αριθμητική πράξη.
Οι οπαδοί της υποταγής δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους τα πραγματικά περιστατικά. Ουσιαστικά, με την πολιτική που ακολουθούν, συμβάλλουν σε μια «μαύρη» εξέλιξη της Ε.Ε. Στον περιορισμό της δημοκρατίας και της αρχής της ισότητας των κρατών-μελών. Αρχή που είναι θεμελιακή για την ύπαρξη και δημοκρατική της λειτουργία. Οι φορείς της αντίπερα πολιτικής απαντούν με το εξίσου εύκολο σλόγκαν της άμεσης (και απροετοίμαστης) εξόδου από το ευρώ. Συμπίπτουν δε με τους πρώτους, στο γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική πέραν της υποταγής ή της εξόδου από το ευρώ. Και οι δύο εξαφανίζουν πίσω από τα απόλυτα επιχειρήματα τον δρόμο της δημοκρατικής μάχης στο εσωτερικό της Ε.Ε. Φτιάχνουν εξωπραγματικά σενάρια σύμφωνα με τα οποία η «πορεία της πολιτικής αλλαγής ξεκινά με την έξοδο από το ευρώ». Δεν απαντούν, βέβαια, ποιος θα το κάνει αυτό. Ποια κυβέρνηση; Εκείνη που δεν μπορεί να χειριστεί ούτε καν τα σημερινά προβλήματα θα υλοποιήσει μια τέτοια επιλογή; Ή αυτή θα υλοποιηθεί από μια κυβέρνηση που θα συγκροτείται από πολιτικές δυνάμεις που σήμερα δεν υπερβαίνουν ένα ελάχιστο ποσοστό μέσα στην κοινωνία και δεν μπορούν να πείσουν ούτε καν τα κόμματά τους; Στην ουσία, με τη μεγαλοστομία για έξοδο από την Ε.Ε. κρύβουν την αδυναμία τους να διαμορφώσουν άμεσα ένα πλατύ μέτωπο πάλης.
Η δύσκολη, επίπονη, σύγχρονη πολιτική που εξυπηρετεί την Ελλάδα πέρα για πέρα είναι η μάχη με όλα τα μέσα ενάντια στην πολιτική που κυριαρχεί σήμερα στην Ε.Ε. Τη συστηματική χρήση βέτο. Την αξιοποίηση όλων των εν δυνάμει συμμαχιών. Τη συγκρότηση μετώπου απέναντι στις παραβιάσεις δημοκρατικών κανόνων από κράτη-μέλη της Ε.Ε. και θεσμούς της.
Είναι…
Του Ρούσου Βραννά, TA NEA 10.12.11
.. η πιο ανθηρή καπιταλιστική οικονομία του πλανήτη. Και όμως δεν παύει να υποστηρίζει ότι αντλεί την ιδεολογική νομιμοποίησή της από τον μαρξισμό. Αν ζούσε ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν, θα έδινε άραγε την ευλογία του στη σημερινή Κίνα, όπως την είχε δώσει και στη Χιλή του Πινοσέτ;
Ενα µουσείο…
… για τον μαρξισμό στην Κίνα θα εγκαινιαστεί στο Πεκίνο στο τέλος του έτους. Με τη φροντίδα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, όπως μεταδίδει το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Ζινχούα, θα περιλαμβάνει φωτογραφικό και ιστορικό υλικό από την πορεία του μαρξισμού στη χώρα, καθώς και μεταφράσεις έργων του Μαρξ στην κινεζική. Η μεγάλη απορία όμως για όσους παρακολουθούν την πορεία της Κίνας είναι πώς τα πηγαίνει ο μαρξισμός έξω από αυτό το μουσείο. Σύμφωνα με την «Κινεζική Ημερησία», περίπου 50 εκατομμύρια Κινέζοι αποτελούν σήμερα μια «νέα κοινωνική τάξη», όπως την ονομάζουν οι κινεζικές εφημερίδες, που είναι ιδιοκτήτες ιδιωτικών επιχειρήσεων. Πολλοί από αυτούς έχουν οργανικούς δεσμούς με το ΚΚΚ. Πριν από μερικά χρόνια η ίδια η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ είχε αποκαλύψει ότι περισσότερα από 2,8 εκατομμύρια κομματικά μέλη εργάζονταν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και περίπου 810.000 είχαν δικές τους. Αυτή η τάξη χωρίς όνομα πώς άραγε τα καταφέρνει με μαρξιστικά κριτήρια;
Για να το βρούµε…
… θα πρέπει να μετρήσουμε τον βαθμό της εκμετάλλευσης, δηλαδή τη συνολική αμοιβή της εργασίας ως ποσοστού του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Επειδή αυτό αντιπροσωπεύει πάνω κάτω το μερίδιο των εργαζομένων στο κοινωνικό προϊόν που παράγει η χώρα. Στη Δυτική Ευρώπη, λέει ο πολιτικός αναλυτής Ντέιβιντ Οσλερ, ακόμη και μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, αυτό το μερίδιο είναι σήμερα περίπου 55%. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη του κινέζου οικονομολόγου Τσανγκ Σιουζέ, το μερίδιο των κινέζων εργαζομένων έχει πέσει από 17% το 1980 στο 11% το 2007. Πράγμα που σημαίνει ότι οι κινέζοι εργοδότες προτιμούν τη μερίδα του λέοντος. Με τις αναπόφευκτες κοινωνικές ανισότητες, που είναι και αυτές μετρήσιμες, με τον συντελεστή Τσίνι (όταν είναι μηδενικός, αυτό σημαίνει ότι όλο το εισόδημα μοιράζεται στους πολίτες εξίσου• όταν ισούται με τη μονάδα, ένα μόνο άτομο καρπώνεται όλο το εισόδημα του πληθυσμού). Η Βρετανία, μετά τη λεηλασία της Θάτσερ και του Μπλερ, είχε συντελεστή 0,36. Η Κίνα έχει 0,47, πράγμα που καθιστά την κινεζική κοινωνία πιο άνιση ακόμη και από την αμερικανική (οι ΗΠΑ έχουν μια από τις πιο άνισες κοινωνίες του κόσμου).
