Σκοτεινή αγάπη!
Μόλις μπαρδάλιαζαν οι σταφίδες, αμέσως σκεφτόμαστε τα μέρη που θα πρωτοπηγαίναμε για τη σχετική έφοδο, όχι από φόβο μήπως την πατήσουμε – γιατί «ο αγουροφάγος έφαγε,
ο γουρμοφάγος δεν πρόλαβε»-, αυτό άλλωστε δεν το ξέραμε τότε και δεν υπήρχε περίπτωση εμείς να είμαστε στους γουρμοφάγους, αλλά για να παινευτούμε πως φάγαμε πρώτοι σταφίδα, έστω και αν το ξίνισμα της ρόγας στεκόταν στο λαιμό και για να καλωσορίσουμε τον επερχόμενο τρυγητό και το μάζεμα της τσαμπίδας από όποιο σταφιδοχώραφο προλαβαίναμε, για να τις απλώσουμε δίπλα από τα κανονικά αλώνια σε δικά μας αλωνάκια, για να πάρουμε καμιά δραχμή και να ψωνίσουμε κάνα παιχνίδι στο πανηγύρι στου Τζαμί στο τέλος του Αυγούστου.
Καμαρώναμε για το Τζαμί. Και όταν τσακωνόμασταν με παιδιά άλλων χωριών για το ποιοι έχουν το καλύτερο χωριό, αφήναμε στο τέλος το ακλόνητο επιχείρημα. «Ναι, αλλά εσείς δεν έχετε Τζαμί»! Και έτσι τέλειωνε η διαμάχη. Δεν ήταν απλά μια εμπορική και ψυχαγωγική δραστηριότητα αλλά και ένας τόπος μοναδικής κοινωνικοποίησης για το κλίμα των παλιών χρόνων της φτώχειας. Ήταν και για την πιτσιρικαρία μια όαση, οι γονείς μας χαλάρωναν γιατί ήταν μέρες που έπαιρναν κάποια χρήματα από την πώληση της σταφίδας και μετά τα βερεσέδια στα μπακάλικα κάτι ψιλό θα περίσσευε και μπορούσαμε να τσιμπήσουμε κάνα παιχνίδι ή καμιά μπλούζα που δεν ήταν αποφόρι.
Νηστεύαμε όλοι μικροί – μεγάλοι, «είναι βαριά γιορτή», μας έλεγαν οι μανάδες μας με έναν τόνο θρησκευτικής κατάνυξης και ούτε που το σκεπτόμαστε να κάνουμε καμιά ματσαραγγιά μήπως και μας τιμωρήσει ο Άη- Γιάννης ο Ριγανάς, και κάναμε καθετί για να πηγαίνουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε τις ημέρες εκείνες στο Τζαμί, αφού λέγαμε από τα πριν ότι θα κοιμηθούμε στρωματσάδα στην εκκλησία το προηγούμενο βράδυ και μάλιστα «να πάμε από νωρίς για να πιάσουμε καμιά θέση, γιατί κάθε χρόνο γίνεται χαμός».
Συνέρρεαν άνθρωποι από όλα τα χωριά της Πηνείας, τα χωριά του Πύργου και του κάμπου, την Αμαλιάδα και τον Πύργο, πλήρωναν και εισιτήριο όσοι πήγαιναν ζώα για να πουλήσουν, τα γουρούνια έσκουζαν, τα άλογα έτρεχαν με τους αναβάτες τους σε ξεχωριστό μέρος εκεί που είναι σήμερα το κέντρο «Βίλα Τζαμί» και το βενζινάδικο, να δείξουν τα χαρίσματά τους οι ιδιοκτήτες και η σκόνη πήγαινε σύννεφο από τον καλπασμό.
Της εκκλησίας την μπαράγκα την “χτυπούσαν” οι έμποροι πολύ στον πλειστριασμό, γιατί από αυτό το μέρος περνούσαν όλοι οι επισκέπτες, αλλά ήταν και ο χώρος που προσφερόταν για τα «όργανα», εκεί οι πρωταγωνιστές ήταν ο Νίκος ο Βασιλάκης και ο Ναύαρχος, αλλά νικητής πάντα έβγαινε ο πρώτος, έφερνε άλλωστε φίρμες και είχε δημιουργήσει το καλύτερο όνομα στην περιοχή και στην Ηλεία γενικότερα για τις δυνατότητές του. Αλλού ήταν οι μπαράγκες για τα εμπορικά, αλλού οι μπαραγκο-ταβέρνες, και περιφερειακά εξαπλώνονταν τα ζώα, που άλλα έσκουζαν, άλλα προσπαθούσαν να ξεφύγουν και μαζί με τις φωνές των εμπόρων για την πραμάτεια του επικρατούσε πάντα αναβρασμός και ένταση και γενικά ήταν μια παραμυθένια ιστορία.
Εκεί βγάζαμε και την πρώτη ασπρόμαυρη φωτογραφία – στημένα τα παιδιά της οικογένειας στον τοίχο της εκκλησίας, φοβισμένα – από την πρωτόγνωρη εμπειρία – σαν να περιμέναμε να μας κάνουν ένεση με την παλιά χοντρή σύριγγα. Ήταν εμποροζωοπανήγυρις, βαστούσε σχεδόν μια εβδομάδα αρχικά και σιγά – σιγά μειωνόταν μέχρι που εξαφανίστηκε περίπου τότε που εμφανίστηκε το νερό του φράγματος του Πηνειού και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών πήραν τον ομματιών τους για την πρωτεύουσα γεμάτοι με φόβους και όνειρα.
Τα δικά μας όνειρα ήταν χωρίς φόβο, ήταν όμορφα, ήταν «δίπλα μας», τα παιχνίδια (αυτοκινητάκια, καραμούτζες, κούκλες, πιστόλια, τα περισσότερα πλαστικά και λίγα σιδερένια, κάνα καπέλο) και να παίξουμε καμιά μπάλα και να χαζεύουμε με τις ώρες όλο αυτόν τον κόσμο, μας φόβιζε όμως και αυτός ο παράξενος ανάπηρος με τα ατροφικά πόδια που τον έφερναν κάθε χρόνο και φώναζε «εδώ το μυστήριο», για να τον δούμε, αλλά άλλα εννοούσε, να ρίξουμε λεφτά στο καπέλο που είχε μπροστά του και εμείς και θέλαμε να τον δούμε αλλά και φοβόμαστε που ήταν τόσο παράξενο το σώμα του και αναρωτιόμαστε γιατί ο Θεός έκανε τέτοια «μυστήρια».
