Τι παράξενο ταξίδι!
Lodewijk Johannes Kleijn (1817-1897)
A Summer Landscape With Figures Along A Waterway
Του Νίκου Τσούλια
Πώς να σχεδιάσεις ένα ταξίδι που δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό; Δεν ξέρεις πόσο διαρκεί, που σε οδηγεί, από που θα περάσεις, ποιους θα συναντήσεις. Δεν ξέρεις αν πράγματι είναι ταξίδι, γιατί δεν ξέρεις αν υπάρχει κάτι από εσένα σ’ αυτό, αν υπάρχεις ή απλώς το σχεδιάζεις και μετά το καταπίνει η μαύρη άβυσσος…
Και όμως όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα του προσδίδουν μια φαντασιακή αχλύ και εσύ παίζεις με μια προσωπική δημιουργία, που προσφύεται και στην υπέροχη πραγματικότητα της φαντασίας σου και στην πάντα διαφεύγουσα έννοια της ανυπαρξίας, όπως παίζεις και όταν αναζητάς τα όρια της δικής σου ύπαρξης και χάνεσαι γιατί νοιώθεις – εκεί στην απωτάτη Θούλη – ότι τα σύνορα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας δεν είναι σαφή, όπως γεύεσαι στιγμές – στιγμές την απόλυτη αμφιβολία, του κατά πόσο υπάρχεις ή δεν υπάρχεις…
Τι θα πάρεις κοντά σου σε αυτό το ταξίδι; Κτερίσματα, σύμβολα, αγαθά, ιδέες… Τι νόημα θα έχουν σε ένα ταξίδι που δεν ξέρεις αν υπάρχει; Η μαγεία αυτού του κόκκου του άγνωστου μπορεί να σκορπίσει στο άπειρο ή στο μηδέν (το ίδιο δεν είναι;) όλες τις ατέλειωτες βεβαιότητες του γνωστού.
Ένα βιβλίο, τίποτα άλλο, ένα βιβλίο του ανθρώπου, ένα βιβλίο δικό σου. Ένα βιβλίο του Κόσμου για να το συγκρατούν οι συλλογικές μνήμες ανθρώπων και ανθρώπων όπου γης και όπου χρόνου. Τι είναι αυτό που κάνει το βιβλίο παρηγοριά; Μήπως η ελπίδα ότι δεν νικιέται από τη φθορά του χρόνου και μπορεί να μείνει αθάνατο; Μήπως επειδή είναι ένας ύμνος στη μνήμη;
«Να πάρεις κάτι μαζί σου που σου καταλαγιάζει την ψυχή πριν το τέλος. Το άλλο, το μακρινό ταξίδι εξαρτάται από το πώς νιώθεις το τέλος του ταξιδιού της ζωής. Εγώ αυτό ξέρω να σου πω. Βέβαια για μένα το βιβλίο είναι κάτι παράξενο, δεν είμαι γραμματιζούμενος. Εσύ που ασχολήθηκες με τα βιβλία θα ξέρεις περισσότερα γι’ αυτά. Η τελευταία επιθυμία, οι τελευταίες σκέψεις της ζωής, μπορεί ο απολογισμός της ζωής, αυτό είναι το κατευόδιο για το άλλο ταξίδι που κανείς μας δεν ξέρει καταπού μας βγάζει…». Ο γερο – Παναής είχε συμφιλιωθεί με ό,τι φόβιζε τους άλλους, πολλοί αναρωτιούνταν μήπως δεν είναι κανονικός άνθρωπος, μήπως τον έχει ξελογιάσει κανένα ξωτικό. Σε ένα παράξενο ταξίδι, μήπως οι παράξενοι άνθρωποι ξέρουν κάτι;
Εγώ έχω καταλήξει, ξέρω την ύστατη επιθυμία μου, ξέρω το τελικό καταλάγιασμά μου. Όποτε κι αν γίνει το ταξίδι, ξέρω τι θέλω κοντά μου, ξέρω την περιπέτεια του πνεύματος, ξέρω τη γλυκύτητα της νοσταλγίας, τον αιώνιο πόθο της παλιννόστησης, την «Οδύσσεια». Τίποτα άλλο.
Sanford Robinson Gifford (1823-1880) Mount Ranier Washington Territory
Αγαπητέ Νίκο,
Γνώριζα τον ρήτορα με τον συγκροτημένο και «ήρεμο» λόγο.
Σήμερα γνώρισα τον ποιητή…
Αντί να σχολιάσω τη δημιουργία σου, «ως… κριτής;) θα σου πω που οδήγησες τη σκέψη μου…
Το ταξίδι είναι Οδύσσεια όταν η νοστ-αλγία αναζητά το χθες…
Αν αναζητάς το αύριο, είναι Μαραθώνιος: έχει μέσα του θάρρος, υπομονή, προγραμματισμό, όχι άσκοπη και αέναη ταλαιπωρία, αλλά πορεία με εναλλαγή, συνεχή αγώνα με τελικό στόχο την ολοκλήρωση τής πορείας/τού ταξιδιού…
Αν θέλω να ζήσω εγώ -και όχι η σκέψη και η πράξη μου- τότε όσο περνούν τα χρόνια θέλω η ζωή μου να είναι ατέλειωτα ταξίδια…