Αυτά…
… για τον μαρξισμό εκτός μουσείου. Και δικαιολογημένα ο Ντέιβιντ Οσλερ θυμάται ένα περίφημο σχόλιο που είχε κάνει κάποτε ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ για κάποιους που παρίσταναν τους οπαδούς του διαστρεβλώνοντας τις ιδέες του: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής». Αν αυτό που γίνεται σήμερα στην Κίνα είναι μαρξισμός, σίγουρα πολλοί θα μπορούσαν να αναφωνήσουν το ίδιο.
Ian Buruma ΤΟ ΒΗΜΑ – Τhe Project Syndicate, 9.12.11
Τελείωσε το ευρωπαϊκό όνειρο;
Είχαν δίκιο, τελικά, οι ευρωσκεπτικιστές; Ηταν το όνειρο για μια ενωμένη Ευρώπη – εμπνευσμένο από φόβους για άλλον έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, και στηριγμένο στην ιδεαλιστική ελπίδα ότι τα εθνικά κράτη ήταν απαρχαιωμένα και θα έδιναν τη θέση τους σε καλούς Ευρωπαίους – ένα ουτοπικό αδιέξοδο;
Εκ πρώτης όψεως, η σημερινή κρίση της Ευρώπης, η οποία κάποιοι προβλέπουν ότι θα διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ενώση, είναι χρηματοπιστωτική. Ο Ζακ Ντελόρ, ένας από τους αρχιτέκτονες του ευρώ, ισχυρίζεται τώρα ότι η ιδέα του για ένα κοινό νόμισμα ήταν καλή, αλλά η «εφαρμογή» της ήταν ελαττωματική, επειδή επέτρεψε στις πιο αδύναμες χώρες να δανείζονται υπερβολικά.
Αλλά, στα θεμέλιά της, η κρίση είναι πολιτική. Οταν εθνικώς κυρίαρχα κράτη έχουν το δικό τους νόμισμα, οι πολίτες είναι πρόθυμοι να δουν τα χρήματα της φορολογίας τους να πηγαίνουν στις πιο αδύναμες περιοχές. Αυτό είναι μια έκφραση εθνικής αλληλεγγύης, μιας αίσθησης ότι οι πολίτες ανήκουν στην ίδια χώρα και είναι έτοιμοι, σε μια κρίση, να θυσιάσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα για το καλό του συνόλου.
Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα, ούτε σε εθνικά κράτη. Πολλοί κάτοικοι της βόρειας Ιταλίας δεν μπορούν να δουν γιατί θα έπρεπε να πληρώνουν για τον πιο φτωχό νότο. Εύποροι Φλαμανδοί στο Βέλγιο δεν θέλουν να στηρίξουν άνεργους Βαλώνους. Αλλά, συνολικά, ακριβώς όπως οι πολίτες δημοκρατικών κρατών ανέχονται την κυβέρνηση που κέρδισε τις τελευταίες εκλογές, και αυτοί συνήθως αποδέχονται την οικονομική αλληλεγγύη.
Από την στιγμή που η ΕΕ δεν είναι ούτε ένα εθνικό κράτος, ούτε μια δημοκρατία, δεν υπάρχει «ευρωπαϊκός λαός» για να παρασταθεί στην ΕΕ σε σκληρούς καιρούς. Πλούσιοι Γερμανοί και Ολλανδοί δεν θέλουν να πληρώσουν για το οικονομικό χάλι στο οποίο έχουν βρεθεί σήμερα οι Ελληνες, οι Πορτογάλοι ή οι Ισπανοί.
Αντί να δείξουν αλληλεγγύη, ηθικολογούν, λες και όλα τα προβλήματα στη μεσογειακή Ευρώπη ήταν το αποτέλεσμα εκ γενετής τεμπελιάς, ή της διεφθαρμένης φύσης, των πολιτών της. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ηθικολόγοι διακινδυνεύουν να γκρεμίσουν την κοινή στέγη πάνω στο κεφάλι της Ευρώπης, και να αντιμετωπίσουν τους εθνικιστικούς κινδύνους, για την αποτροπή των οποίων δημιουργήθηκε η ΕΕ.
Η Ευρώπη πρέπει να επιδιορθωθεί πολιτικώς όσο και οικονομικώς. Είναι κλισέ, αλλά παρά ταύτα αλήθεια, ότι η ΕΕ υποφέρει από ένα «δημοκρατικό έλλειμμα». Το πρόβλημα είναι ότι η δημοκρατία δεν έχει λειτουργήσει ποτέ παρά μόνον μέσα σε εθνικά κράτη, όπου οι πολίτες έχουν την αίσθηση του ανήκειν.
Είναι αυτό δυνατόν σε ένα υπερ-εθνικό σώμα όπως η ΕΕ; Αν η απάντηση είναι όχι, ίσως είναι καλύτερο να αποκαταστήσουμε την εθνική κυριαρχία του κάθε ευρωπαϊκού εθνικού κράτους, να εγκαταλείψουμε το κοινό νόμισμα και να ξεχάσουμε ένα όνειρο που απειλεί να γίνει εφιάλτης.