Αλλά μια χρονιά στο πανηγύρι στου Τζαμί μάς σημάδεψε μια γνωριμία, που τη θυμόμαστε χρόνια και χρόνια, γιατί μας έβαλε νωρίς στην έννοια της αγάπης και στα βάσανα ενός ανθρώπου που αγάπησε πολύ, αλλά έζησε μόνος… Γνωρίσαμε τον Μήτσο, ψηλός, ξερακιανός, τα μαλλιά του ατημέλητα έπεφταν «δακτυλίδια» μέσα από το καπέλο του, με μια γκλίτσα συνέχεια στο χέρι του, γερτός προς τα μπροστά, με διογκωμένα μήλα και βαθουλωτά μάτια, με ένα βλέμμα αιχμηρό που σου έδινε την εντύπωση ότι η ματιά του ήταν το μοναδικό σημείο επαφής με τους ανθρώπους, αν και μίλαγε πολύ «άμα βρίσκω κάποιον που νιώθω ότι με συμπαθάει το παρακάνω», δικαιολογούταν ο ίδιος λίγο ένοχα, με ένα καπέλο χακί, όλο το τράβαγε προς το μέτωπό του, αφού πρώτα το έβαζε να γέρνει προς τα πίσω, τώρα που τον θυμάμαι χρόνια και χρόνια μετά μου είχε κάνει εντύπωση, ήταν τόσο αθώος, δεν έλεγε η ηλικία του να τον πονηρέψει, παιδική η ψυχή του, ίσως γι’ αυτό να μας διάλεξε τότε, μόλις είχαμε τελειώσει το δημοτικό, μας κέρασε καραμέλες «αστακός» που είχε στην τσέπη του, «όλο και κάποιο παιδί βρίσκεις στο δρόμο, να μην έχεις τίποτα να το φιλέψεις; δεν είναι αμαρτία από το Θεό;», και μας κέρδισε αμέσως.
Καθίσαμε στην Τζαμόβρυση φάγαμε και λουκούμι τζάμπα από τον Μήτσο και μας είπε την ιστορία του, μια ιστορία που την θυμόμαστε πάντα όταν κουβεντιάζουμε, η παλιοπαρέα του χωριού μας, για το Τζαμί…
Βοσκός ήτανε, έμενε σε ένα σπίτι στα χωράφια μέσα στο πευκοδάσος, σε χωριό γειτονικό με το δικό μας, στο χωριό όμως πήγαινε τα Σαββατόβραδα και στις γιορτές, «δεν είχα χρόνο να χασομεράω», όλη μέρα και νύχτα με τα ζώα, πρόβατα, γίδια, γουρούνια, άλογα, σκυλιά, κότες, γαλιά ήταν η έννοια του, όλος ο κόσμος του. «Μια ζωή την πέρασα με τα πρόβατα, θέλω να το πιστέψετε και να μη μου μοιάσετε, εσείς να φύγετε από δωχάμου, να μάθετε γράμματα, εμένα ο πατέρας μου με έκανε βοσκό και πάντα καμάρωνε γι’ αυτό».
Σκληρός ο πατέρας του, πατέρας αφέντης. Δε γελούσε όταν ήταν με την οικογένειά του, σαν να το είχε τάμα, ήταν πάντα βλοσυρός, μόνιμα θυμωμένος και πάντα έβρισκε αφορμές για να βάλει τις φωνές και να φοβερίζει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ήταν αφεντικό, σκληρό αφεντικό και σε μερικές περιπτώσεις μόνο ήταν σύζυγος για τη γυναίκα του ή πατέρας για τα παιδιά του, σε καμιά γιορτή ή το Πάσχα μαλάκωνε ίσως γιατί φοβότανε τον Θεό, ποτέ του δεν χάιδεψε τα παιδιά του ούτε και όταν ήταν μωρά.
Σκληρός, φτιαγμένος από πέτρα. Μια φορά είχε πετάξει το μαχαίρι στον Μήτσο και καρφώθηκε στο πόδι του. «Έβαλα τα κλάματα, γιατί πονούσα φρικτά αλλά μέχρι εκεί, δεν έπρεπε να το παρακάνω γιατί μπορεί να έτρωγα και κάνα ξύλο αποπάνου, μη νομίσετε ότι με πήγαν σε γιατρό ή ότι στενοχωρήθηκε ο πατέρας μου, εγώ έπρεπε να είμαι στεναχωρημένος, γιατί εγώ έπρεπε να φταίω για ό,τι κακό γινόταν, ποτέ ο πατέρας μου».
Μόνο, όταν ήταν σε παρέα και πίνανε, είχε ευθυμία, έκανε αστεία και γελούσε με την καρδιά του. «Ποτέ του δε μου χαμογέλασε, σπάνια τον θυμάμαι στο σπίτι να μην είναι αγριεμένος και θυμωμένος με κάποιον, μόνο σε καμιά παρέα όταν έπινε κρασί γελούσε με τους φίλους και έκανε χοντροκομμένα αστεία, για τους ξένους και τους φίλους του θυσίαζε τα πάντα, για την οικογένειά του ‘ήταν ένας Κέρβερος’, όπως έλεγε και ο φίλος μου ο Ηλίας». Ήταν νοικοκύρης, τα κασόνια του και τα αμπάρια του ήταν μέχρι επάνω γεννήματα, είχε και ψηλό σπίτι και στο κατώι ήταν τίγκα από στάρι, αραποσίτι, βρώμη. «Δεν τρώγαμε ποτέ προσφαϊστά, πλούσιοι δεν είμαστε, αλλά δεν μας έλειπε τίποτα τυριά, κρέατα, λάδια, ψωμιά, από τρόφιμα άλλο τίποτα…».