Αυτό σκέφτονται οι πιο ριζοσπαστικοί ευρωσκεπτικιστές στη Βρετανία, οι οποίοι δεν μοιράστηκαν από την αρχή το όνειρο της ΕΕ. Είναι εύκολο να το αψηφήσουμε σαν βρετανικό σωβινισμό – σαν τη νησιώτικη νοοτροπία ενός λαού που ζει σε θαυμάσια απομόνωση. Αλλά, προς υπεράσπιση της Βρετανίας, οι πολίτες της έχουν μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη δημοκρατική ιστορία από τους περισσότερους λαούς στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Επιπλέον, ακόμη και αν η διάλυση της Ευρώπης ήταν δυνατή, θα είχε ένα τεράστιο κόστος. Η εγκατάλειψη του ευρώ, παραδείγματος χάριν, θα γονάτιζε το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης, με συνέπειες και για την Γερμανία και τον εύπορο βορρά, και για τις χειμαζόμενες χώρες στον νότο. Και, αν η ελληνική και ιταλική οικονομία αντιμετωπίζουν δύσκολη ανάκαμψη εντός της ευρωζώνης, σκεφτείτε πόσο οδυνηρό θα ήταν να αποπληρώσουν τα χρέη τους που είναι σε ευρώ, με υποτιμημένες δραχμές ή λιρέτες.
Εκτός από τον οικονομικό, θα υπήρχε και ένας πραγματικός κίνδυνος να πετάξουμε στα σκουπίδια τα κέρδη που έχει φέρει η ΕΕ, ιδίως στο ζήτημα της θέσης της Ευρώπης στον κόσμο. Σε απομόνωση, οι ευρωπαϊκές χώρες θα είχαν περιορισμένη παγκόσμια σημασία. Ως ένωση, η Ευρώπη έχει ακόμη πολύ μεγάλο βάρος.
Η εναλλακτική λύση της διάλυσης της ΕΕ είναι η ενίσχυσή της – να συσσωρευθεί το χρέος και να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών. Αλλά αν πρόκειται να το αποδεχθούν αυτό οι ευρωπαίοι πολίτες, η ΕΕ χρειάζεται περισσότερη δημοκρατία. Αυτό εξαρτάται από μια ζωτική συναίσθηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που δεν θα έρθει από ύμνους, σημαίες, ή από άλλα κόλπα που θα σκαρφιστούν γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες.
Κατ’ αρχάς, πλούσιοι βορειοευρωπαίοι πρέπει να πειστούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να ενισχύσουν την ΕΕ, όπως όντως είναι. Στο κάτω κάτω, αυτοί κέρδισαν τα περισσότερα από το ευρώ, χάρη στο οποίο μπόρεσαν να κάνουν φτηνές εξαγωγές στους Ευρωπαίους του νότου.
Κατά δεύτερον, οι θεσμοί της ΕΕ στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Στρασβούργο θα πρέπει να έρθουν πιο κοντά στους Ευρωπαίους πολίτες.
Ισως οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να ψηφίζουν για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με υποψηφίους να κάνουν εκστρατεία σε άλλες χώρες, αντί μόνο στη δική τους. Ισως οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να εκλέγουν έναν πρόεδρο.
Η δημοκρατία μπορεί να μοιάζει σαν τρελό όνειρο σε μια κοινότητα 27 εθνικών κρατών, και ίσως είναι. Αλλά εκτός και αν είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε την οικοδόμηση μιας πιο ενωμένης Ευρώπης, σαφώς και αξίζει να το σκεφθούμε καλύτερα.
Και ποιός μπορεί να πει τί είναι δυνατόν να γίνει; Σκεφθείτε τις ποδοσφαιρικές ομάδες, τους πιο μισαλλόδοξους, ίσως ακόμη και πρωτόγονους, θεσμούς. Πριν από 30 χρόνια, ποιός θα μπορούσε να φανταστεί ότι δύο από τις πιο δημοφιλείς ομάδες του Λονδίνου – η Αρσεναλ και η Τσέλσι – θα είχαν Γάλλο και Πορτογάλο προπονητή, αντιστοίχως, και παίκτες από την Ισπανία, την Γαλλία, την Πορτογαλία, την Βραζιλία, τη Ρωσία, την Σερβία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Πολωνία, το Μεξικό, την Γκάνα, τη Νότια Κορέα, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Νιγηρία και την Ακτή του Ελεφαντοστού; Α, ναι, έχουν και έναν-δυό από την Βρετανία, επίσης.
Ο Ιαν Μπουρούμα είναι καθηγητής Δημοκρατίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Bard College, στη Νέα Υόρκη, και συγγραφέας του Δαμάζοντας τους Θεούς: Θρησκεία και Δημοκρατία σε Τρεις Ηπείρους.
Oρατός και αόρατος ρατσισμός
Άννα Φραγκουδάκη, ΤΑ ΝΕΑ 10.12.11
Ιδιοτυπία της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι αναγνωρίζει τον ρατσισμό κατά των μεταναστών και μειονοτήτων, όμως δεν αναγνωρίζει τον παλιωμένο και βαθιά αντιδραστικό μύθο περί ανωτερότητας μέρους των ευρωπαϊκών λαών, δηλαδή τον κλασικό ευρωκεντρικό ρατσισμό. Αντίθετα τον αναπαράγει ασυνείδητα και τυφλά μέσα από τους θεσμούς και ιδίως την εκπαίδευση. Ολα π.χ. τα σχολικά μας βιβλία αναπαράγουν άμεσα και έμμεσα το στερεότυπο που αποδίδει κατωτερότητα σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς εκτός Ευρώπης, αλλά και στο κομμάτι εκείνο της Ευρώπης που ανήκει στην «Ανατολή» και στον «Νότο».
# Η αποδοχή του ευρωκεντρικού ρατσισμού έχει βλαβερές συνέπειες γιατί αυτόματα αποδίδει στην Ελλάδα διπλή κατωτερότητα (ανήκει και στην Ανατολή και στον Νότο). Είναι άρα αξιοπερίεργο να μην αμφισβητούν τον ταξινομικό μύθο οι Ελληνες με βάση τα διαθέσιμα πολλά, ισχυρά ιστορικά και επιστημονικά τεκμήρια. Αυτό συμβαίνει γιατί εγκλωβίζονται στον εθνικό μύθο που κάνει τον ευρωκεντρικό ρατσισμό αόρατο. Τον κρύβει ένα προπέτασμα καπνού ιδεολογικού: η «ανωτερότητα» των Ελλήνων εξαιτίας της αρχαιότητας. Διεκδικούμε ισότιμη θέση στην οικογένεια των «ανώτερων» λαών, ως απόγονοι των αρχαίων μας προγόνων.
# Το παγκόσμιο κύρος της αρχαιότητας γίνεται ιδεολογική παγίδα γιατί, όπως έδειξε η κρίση και τα ιδεολογικά της προϊόντα με όσα υποτιμητικά γράφτηκαν στον ευρωπαϊκό Τύπο για την Ελλάδα και τους Ελληνες, το κύρος της αρχαιότητας εναρμονίζεται θαυμάσια με τον κεντροευρωπαϊκό ρατσισμό. Αριστα μπορεί ο ίδιος Κεντροευρωπαίος να δακρύζει από συγκίνηση όταν πρωτοπατάει τον βράχο της Ακρόπολης και συγχρόνως να δηλώνει ότι οι Ελληνες είμαστε τεμπέληδες κτλ. και κακώς μας έβαλαν στην ΕΕ…
# Το πρόβλημα άρα είναι δικό μας. Ο αόρατος ρατσισμός που αναπαράγουμε στα σχολεία με εθνικό προσωπείο την ανιστορική αρχαιολατρία είναι αναγνώριση της υποτίμησης της Ελλάδας και του λαού της. Αρα βλάπτει βαθιά την εθνική ταυτότητα, προκαλεί αμφιθυμία για τη θέση της χώρας στην ΕΕ, οδηγεί σε αδυναμία αποτελεσματικής υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων… Τέλος, εμποδίζει τις εξελίξεις στον χώρο των ιδεών και διαιωνίζει το είδος πατριωτισμού που καλλιεργεί τη συντήρηση, τον αυταρχισμό και την ξενοφοβία.
Μεταλλαγμένη, νεοφιλελεύθερη Ευρώπη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6.12.11
ΜΙΑ εντελώς διαφορετική Ευρώπη από αυτήν που γνωρίζαμε μέχρι τώρα θα διαμορφωθεί τα επόμενα χρόνια, αν επιβληθούν οι -γερμανικής εμπνεύσεως- αποφάσεις, στις οποίες κατέληξαν χθες Μέρκελ και Σαρκοζί στο Παρίσι.
Ο ΚΟΙΝΟΣ παρονομαστής των αποφάσεων αυτών είναι ήδη γνωστός: σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία, για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους που ταλανίζει την ευρωζώνη. Και αυτό, πέραν των σημερινών αποφάσεων που ήδη επιβάλλονται στις αδύναμες χώρες (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία -και τώρα και στην ισχυρή Ιταλία), θα απαιτήσει την αλλαγή των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Αν δεν συμφωνήσει το σύνολο των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τότε Βερολίνο και Παρίσι θα επιδιώξουν μια συμφωνία των 17 της ευρωζώνης.
ΟΙ ΔΥΟ ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης θα επιδιώξουν να θεσμοθετήσουν την επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε όσες χώρες παραβιάζουν το όριο του 3% του ελλείμματος του προϋπολογισμού, το οποίο προβλέπει μεν η ισχύουσα Συνθήκη, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη. Ακόμη και η ισχυρή Γερμανία προβλέπεται ότι θα χρειαστεί έξι χρόνια για να πετύχει αυτόν το στόχο και είναι προφανές τι σημαίνει αυτό για τις υπόλοιπες, πιο «απείθαρχες» χώρες. Ουσιαστικά θα σηματοδοτήσει την επιβολή μιας μακράς περιόδου λιτότητας, η οποία θα βρει και την τυπική «αναγνώρισή» της στον κανόνα του ισοσκελισμού των εθνικών προϋπολογισμών, που ο γαλλογερμανικός άξονας θέλει να ενσωματωθεί στα εθνικά Συντάγματα των χωρών της ευρωζώνης.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ όλα αυτά σημαίνουν ότι οι χώρες -και ειδικά οι αδύναμες- θα υποχρεωθούν σε διαρκείς περικοπές κάθε είδους κοινωνικών δαπανών, οι οποίες χαρακτήρισαν το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα. Αυτό, μαζί με τις, έτσι κι αλλιώς, βέβαιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, θα αποτυπώνει τη μεταλλαγμένη Ευρώπη της δεκαετίας του 2010, αν το γερμανογαλλικό σχέδιο δεν συναντήσει αντιστάσεις τόσο στη σύνοδο κορυφής του προσεχούς Μαρτίου όσο και στη συνέχεια, όταν θα αρχίσει η διαδικασία της επικύρωσης από κάθε χώρα.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω στις βασικές αρχές της αλληλεγγύης και της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους. Η Ευρώπη που σχεδιάζουν σήμερα Μέρκελ και Σαρκοζί στηρίζεται στα ακριβώς αντίθετα: Την τιμωρία των πιο αδύναμων και την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σήμερα, που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός των ανέργων και των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού τους συνεχώς αυξάνεται.