Δεν έπαιρνε τα γράμματα ο Μήτσος. «Άσε το παιδί στα πρόβατα. Τα γράμματα χαλάνε τους ανθρώπους», του έλεγε ο παπάς και ο κυρ –Αντρέας άλλο που δεν ήθελε να το ακούει, γιατί αυτό είχε στο μυαλό του, τον βόλευε και κερνούσε τον παπά όταν ήταν και άλλοι κοντά για να ακούνε τη συμβουλή και να μη νομίζουνε πως δεν είχε λεφτά για να σπουδάσει τα παιδιά του. Ο δάσκαλος έλεγε ποια παιδιά μπορούν να προχωρήσουν, αργότερα ο Μήτσος στο καφενείο θα βλέπει τα παιδιά του δημοτικού χειρότερα απ’ αυτόν να συνεχίζουν στο γυμνάσιο και δεν μπορούσε να καταλάβει τι άλλαξε, ντρεπόταν να ρωτήσει κανέναν γραμματιζούμενο του χωριού.
Έφυγαν τα αδέρφια του και αυτός δούλευε όλη την περιουσία, τραβούσε του Χριστού τα πάθη, μετά τα αδέρφια του, όταν γύρισαν, ζητούσαν μερίδιο και από την περιουσία που είχε φτιάξει αυτός. Έγιναν τσακωμοί, ψυχράνθηκαν, μιλούσαν μεταξύ τους μόνο και μόνο για τα απαραίτητα, για να μην πηγαίνουν σε κανέναν άλλο μεσολαβητή να λέει τι θέλει ο ένας από τον άλλο.
Γινόταν όλο και πιο πολύ ένα με τα ζώα. Γνώριζε όλες τις προβατίνες, καθεμιά είχε και το όνομά της και συχνά και το χαϊδευτικό της. Συμπαθούσε πιο πολύ τη μπέλτσα, του έδινε πολύ γάλα, μα ήταν και η πιο όμορφη, μετά είχε την κατσένα, τελευταία την κουρούτα, η μαφιόζα της παρέας. «Ήταν η πιο ζημιάρα και η πιο πονηρή, δύο τσοκάνια της έβαλα και όμως πάντα έβρισκε τρόπο να ξεφεύγει, κόλλαγε τα τσοκάνια κάτω από το σαγόνι της για να μην χτυπάνε, δεν κουνούσε καθόλου το κεφάλι της, κοίταζε τριγύρω για να δει αν την βλέπω, ούτε άνθρωπος να ήτανε, και γλιστρούσε στη «ζημιά», στο γειτονικό χωράφι που θα είχε στάρι, ζηλευτό πράσινο – πράσινο».
Φιλούσε τα αρνιά, τα κατσικάκια, τους μιλούσε και τους έλεγε και τι δουλειές θα πρέπει να κάνει και στον Κοκκίνη το μεγάλο σκύλο του έλεγε και καμιά κουβέντα παραπάνω, τους καημούς του. «Τι να κάνω, αφού δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε παιδιά, είχα ανάγκη και εγώ να μιλάω, να φιλήσω, μη σας πως ότι ζήλευα και το κριάρι που όποτε ήθελε είχε και το ζευγάρωμά του».
Αγάπησε μια γυφτοπούλα, τη Μαρία, την είδε στο Τζαμί εκείνη τη χρονιά του 1965, είχε πάει να πουλήσει με τον πατέρα του γουρούνια, δεν του είπε τίποτα, δεν τολμούσε. «Τι ήταν αυτό που έπαθα; Μόλις την αντίκρισα, κόλλησε το μάτι μου, ταμπούρλο η καρδιά μου, τι μάτι τσακίρικο ήταν αυτό; τι ομορφιά, τι γλύκα γέμισε τη σκέψη μου; έτσι εύκολα πιάνει η φλόγα μέσα στα σωθικά σου; Δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό μου, πότε ήμουνα ευτυχισμένος που τη σκεφτόμουνα και πότε υπέφερα φρικτά και καταριόμουνα την ώρα και τη στιγμή που τη συνάντησα».
Το πρώτο Σάββατο αφότου γύρισε στο κονάκι του, έφυγε νωρίς – νωρίς για τα χωριό, φρεσκαρίστηκε και πήγε για το μικρό καφενείο, εκεί που μαζευόταν η νεολαία και τα γεροντοπαλίκαρα, αυτός πήγαινε εκεί, γιατί ο πατέρας του σύχναζε στα άλλα δύο μεγάλα καφενεία και στο μπακάλικο, στο μπακάλικο που το «γύριζε» το βράδυ και αυτό σε καφενείο.
«Θα το έλεγα σε έναν φίλο μου. Τι φίλο δηλαδή, και οι δυο δεν είμαστε στους σπουδαίους του χωριού…, “ από πού είναι”; με ρώτησε, του είπα ότι δεν ξέρω από πού, αλλά δεν είχε σημασία αυτό. “Ρε μαζέψου που θέλεις και αγάπες… Αν το μάθει ο γερο – Αντρέας θα σε πελεκήσει, ακούς εκεί γύφτισσα… Ξέρεις φίλε μου ότι άμα μαζέψεις τη λεγάμενη στο σπίτι σου, θα μαζεύεται όλο της το σόι; Δεν θα προλαβαίνεις να τους ταΐζεις. Και άσε, άμα πεις ότι την πειράξεις ή κάνει κάνα παράπονο η καλή σου, δε σε σώζει τίποτα, δεν θα έχεις πού να κρυφτείς, αυτοί δεν αστειεύονται…”. Και ποιος δε θα συμφωνούσε μαζί του;»
«Ξανάπια άλλο ένα ποτήρι ούζο. Τι να του πω; Αφού με απόπαιρνε και αυτός, ποιος θα με καταλάβαινε; τα χαρτόμουτρα του χωριού που θα γελάνε όλη την ώρα μαζί μου; “Ρε παιδιά θέλει και ο Μήτσος γυναίκα, είδατε πού φτάσαμε;”, έτσι θα έλεγαν όλη την ώρα μεταξύ τους και θα άφηναν διάφορα υπονοούμενα. Αλλά αυτή η φλόγα, σκέτη φωτιά, απλώνεται και σου καίει όλη σου την ψυχή. Είστε μικροί ακόμη και δεν μπορείτε να με καταλάβετε. Έναν χρόνο το πάλεψα, έναν χρόνο με έκαιγε όλο και πιο πολύ.