ΑΥΤΗ η «νέα» Ευρώπη των Μέρκελ και Σαρκοζί είναι αμφίβολο αν έχει την έγκριση των λαών των χωρών τους. Και ίσως γι’ αυτό θα επιδιωχθεί το σχέδιό τους να περάσει πριν από τις γαλλικές εκλογές του Απριλίου του 2012.
Η παράλληλη Ελλάδα
Πολίτες που μοχθούν χωρίς κρατικές επιδοτήσεις χτίζουν το μέλλον
Του Αχιλλέα Γραβάνη, ΤΑ ΝΕΑ 7.12.11
Ακουσα για πρώτη φορά πριν από δύο δεκαετίες τον Γιώργο Γραμματικάκη να χαρακτηρίζει τους αφανείς δημιουργούς στον τόπο μας «παράλληλη Ελλάδα». Κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτούς, ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες και άνθρωποι του πολιτισμού, επιχειρηματίες, εκπαιδευτικοί και επιστήμονες δρούσαν και δημιουργούσαν ουσιαστικά και άξια πράγματα στην άλω του «επίσημου» κοινωνικού γίγνεσθαι. Τώρα με την κρίση βλέπω με ανακούφιση και προσμονή οι άνθρωποι της παράλληλης αυτής Ελλάδας να σκάνε μύτη, λες και το σύστημα στην απελπισία του τους ανασύρει ως την τελευταία ελπίδα επιβίωσης.
Τριαντάρηδες αγρότες, συνήθως απόφοιτοι ΑΕΙ, επιχειρούν σε νέες, αντισυμβατικές και εργοβόρες καλλιέργειες (σόγια, ακτινίδια, σπαράγγια, φαρμακευτικά φυτά, σαλιγκάρια), μακριά από επιδοτήσεις, παράγοντας κατ’ εξοχήν εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα. Φρέσκοι, καινοτόμοι επιχειρηματίες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε νέες, εναλλακτικές μορφές τουρισμού που σχετίζονται με το ορεινό φυσικό περιβάλλον, την ποιοτική, βιολογική διατροφή. Νεαροί επιχειρηματίες των νέων τεχνολογιών (λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, μικροηλεκτρονικές συσκευές χρήσιμες σε συστήματα ελέγχου, μηχανήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βιοτεχνολογικά προϊόντα στη διάγνωση και στη θεραπεία ασθενειών του ανθρώπου, των ζώων και φυτών) προσφέρουν ανταγωνιστικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας στη διεθνή αγορά. Δειλές αλλαγές αρχίζουν να φαίνονται επίσης και στον απρόσμενα συντηρητικό χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι φοιτητές ενδιαφέρονται επιτέλους και για την ποιότητα των σπουδών τους, πιέζουν για ανοικτά και ποιοτικά πανεπιστήμια. Εξωστρεφείς φοιτητές που στοχεύουν ψηλά, να σταδιοδρομήσουν σε προηγμένες επιστημονικά και οικονομικά χώρες της Ευρώπης ή στην Αμερική, σε πλήρη αντίθεση νοοτροπίας με τους φοβικούς φοιτητές που έχουν ως ύψιστο στόχο ζωής μια θέση στο Δημόσιο. Φοιτητές και νέοι επιστήμονες που η κρίση τούς οδηγεί στη μετανάστευση, μπολιάζοντας με νέα ποιότητα και δίψα για δημιουργία την Ελλάδα της Διασποράς. Αλλά έτσι δεν συνέβαινε πάντα με τους Ελληνες; Υστερα από χρόνια, με μια ακατανίκητη οδύσσεια ανάγκη, πολλοί από τους μεταναστεύοντες να επιστρέφουν με δύναμη στην Ελλάδα που εξ ανάγκης τους χρειαζόταν και επιτέλους τους άντεχε;
Αυτοί οι εξωστρεφείς και δημιουργικοί Ελληνες είναι η ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη οδός για την επανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας: η ποιότητα των εξαγώγιμων προϊόντων τους στις διεθνείς αγορές, το υψηλού επιπέδου, διεθνώς ανταγωνιστικό, επιστημονικό έργο τους που αναδεικνύει την ύπαρξη αυτής της παράλληλης Ελλάδας στα κορυφαία διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Οι προσπάθειες των ποιοτικών αυτών Ελλήνων θα γίνουν πιο αποτελεσματικές και θα αυξηθούν σημαντικά σε αριθμό με ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας και του κράτους, που έχει περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη η χώρα. Ενα θεσμικό πλαίσιο που υποστηρίζει την αξιοκρατία και τις ίσες ευκαιρίες, που περιορίζει τη γραφειοκρατία, τη βασική δηλαδή πηγή διαπλοκής.
Για να γίνει, βεβαίως, η παράλληλη Ελλάδα πλειοψηφία χρειάζεται να αναδειχθούν οι ανάλογες «παράλληλες πολιτικές», καθώς και οι άλλου τύπου «παράλληλοι πολιτικοί». Το υπάρχον πολιτικό σύστημα διαθέτει οριζόντια μερικούς εξ αυτών, οι οποίοι επείγει πλέον να βγουν μπροστά: θα βοηθήσουν πειστικά στην ενεργοποίηση εκείνων των παραγωγικών κοινωνικών δυνάμεων που όλα αυτά τα χρόνια απωθούνταν από το υπάρχον μεταπολιτευτικό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Των μη κρατικοδίαιτων επιτυχημένων ανθρώπων που «κοίταζαν τη δουλειά τους», γιατί ήταν βέβαιοι ότι οποιαδήποτε ενασχόλησή τους με τα κοινά θα ήταν μάταιη. Οι νέες πολιτικές πρέπει να στοχεύουν στην ανάδειξη της αξιοκρατίας παντού, στην οργάνωση ενός κράτους δικαίου και πρόνοιας γι’ αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη, στην ισονομία και στην ανάσχεση της ατιμωρησίας. Ο τόπος χρειάζεται στα κοινά «χορτάτους και ασφαλείς» ανθρώπους, με δυνατότητες, πίστη και ανεπιτήδευτη διάθεση προσφοράς. Η παράλληλη Ελλάδα μπορεί να τους προσφέρει.
Ο Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Για γαμήλια…
Του Ρούσσου Βρανά, ΤΑ ΝΕΑ 3.12.11
.. φωτογραφία, μοιάζει απίστευτη. Εκείνος, ντυμένος με τη μαύρη στολή του αξιωματικού των SS, δείχνει σαν μια ενσάρκωση του κακού. Εκείνη, ντυμένη στα κατάλευκα, το αντίθετο. Σε άλλες φωτογραφίες, το νιόπαντρο ζευγάρι χαμογελάει ανάμεσα σε γερμανικά λυκόσκυλα και μυδράλια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και χαιρετάει χιτλερικά.
Η χρήση…
… της αισθητικής του Γ’ Ράιχ έγινε μόδα και στην Κίνα (μετά την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα). Ομως, οι πιο πολλοί που θέλουν να μοιάσουν με SS αγνοούν ότι η αμφίεσή τους κουβαλάει μαζί της εδώ και πολλά χρόνια τόνους από πτώματα. Αλλωστε πρόκειται για μια ιστορία που δεν πιάνει πολλές σελίδες στα βιβλία που διαβάζουν. «Η Κίνα δεν έχει παράδοση αντισημιτισμού», μας καθησυχάζει ο Μενγκ Ζενχούα, καθηγητής Εβραϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νανζίνγκ, λίγες μέρες προτού αναχωρήσει για το Ισραήλ όπου θα παρακολουθήσει σεμινάριο με θέμα «Πώς πρέπει να διδάσκεται η ιστορία του Ολοκαυτώματος σε χώρες χωρίς εβραϊκή παράδοση». «Υπάρχουν σήμερα Κινέζοι που συμπαθούν τον Χίτλερ και τον ναζισμό. Ομως αυτό συμβαίνει επειδή πιστεύουν ότι η δικτατορία είναι το πολιτικό σύστημα που ταιριάζει καλύτερα στην Κίνα. Αγνοούν τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Ναζί. Δεν γνωρίζουν τι τράβηξαν οι Εβραίοι στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Ευρώπη βρίσκεται πολύ μακριά». Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα στερεότυπα για τους Εβραίους που ξεπηδούν εδώ και εκεί στην Κίνα δεν εκφράζουν κάποια βαθύτερη αντισημιτική τάση.
Το στερεότυπο…
… που ταυτίζει τους Εβραίους με το χρήμα αξίζει για τους Κινέζους πολλά λεφτά. Οταν ρωτάει κανείς του κληρονόμους του Μάο για τους Εβραίους, μολονότι υπάρχει ιστορική άγνοια, απαντούν πάνω κάτω το ίδιο: έξυπνοι, γεννημένοι έμποροι, πανούργοι. Θα αναγνώριζαν ευχαρίστως τον εαυτό τους σε αυτά τα στερεότυπα. Τα βιβλία που συστήνουν να πάρει για παράδειγμα τους Εβραίους όποιος θέλει να πλουτίσει πλημμυρίζουν τα βιβλιοπωλεία των κινεζικών μεγαλουπόλεων. «Ορισμένα από αυτά τα βιβλία προτείνουν μάλιστα την ανάγνωση του Ταλμούδ σε όσους φιλοδοξούν να γίνουν εκατομμυριούχοι», λέει ο Μανγκ Ζενχούα. Και προσθέτει πως συχνά φοιτητές τον σταματούν στους διαδρόμους του πανεπιστημίου και του ζητούν ένα αντίτυπο του εβραϊκού Νόμου, πεπεισμένοι πως η ανάγνωσή του θα τους βοηθήσει να γίνουν πλούσιοι.
Ούτε αντισημίτες…
… ούτε Ναζί, λοιπόν. Ομως, έστω και η παραμικρή υποψία πως θα μπορούσε να έρθει μια μέρα που ένα δισεκατομμύριο Κινέζοι θα κραδαίνουν στο ένα χέρι την Παλαιά Διαθήκη και στο άλλο το τραπεζικό τους βιβλιάριο δεν είναι λιγότερο ανησυχητική. Ισως επειδή, καταμεσής της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, υπάρχει ένα άλλο βιβλίο που έχει παθιάσει ιδιαίτερα εκατοντάδες χιλιάδες κινέζους αναγνώστες. Είναι αυτό που περιγράφει πώς εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια, με πλήρη μυστικότητα, η οικογένεια Ροκφέλερ αποφάσισε να πάρει στα χέρια της τις τύχες του κόσμου…
Ο έφηβος και η μεσήλικη
Του Μιχάλη Μητσού, ΤΑ ΝΕΑ 5.12.11
Η παραστατικότερη περιγραφή που έχει γίνει τελευταία για την Ελλάδα ανήκει στον Δημήτρη Ημελλο. Η Ελλάδα, είπε ο εξαίρετος ηθοποιός σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Ποντίκι», «μοιάζει με έφηβο με χωρισμένους γονείς: κακομαθημένη, αμφιθυμική, απαιτητική, ξεροκέφαλη. Η μητέρα της είναι από την Ανατολή, ο πατέρας της από τη Δύση, οι δυο τους έχουν αναχωρήσει, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων, ο καθένας για την πατρίδα του και έχει μείνει το παιδί – έφηβος πίσω να πληρώσει τα σπασμένα».