Μα να μείνω ανύπαντρος, ερμολόι, ζώο μέσα στα ζώα; Στο κάτω –κάτω για ποιον να δουλεύω έτσι και να σκοτώνομαι νύχτα μέρα στις λάσπες και στα χωράφια; Για το τομάρι μου; Ή για τους άλλους που έρχονται από την Αθήνα και τους φορτώνει ο πατέρας μου ό,τι έχουμε και δεν έχουμε; Οι άλλοι έχουν κάνει την οικογένειά τους, τα παιδιά τους, δουλεύουν ωράριο, λέει, εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω αλλά τέλος πάντων και μήπως θα μου γράψει εμένα περισσότερη περιουσία ο κύρης μου, εγώ φροντίζω όλα τα χωράφια που αλλιώς θα είχαν γίνει λόγγος και κάποια καλή μέρα θα ανήκουν σε άλλους, δε λέω… ό,τι φοράω αυτοί μου το φέρνουν, δικά τους αποφόρια είναι αλλά μένα δεν με νοιάζει αυτό… Είμαι άραγε τόσο χαζός που δεν έπαιρνα τα γράμματα, είμαι και άχρηστος να έχω γυναίκα και να μεγαλώσω παιδιά; Θα μείνω ένας μαγκούφης;»
Ήπιε με φανερή ανακούφιση το κρασί του, είχε μια μισοκαδιάρα μαζί του, τσίμπισε μερικά βραστά κουκιά, τότε νήστευε ο κόσμος, και συνέχισε με μια σοβαρότητα που δεν μας άφηνε καμιά δυνατότητα να τον διακόψουμε, να τον ρωτήσουμε κάτι.
«Πήγα στον κυρ – Ντίνο. Γείτονας στα χωράφια, όλοι τον εκτιμούσαν, του είχα εμπιστοσύνη, αν και έκανε παρέα και με τον πατέρα μου, δεν φοβήθηκα ότι θα κάνει κάτι που θα με βλάψει. Όσο μου μιλούσε κοιτούσα το στυλό που είχε πάντα για σημειώσεις στο τσεπάκι του σακακιού του. “Εγώ τι να το κάνω το μολύβι; Άμα θέλω να κάνω κάνα λογαριασμό για τα στάρια που θα έβγαζα ή πόσα κιλά θα πάνε τα αρνιά που θα πουλήσω ή πότε είχα βάλει τη φοράδα και το γαϊδούρι, το έκανα με ένα ξύλο στο χώμα ή με ένα κάρβουνο στα βαγένια. Για φαντάσου εμένα με χαρτί και μολύβι”, έλεγα από μέσα μου και πικρογελούσα. “Πάει τρελάθηκα, ο άνθρωπος μου μιλάει και εγώ σκέφτομαι σαχλαμάρες… Θεέ μου, θα μουρλαθώ…”»
«Είναι δύσκολο το θέμα… Εγώ σε καταλαβαίνω, πρέπει να παντρευτείς να κάνεις το νοικοκυριό σου, την οικογένειά σου, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Αλλά ξέρεις, παιδί μου, καλό είναι να το κουβεντιάσεις με τον πατέρα σου, να είναι και η μάνα σου μαζί, είναι καλύτερα, η μάνα σου το έχει καημό, θέλει να παντρευτείς. Δε θα συμφωνήσει ο πατέρας σου, εσύ όμως είσαι υποχρεωμένος να το κουβεντιάσεις μαζί του».
«Κυρ – Ντίνο, μ’ όλο το σεβασμό. Υπάρχει περίπτωση ο πατέρας μου να κουβεντιάσει, να ακούσει έστω για μια στιγμή το μαράζι μου; όλο φωνή και προσταγές είναι. Θα το κάνω όμως εγώ, έχεις δίκιο, αλλά θα με αποπάρει».
«Κάντο και θα δεις, θα νιώσεις καλύτερα, η λογική είναι αυτή που πάντα κερδίζει στη ζωή μας, θα το δεις, τώρα θέλω να σου πω κάτι που μου έλεγε ο πατέρας μου, που είχε γνωρίσει πολέμους και φτώχεια πιο πολύ από εμάς, που κατανοούσε τη ζωή, “όταν ζορίζεσαι, όταν θεριεύει η ευθύνη και πρέπει να πάρεις αποφάσεις που θα σου καθορίσουν το μέλλον, άκου μέσα σου μια φωνή, είναι η φωνή της συνείδησής σου, αυτή είναι η σωστή”».
«Την είχα ακούσει αυτή τη φωνή. Πήρα την απόφασή μου».
«”Δε θα σε αφήσει ο πατέρας σου, θα πέσει η υπόληψή του, μην τολμήσεις”, μου έλεγε συνέχεια ο φίλος μου, “ένας νοικοκύρης, που στο σπίτι του όλα τα αμπάρια είναι γεμάτα γεννήματα θα συμπεθεριάσει με τα γυφτολόι; Αυτός πέρασε την Κατοχή χωρίς να πεινάσει και άσε που πούλαγε στάρια και αραποσίτια αβέρτα και αγόρασε τόσα και τόσα χωράφια, να ξεπέσει τώρα που όλοι φτιάχνονται;”», μου είπε ο Ηλίας.
Ο Μήτσος άλλα ήθελε να ακούσει από το φίλο του, αλλά αυτός έκανε σαν να είχε πάρει το μέρος του πατέρα του.