Η ακριβέστερη περιγραφή που έχει γίνει τελευταία για την Ευρώπη ανήκει στον Τίμοθι Γκάρτον Ας. Η Ευρώπη, είπε ο γνωστός ιστορικός σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Σπίγκελ», «είναι μια μεσήλικη γυναίκα που έχει πάθει ήδη αρκετές καρδιακές προσβολές και σήμερα περνά τη μεγαλύτερη κρίση υγείας της ζωής της, μια κρίση όμως που δεν θα αποβεί κατ’ ανάγκη μοιραία».
Μπορούν αυτός ο έφηβος και αυτή η μεσήλικη να συνυπάρξουν; Μπορεί ο πλούσιος Βορράς να εξακολουθήσει να συμβιώνει με τον κακομαθημένο Νότο; Με άλλα λόγια: σε έναν αιώνα κατά τον οποίο η Κίνα αποτελεί τη νέα παγκόσμια υπερδύναμη, ο πληθυσμός του πλανήτη ξεπέρασε τα 7 δισεκατομμύρια ψυχές και το κλίμα έχει υποστεί αναντίστρεπτες αλλαγές, θα μπορέσει η ευρωπαϊκή ιδέα να κρατηθεί στα πόδια της; Ή θα δώσει τη θέση της στον εθνικισμό, τον φανατισμό, ακόμη και τον πόλεμο;
Η Ανγκελα Μέρκελ, στην οποία είναι στραμμένα και πάλι αυτή την εβδομάδα όλα τα βλέμματα, θέλει το ελάχιστο. Δεν θα την πείραζε ακόμη και μια Ευρώπη των έξι ΑΑΑ. Οι ένθερμοι ευρωπαϊστές, πάλι, θέλουν το μέγιστο: οραματίζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Δεν θα συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οπως λέει ο Γκάρτον Ας, που αν και Βρετανός ήταν ανέκαθεν στρατευμένος ευρωπαϊστής, πρέπει να χτίσουμε την Ευρώπη με το υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας. Και το υλικό αυτό είναι η εθνική δημοκρατία. Εκεί θα κριθεί η αναγέννηση της Ευρώπης. Για να παραφράσουμε την περίφημη φράση του Τσόρτσιλ περί δημοκρατίας, «η σημερινή είναι η χειρότερη μορφή τής Ευρώπης, με εξαίρεση όλες τις άλλες μορφές που έχουν δοκιμαστεί».
Και το ερώτημα παραμένει: σ’ αυτή τη χειρότερη μορφή της Ευρώπης θα συνεχίσει να έχει μια θέση το ξεροκέφαλο και αμφιθυμικό παιδί χωρισμένων γονιών; Ο ιστορικός δεν το θεωρεί πολύ πιθανό. «Στην υπό διαμόρφωση δημοσιονομική ένωση, δηλαδή την πολιτική ένωση των χωρών του ευρώ, υποψιάζομαι ότι δεν θα μετέχει η Ελλάδα, θα μετέχουν όμως μερικές νέες χώρες», λέει στο «Σπίγκελ». Στην ίδια κατεύθυνση δουλεύουν χωρίς αμφιβολία πολλοί παράγοντες και στην Ελλάδα, που ανήκουν τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Θα τους αφήσουμε; Θα επιτρέψουμε στους δημαγωγούς και στους τυχοδιώκτες, στους ανόητους και στους ανίκανους, να καταστρέψουν το μεγαλύτερο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης και να φράξουν τον δρόμο της ελπίδας για τα παιδιά μας;
Το σύνδροµο της Βαϊµάρης
Πώς κατάφερε να επιβιώσει, σε µια εποχή δραµατικών αντιφάσεων, το γερµανικό καθεστώς που αναδείχθηκε µετά τον Α΄ Παγκόσµιο και τερµατίστηκε µε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία
TO BHMA 20/11/2011
Σπαρτακιστές στο Βερολίνο το 1918
Είναι απόγευµα της 9ης Νοεµβρίου 1918. Στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου συνεδριάζειη ηγεσία των σοσιαλδηµακρατών, του µεγαλύτερου τότε κόµµατος της Γερµανίας υπό τον Φρίντριχ Εµπερτ (σαγµατοποιό) και τον Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι βέβαιο πως δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η Γερµανία βγήκε ηττηµένη από τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης, καγκελάριος, έχει παραιτηθεί, ο Κάιζερ έχει εκθρονιστεί και η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί στο χάος.
Λίγα τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην Unter den Linden, οι Σπαρτακιστές, µε επικεφαλής τη Ρόζα Λούξενµπουργκ και τον Καρλ Λίµπκνεχτ, ετοιµάζονται να κηρύξουν τη γερµανική σοβιετική δηµοκρατία. Ξαφνικά ο Σάιντεµαν συλλαµβάνει την «ιδέα»: χωρίς να συµβουλευτεί κανέναν πηγαίνει σε ένα παράθυρο, το οποίο βλέπει στην Koenigsplatz και από εκεί, µπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωµένους στην πλατεία, ανακηρύσσει την ίδρυση της ∆ηµοκρατίας που γνωρίζουµε µε την ονοµασία ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης, αφού στο θέατρο της Βαϊµάρης στις 31 Ιουλίου της επόµενης χρονιάς ψηφίστηκε µε µεγάλη πλειοψηφία από την εθνοσυνέλευση το σύνταγµά της.