«Δεν με νοιάζει, μπορώ να φτιάξω δικό μου σπίτι, αρκεί να μου πει ποιο χωράφι είναι δικό μου, πώς θα ζήσω εγώ; κάνοντας τα θελήματα τα δικά του και των άλλων; Όταν ήταν όλοι εδώ με αγάπαγαν όλοι, “το στερνοπούλι μας”, έλεγαν, τι να κάνουμε; Τώρα κοιτάει ο καθένας την οικογένειά του. Μα κάτι πρέπει να κάνω και εγώ». Όλη την ώρα το μυαλό του ήταν εκεί…, παραμιλούσε. «Σκεφτόμουνα διαρκώς, από πού πρέπει να πρωτοξεκινήσω, από τον πατέρα μου, γιατί χωρίς την άδειά του θα με σκότωνε ή από το σόι της Μαρίας, για να δω αν θέλει και αυτή, αλλιώς μην ανακατευτώ τζάμπα με τον πατέρα μου, αλλά αν ξεκινήσω τη συζήτηση πάλι δε θα το θεωρήσει προσβολή ο κύρης μου; Μία έγερνε η παλάντζα προς τη μια μεριά και μια προς την άλλη, και πέρναγαν, οι μέρες, χωριστά οι νύχτες, πιο μεγάλες και πιο δύσκολες, και όχι μόνο γιατί είχε μπει το Χινόπωρο, και πέρναγαν οι μήνες αλλά εμένα δεν μου επέρναγε ο πυρετός».
Και αφού θέριευε η έρωτάς του για την Μαρία και γιατρικό μόνο ένα υπήρχε, η ίδια η Μαρία, η απόφαση πάρθηκε μια νύχτα του επόμενου Οκτώβρη, στη γιορτή του. «Μπορεί να μη βοηθήσει ο Αη – Δημήτρης, αυτός δε θα βλέπει και το δίκιο μου και τον καημό μου; Το ένιωθα αυτό γιατί με βοήθησε εκείνο το βράδυ για τη σειρά που έπρεπε να διαλέξω. Καλύτερα να ρωτήσω πρώτα την κοπέλα, μετά θα είναι διαφορετικά, έτσι κι αλλιώς ο πατέρας μου θα φωνάζει, ας το κάνω έτσι που να μην μπορεί να αλλάξει τα πράγματα».
Είχε ετοιμαστεί, είχε βρει κάποιους που δούλευαν στο φράγμα, «εκεί που κολώνουν το νερό του ποταμιού και θα φτάσει λένε λίγο πιο κάτω από το Τζαμί, εκεί στο Μαματσαούσι είναι όλοι οι γύφτοι, εκεί θα ξέρουν», του είπε ο Ηλίας, ο κολλητός του.
Δεν άργησε να βρει την άκρη, «άμα θέλεις κάτι πολύ και λιώνεις γι’ αυτό, βρίσκεις τα πάντα». Ένας ράφτης που δούλευε τότε στο Μαματσαούσι και ήξερε όλους τους γύφτους, και τον εκτιμούσαν και αυτοί, φρόντισε και τον πήγε στον πατέρα της. Δεν του μίλησε για την αγάπη του για την Μαρία, του αράδιασε τι περιουσία είχε, ανεξάρτητα από το ό,τι δεν την είχε μοιράσει ο κύρης του.
«Έτσι είχα ακούσει ότι κάνουν στα συμπεθεριά, άλλωστε και ο Ηλίας που ήταν μαζί μου αυτής της γνώμης ήταν. Μετά το είπα στον πατέρα μου, κοίταξα μόνο να είναι κοντά και η μάνα μου, η κακομοίρα αλλιώς τα έβλεπε τα πράγματα, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει, όμως τι θα μου έκανε; θα με σκότωνε μπροστά στη μάνα μου; Κούνησε το κεφάλι, δηλαδή το κούναγε συνέχεια, το έπιασε μετά με τα δυο του χέρια και χώθηκε στο τζάκι που έκαιγε τριζοβολώντας από τα μεγάλα κούτσουρα που τους είχα κουβαλήσει. Έκατσε έτσι πολλή ώρα. Δεν έλεγε τίποτα, ούτε και εγώ με τη μάνα μου τολμούσαμε. “Τι παιδευόμουνα τόσα χρόνια ο καημένος! Τζάμπα κόποι, να το κατάντιο, ο κυρ – Αντρέας θα κάνει νύφη γύφτισσα”, μονολόγησε.
Δεν ξαναμίλησε. Κάτσαμε έτσι αρκετή ώρα. Με νοήματα είπα στη μάνα μου να μου βάλει φαΐ σε ένα αγγειό και έφυγα νυχτιάτικα για το σπιτάκι μου στα χωράφια, να ανασάνω λεύτερα. Σαν να τόξερα πώς θα πήγαιναν τα πράγματα, είχα πάρει μαζί μου και τον σκύλο μου, τον Κοκκίνη και στο δρόμο του μίλαγα, πότε τον χάιδευα και πότε παραβγαίναμε στο τρέξιμο και φτάσαμε στο φτωχικό μας και επειδή πήγαν τα πράγματα καλύτερα από όσο τα υπολόγιζα, δεν άκουσα τίποτα βλαστήμιες ούτε κάνα “σήκω να φύγεις από το σπίτι μου και μη σε ξαναδώ”, κράτησα μέσα στο σπίτι τον Κοκκίνη, τον περιποιήθηκα από φαΐ και τον έβγαλα έξω όταν κόντευα να κοιμηθώ».
Όταν έφτασε η ώρα να συζητήσει με τους δικούς της για το γάμο, μαζεύτηκαν καμιά εικοσαριά νοματαίοι. «Τους είχα καλέσει στο σπίτι στα χωράφια, όχι για να μη μαθευτεί αλλά να, ξέρετε κάθε κάβουρας στη φωλιά του είναι πιο δυνατός, ήταν και ο Ηλίας, ο ράφτης παρόλο που τον έφαγα να έλθει, δεν φάνηκε, μάλλον για να μη στεναχωρήσει τον πατέρα μου…».
Του είπαν τα αδέλφια της να την προσέχει, γιατί αλλιώς θα έκανε μαζί τους. Τότε ήταν η εποχή του ξύλου. «Τότε οι άντρες χτυπούσαν τις γυναίκες, οι δάσκαλοι τους μαθητές, οι γονείς τα παιδιά, οι μανάδες τα παιδιά, τα μεγάλα παιδιά τα μικρότερα και δεν έχει τελειωμό η ιστορία του ξύλου, αλλά τι σχέση είχαν αυτά για μένα; Εγώ είχα βρει γυναίκα, θα την έκανα εικόνισμα».
Οι μέρες για τον Μήτσο κυλούσαν διαφορετικά τώρα, έβλεπε τα χωράφια και του φαινόταν πιο όμορφα, ο λόγγος τριγύρω του είχε αποκτήσει ένα γλυκό, ανακατεμένο με διάφορα πράσινα χρώματα, «τα ζώα ήταν σαν να ήθελαν να μου μιλήσουν, ήταν πιο ζωντανά…»
«Με έτρωγε συνέχεια η σκέψη “θα με αγαπήσει και αυτή;”. Είχα χαζέψει, παιδιά μου, ίσως και να είμαι συνέχεια χαζός, όπως λέει και ο πατέρας μου, όμως να σας πω τι έκανα. Έβαζα σημάδι, αν κλωτσήσω μια κουκουνάρα και περάσει ανάμεσα από δύο σημεία, σαν τέρματα στη μπάλα, και συνήθως τα κατάφερνα, και μετά έβαζα όλο και πιο μικρό τέρμα και όλο τα κατάφερνα, μετά σημάδευα όχι να περάσει από τέρμα αλλά να κτυπώ τον κορμό ενός δέντρου, όπου έβρισκα κάτι να κλωτσιέται, έκανα αυτή τη δουλειά, αν, λοιπόν, πετυχαίνω αυτά, τότε θα με θέλει η Μαρία. Το ‘θελα τόσο πολύ και έβαζα τα δυνατά μου και τα κατάφερνα ή με αγαπούσε αληθινά η Μαρία; Δεν ήξερα, εγώ πάντως ήμουνα σα μεθυσμένος από τη χαρά μου που μπορεί να είχα επιτέλους και εγώ γυναίκα».
Ήθελε και η Μαρία τον Μήτσο. Ο Μήτσος τρελάθηκε. Πρώτη φορά ένιωσε ότι έχει κάποια αξία, ότι είναι και αυτός σημαντικός έστω για την Μαρία. Η ζωή άλλαξε στα χωράφια του Μήτσου, όλα φαίνονταν τώρα διαφορετικά, ο ήλιος πιο λαμπερός, οι αγραπιδιές «ξερές» μες στο καταχείμωνο, «μου φαίνονταν νυφούλες, με λουλούδια που ακόμα δεν είχαν βγάλει, αφού δεν είχαν σκάσει ούτε τα μπουμπούκια για τα φύλλα τους», οι πεύκες κυμάτιζαν τα κλαδιά τους όλο χαρά, ακόμα και τα ζώα γνώριζαν τώρα περισσότερη φροντίδα και «μου φαινόταν ότι με κοίταζαν μες στα μάτια».
Η ευτυχία είχε φωλιάσει για καλά στο κονάκι του Μήτσου.
«Πήγαν όλα κατ’ ευχήν, που λένε και οι γραμματιζούμενοι, δεν ξέρω πώς είναι οι νιόπαντροι, μα εγώ έζησα μια άλλη ζωή, η ψυχή μου γαλήνεψε, η καρδιά μου ήταν μες στη γλύκα, το σπίτι νοστίμισε, αχ! δεν ξέρετε τι είναι μια γυναίκα στο σπίτι για έναν που ζούσε χρόνια και χρόνια ολομόναχος και ερημίτης… Θεέ μου, ονειρευόμουνα συνέχεια. Θα κάνω εκείνο, θα κάνω το άλλο, θα κάνω παιδιά, θα αγοράσω κι’ άλλα χωράφια, τώρα που όλοι φεύγουν από το χωριό θα είναι και πιο φτηνά. Μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές, άρμεγμα στο άψε – σβήσε, να βάζω βοσκές για όλα τα ζωντανά, ελιές, μποστάνια, αραποσίτια, θέρισμα, να δένω μπάλες με άχυρο με ένα απλό κασόνι και ας έχουν οι άλλοι μηχανές, να φτιάχνω χαγιάτια, καλύβια, τσάρκα, μικρά γεφύρια, να μαζεύω ρετσίνι από τις πεύκες, να ξεγεννάω όλα τα ζώα, να φτιάχνω τυριά και γιαούρτια, να πεταλώνω τα άλογα, να κάνω χωράφι, να χαρακώνω το αμπέλι, να ρεντάω, να σπέρνω, να πηγαίνω για δανεικαριές, να, να, να… Εγώ μπορώ να ζήσω και τρία και τέσσερα παιδιά. Θα δουλεύω νύχτα μέρα, αρκεί να έχω παρέα, να κουβεντιάζω, να γελάμε και να μην τσακωνόμαστε, εγώ δε θα βαράω τα παιδιά μου, θα τα αγαπάω…»
Αλλά μετά από τρεις μήνες η τύχη άρχισε να γυρίζει αλλιώς την ευτυχία του Μήτσου. Η Μαρία δεν ήθελε παιδιά. «Εκεί που θα μπορούσα να την «πιάσω», να την κάνω να αλλάξει, αυτή το απέφευγε και με απειλούσε μάλιστα ότι θα φύγει», την έκανα χρυσή. “Δεν μπορώ να μεγαλώσω παιδιά. Μου έδωσαν μια κατάρα όταν ήμουν μικρή και η γιαγιά μου δεν αφήνει με τίποτα, “θα γίνει κάνα κακό, σου έκανε μάγια μια θεια μου”’’. Τι να κάνω; Και εγώ πίστευα τις κατάρες και τα μάγια, αλλά νόμιζα ότι είχαν σχέση με τους κακούς ανθρώπους, τι σχέση είχε αυτό με τα παιδιά που είναι η χαρά του ανθρώπου και του Θεού, όπως έλεγε η μακαρίτισσα η δική μου γιαγιά; Πονηρεύτηκα, ότι μπορεί και να μην είναι έτσι, αλλά τι να κάνω;»
Δύσκολη ανηφόρα η αφήγηση μια ιστορίας που έχει πόνο, ο Μήτσος έπινε όλο και πιο μεγάλες γουλιές, η μπουκάλα «κατέβαινε» γρήγορα και το κρασί χοροπηδούσε από τις φουσκάλες που στριμώχνονταν για να βρουν την ελευθερία τους έξω από το γυαλί.