Αν λοιπόν η δηµοκρατία αυτή ανακηρύχθηκε «κατά σύµπτωση», όπως γράφει ο Γουίλιαµ Σίρερ στο κλασικό πλέον έργο του Η άνοδος και η πτώση του Γ’ Ράιχ, ήταν επόµενο να περάσει από µεγάλες περιπέτειες. Να είναι δηλαδή «ανάπηρη», όπως τη χαρακτηρίζει ο γνωστός ιστορικός Χάινριχ Α. Βίνκλερ στο magnum opus του Der lange Weg nach Westen (Ο µακρύς δρόµος προς τη ∆ύση).
Από αυτό το δίτοµο έργο του Βίνκλερ, το οποίο αποτελείται από 1.200 σελίδες, έχουµε τώρα στα ελληνικά το έβδοµο (και σηµαντικότερο για εµάς) κεφάλαιό του σε αυτόνοµο βιβλίο. Παρουσιάζει την πλήρη εικόνα µιας εποχής που ξεκινά µε τη λήξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου και καταλήγει στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Επιπλέον, µας προσφέρει τη δυνατότητα να δούµε τις ανησυχητικές οµοιότητες εκείνης της εποχής µε τα όσα συµβαίνουν σήµερα τόσο στη δική µας χώρα όσο και στην Ευρώπη συνολικά, µε µια αφήγηση «νηφάλια» µεν, όπως γράφει ο εκδότης στο οπισθόφυλλο, αλλά και ελκυστική ταυτοχρόνως. Οχι τόσο για να διαπιστώσουµε το αυτονόητο, ότι δηλαδή συχνά οι χειρότερες στιγµές µιας εποχής επαναλαµβάνονται στην επόµενη, αλλά για να συµπεράνουµε ότι ελάχιστοι, ως φαίνεται, σε περιόδους έντασης και µικροπολιτικών εκτιµήσεων έχουν τη δύναµη ή την ευφυΐα να µην επαναλάβουν τα σφάλµατα του παρελθόντος.
Η εµπειρία της Βαϊµάρης στοίχειωσε τον νου των ηγετών της µεταπολεµικής Γερµανίας, δηµιουργώντας ένα είδος πολιτικού συνδρόµου σε αντιστάθµισµα του αισθήµατος ενοχής για τις ευθύνες του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Τα όσα συµβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην ευρωπαϊκή σκηνή µάς κάνουν να υποπτευόµαστε ότι από το σύνδροµο αυτό δεν φαίνεται να έχει απαλλαγεί εντελώς ούτε η σηµερινή πολιτική ηγεσία της χώρας. Με τη διαφορά ότι «ανάπηρες» µοιάζουν πλέον οι υπόλοιπες δηµοκρατίες της Ευρώπης. Γι’ αυτό και το βιβλίο του Βίνκλερ αξίζει να διαβαστεί όχι µόνον από τον µέσο αναγνώστη, αλλά και από τη δική µας, περί άλλα τυρβάζουσα, πολιτική ηγεσία. Η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης αναδύθηκε µέσα από τις στάχτες ενός µεγάλου πολέµου και διήρκησε δεκαπέντε χρόνια, ως το 1933 που καταλύθηκε µε την ανάδειξη του Χίτλερ σε καγκελάριο. Είχε να αντιµετωπίσει τις αντιφάσεις µιας χώρας που περνούσε από τη µοναρχία στη δηµοκρατία απροετοίµαστη, ηττηµένη και διηρηµένη. Οι δύο αρχηγοί του στρατού, ο Χίντεµπουργκ και ο Λούντεντορφ, έριξαν στην πλάτη των σοσιαλδηµοκρατών την ευθύνη για την υπογραφή της ταπεινωτικής για τη Γερµανία Συνθήκης των Βερσαλλιών, και κατά συνέπεια – έστω και µεταφορικά – την ευθύνη για την ήττα, «παραχωρώντας» τους µια εξουσία που τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσουν.
Αυτό η χώρα θα το πλήρωνε σε πολλα επίπεδα στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν: µε την έκρηξη του πληθωρσµού το 1922, που τα επόµενα δύο χρόνια είχε γίνει ανεξέλεγκτος, την κατάληψη από τη Γαλλία της περιοχής του Ρουρ το 1923, την εµφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία και την ανοιχτή σύγκρουση µε το ισχυρότατο κοµµουνιστικό κόµµα. Το µείγµα παρέµενε εκρηκτικό για χρόνια, µε τις κυβερνήσεις να διαδέχονται η µία την άλλη, ως το 1929 που η Γερµανία σαρώθηκε από το οικονοµικό κραχ. Τη χρονιά εκείνη οι άνεργοι έφθασαν τα 3.000.000 και τρία χρόνια αργότερα ο αριθµός τους είχε υπερδιπλασιαστεί.
Τα στοιχεία αυτά ίσως αρκούν για να καταλάβει κανείς πώς το εθνικοσιαλιστικό κόµµα, από το 2,6% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές της 20ής Μαΐου 1928, έγινε πρώτο κόµµα τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Μαρτίου, λαµβάνοντας το 43,9% των ψήφων.
Από εκεί και πέρα τα πράγµατα ακολούθησαν τη µοιραία πορεία τους, όχι µόνο για τη Γερµανία, αλλά για ολόκληρο τον κόσµο.
Εκ των υστέρων συµπεραίνει κανείς πως είναι εντυπωσιακό και µόνο το ότι αυτή η «ανάπηρη» δηµοκρατία κατάφερε να επιβιώσει επί δεκαπέντε χρόνια αντιµετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους συντηρητικούς εθνικιστές, τους κοµµουνιστές και τις απανωτές επεµβάσεις των νικητών του πολέµου. Και µάλιστα, παρά τις τόσες κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισµός να γνωρίσουν στη χώρα του Γκαίτε πρωτοφανή άνθηση.
Πρόσφατα σχόλια