«Αλλά η μια συμφορά φέρνει την άλλη. Όλο ήθελε να φεύγει. “Να δω τους δικούς μου. Θέλεις να μαζεύεται όλο αυτό το τσούρμο εδωπάνου;”. Όχι, δεν ήθελα. Αλλά όλο και πιο συχνά την κοπάναγε. “Δεν μπορεί να αλλάξει τρόπο ζωής”, μου είπε ο φίλος μου ο Ηλίας, “αυτή θέλει τσαντίρι, θέλει νταβαντούρια, γλέντια και χορούς, τι να την κάνει τη μοναχική ζωή, τα πρόβατα, τα τυριά και τα γάλατα, τα σεντόνια και τις καθαρές κουβέρτες που συνέχεια μου τσαμπουνάς;”».
Αλλά ο Μήτσος πίστευε ότι η αγάπη είναι ένα δυνατό πράγμα και δεν κολώνει στον διαφορετικό τρόπο ζωής.
«Χόρευε η Μαρία μου, τι τσιφτετέλι ήταν αυτό, ζήλευα, δεν ήθελα να χορεύει όταν ήταν και άλλοι ανθρώποι. Εγώ δεν ήξερα, πού να μάθω, στα πρόβατα; ένα ζούδι ήμουνα, την έβλεπα όταν είχε κανένα τσιφτετέλι στο ράδιο κουνιόταν αμέσως το κορμί της σαν να ξεκινούσε από μόνο του το χορό, με κοιτούσε με το πιο γλυκό χαμόγελο, ήταν ευτυχισμένη, με κοιτούσε επίμονα, έβλεπε ότι τη χάζευα, “Θεέ μου”, έλεγα, “τι θαύμα είναι τούτο;”, δεν χόρευε προκλητικά, αλλά το κορμί της ήταν φτιαγμένο για να χορεύει, τι νάκανα που δεν καταλάβαινα, μόνο τα δημοτικά με συγκινούσαν, το “Μια βοσκοπούλα αγάπησα” με τον Ζάχο ήταν το αγαπημένο μου, αλλά ποτέ δεν είχα δοκιμάσει να χορέψω, πού να το έκανα, στα χωράφια; στο χωριό εγώ δεν πήγαινα στα καλά, στα μεγάλα καφενεία, δεν τολμούσα να σηκωθώ ούτε στην ουρά του χορού, θα γέλαγαν όλοι μαζί μου. Άμα σταμάταγε το ράδιο το τραγούδι που χόρευε και δεν είχε άλλο, μετά καθόταν στο κρεβάτι, κοιτούσε κάτω στο χώμα και κουνούσε αριστερά – δεξιά τα πόδια της ψιθυρίζοντας έναν σκοπό που δεν τον ήξερα, έβλεπα πόσο στεναχωριόταν που δεν είχε να χορέψει και άλλο, της έδινα κρασί, το έπινε, μου ξαναζητούσε, μελαγχολούσε, αλλά μετά αργά το βράδυ ήταν πολύ καλή μαζί μου και όμως στεναχωριόμουνα που δεν μπορούσα να της φανώ αντάξιος. Τι μαρτύριο και αυτό, να κάνω τόσες και τόσες δουλειές, αλλά γι’ αυτή μετρούσε πιο πολύ από κάθε άλλο πράγμα ο χορός, που ήμουνα σκράπας, “καλύτερα να χορεύει με τους δικούς της”, σκέφτηκα και να μην την βλέπω εγώ που χορεύει με άλλους… αλλά αν έχει κάνα φίλο; Θα είναι η γυναίκα μου με τον παλιό της φίλο και εγώ θα κάνω τον άντρα της από μακριά; μήπως γι’ αυτό δεν θέλει να κάνουμε παιδιά;».
Ο ράφτης του το είχε πει «οι γύφτοι παντρεύονται νωρίς – νωρίς, λογοδένονται από μικρά παιδιά, ακόμα και πρωτοξάδελφα και δευτεροξάδελφα παντρεύονται μεταξύ τους, στα δεκαπέντε τους γεννάνε κιόλας και η Μαρία είναι τόσο όμορφη, δεν το καταλαβαίνεις;», αλλά ο Μήτσος τότε έκανε πως δεν το άκουσε.
Η Μαρία έφευγε όλο και πιο συχνά. Κουβάλαγε και τυριά και κρέατα που της έδινε ο Μήτσος, είχε και τον παρά της, από τον καλό της….
«Αλλά, άμα ντόσεις το σκοινί μια φορά, μετά συνέχεια το ξαναντόνεις. Ήξερε ότι της είχα αδυναμία, ήξερε ότι δεν μπορούσα τόσα χρόνια να παντρευτώ, θα της το σφύριξαν διάφοροι καλοθελητές, έβλεπε ότι εγώ είχα αρχίσει να υποχωρώ και με έβαλε μπροστά…, όπως βάζουμε τα γαλιά με το καλάμι, η Μαρία μου δεν ήθελε να τα κάνει, οι άλλοι οι δικοί της, βλέπανε ότι κουβαλάει στο τσαντίρι τους πράγματα και πράγματα, να τα αρνιά, να οι μυτζήθρες, να τα λαχανικά, ακόμα και ρίγανη έπαιρνε, και το εκμεταλλεύονταν. Γινόταν όλο και πιο απαιτητική, άμα έβλεπε ότι δεν τα έδινα με την καρδιά μου, με παίδευε τα βράδια που ήταν μαζί μου, αγριεμένος και εγώ από τη στέρηση, ξέρετε, τι να κάνω, όλο υποχωρούσα…».
Η Μαρία άρχισε να λείπει όλο και πιο πολύ, εβδομάδα, στην αρχή, μετά δυο και τρεις εβδομάδες, μετά σκαλώναμε στον μήνα.
«Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, είσαι γυναίκα μου, εγώ σε αγαπώ, βλέπεις πόσο σε προσέχω, δεν σε αφήνω να κάνεις δουλειές, δε σου λείπει τίποτα, γιατί με παιδεύεις;».
«Και εμένα μου αρέσεις, Μήτσο, πρώτη φορά νιώθω τόση αγάπη και φροντίδα, νιώθω σα βασίλισσα, τι να σου πω; Αλλά θέλω και τους δικούς μου, μου αρέσει που είμαστε όλοι μαζί, που χορεύουμε με το έτσι θέλω, σχεδόν κάθε μέρα χορεύουμε, το ξέρω είναι διαφορετικό για σένα, εγώ είμαι μες στη φτώχεια, αλλά είναι τόσο δύσκολο για μένα να ζήσω εδώ μόνη μου».
«Ένιωσα μια ανακούφιση που ήθελε και αυτή να είναι μαζί μου, που της άρεσα. Δεν φταίει αυτή, έλεγα μέσα μου και πάλι δεχόμουνα αυτή την παλιοκατάσταση. Αλλά και τι να κάνω; Ή θα μου έφευγε για πάντα ή θα πηγαινοερχόταν στους δικούς της».
«Παράτα τη. Ή άμα θέλεις να την κρατήσεις, τρίξτης τα δόντια, πες της να διαλέξει, ή με εσένα ή με τους δικούς της, άμα τη ζορίσεις, τότε μπορεί να κάτσει μαζί σου, αλλιώς θα σε πάει έτσι και θα έχεις περισσότερη στεναχώρια από ό,τι χαρές θα σου δίνει.
Ο Ηλίας μου το είπε όταν με είδε πόσο χάλια ήμουνα όταν με έβλεπε στο καφενείο να πίνω και να πίνω, που νάξερε πόσο έπινα και στο σπίτι…»
Οι συμφορές πάνε μαζί, γιατί γεννιούνται με τον ίδιο τρόπο. «Κατέπεσε και ο πατέρας μου, φαγώθηκαν όλοι στο χωριό ότι τον έριξε κάτω η στεναχώρια που του έφερα στο σπίτι του, “η γύφτισσα και ο Μήτσος τον έφαγαν”, έτσι λένε στο χωριό, μου είπε η θεια μου η Αργύρω, ήμουνα σίγουρος ότι ούτε που θα ήθελε να καταδεχτεί να τον κοιτάξει η γυναίκα μου, και “πού είναι η γυναίκα μου”, έλεγα και εγώ, “καλύτερα που δε θέλει”, άσε που άμα μάθει τα όσα μου συμβαίνουν δε θα στεναχωρηθεί σαν πατέρας μου, αλλά θα πει “ορίστε τι μαγκούφης που είναι ούτε μια γύφτισσα δεν μπορεί να κρατήσει”, αλλά εγώ είχα άλλα πιο σοβαρά βάσανα, δεν με ένοιαζε πλέον τι θα πει ο ένας και ο άλλος, με ένοιαζε μόνο η Μαρία».
«Κατάντια και αυτή ένας άρχοντας που είχε τα πάντα στο σπίτι του ακόμα και στην Κατοχή που όλοι πεινούσαν, με τόσα στρέμματα χωράφια και πάμπολλα ζωντανά να τον γεροκομήσει μια γύφτισσα», μονολογούσε χωρίς να με κοιτάει, γιατί δεν άξιζα ούτε τη ματιά του, ίσα – ίσα να ακούω τη φωνή του, για να με μαχαιρώνει αλλιώς τώρα όχι όπως τότε…
«Οι στεναχώριες σε βοηθάνε να πάρεις αποφάσεις που δεν μπορείς στα καλά καθούμενα. Μου στριφογύριζε αυτή η κουβέντα, αλλά δεν ήμουνα σίγουρος τι ήθελα. Τελικά έκανα τον καμπόσο, σαν να είχα εγώ το πάνω χέρι.
”Μαρία, σου δίνω μια βδομάδα καιρό να αποφασίσεις: ή θα κάτσεις μαζί μου ή θα φύγεις, θα χωρίσουμε. Αν δεν έρθεις μέχρι τη άλλη Τετάρτη, σημαίνει ότι σταματάμε. Θα ρωτήσουμε πώς παίρνουμε διαζύγιο, γιατί και εγώ δεν έχω ιδέα απ’ αυτά…”».
Οι μέρες που ήλθαν μετά από αυτή τη κουβέντα ήταν όλο αγωνία.
Κοιτούσε συνέχεια προς τη μεριά του δρόμου, μήπως φανεί το αγροτικό του αδελφού της, στραβολαίμιασε από το κοίταγμα, άμα αλυχτούσαν τα ζώα από τα γειτονικά κονάκια, πεταγόταν στην πόρτα.
«Δεν ξανάλθε. Ούτε και κάνας δικός της για το διαζύγιο».
Έμπλεξε και με αυτά.
«Τώρα το σπίτι μού ήταν ένας Γολγοθάς, πώς να με χωρέσει, θυμόμουνα τις χαρές που είχα περάσει με την Μαρία και δε με χωρούσε ο τόπος. Όταν έπεφτα στο κρεβάτι, δεν μπορούσα να βρω γαλήνη, σηκωνόμουνα, έβαζα το ράδιο για να θυμηθώ ποια τραγούδια σιγο – χόρευε μόνη της, με έπιανε η στεναχώρια, μία έκλαιγα, μία έπινα, ο ύπνος μου ένας εφιάλτης.
Μόλις ξύπναγα λάκαγα αμέσως για τα ζώα και τα χωράφια, εκεί καταλάγιαζε κάπως η πίκρα. Αλλά καλύτερα να υπάρχει ένα τέλος σε κάτι που έχει λίγη χαρά και πολύ στεναχώρια. Αλλά, ξέρετε παιδιά μου, η κατάσταση μετά μου έγινε ένα μαρτύριο. “Σα ζώο ζω, τίποτα δεν αλλάζει στη ζωή μου”, σκεπτόμουνα συνέχεια, είχα γευθεί μια γυναίκα δικιά μου, “πώς θα ζήσω τώρα;”, έλεγα και ξανάλεγα. Καλύτερα θα ήταν να μην την έχω γνωρίσει, να μη με ταρακουνήσει έτσι. Χειρότερος και από ζώο έγινα. Και τα ζώα έχουν παρέα και ζευγαρώνουν, εγώ; ούτε άνθρωπο να μιλάω δεν έχω, μόνο τα Σάββατα ανηφορίζω προς το χωριό, ποιο ζώο μπορεί να ζήσει μόνο του;».
Σταμάτησε, βαριανάσαινε, ήπιε μια γουλιά κρασί, ξανάπιε, τον κοιτάγαμε πικραμένοι και εμείς και δεν ξέραμε τι να του πούμε. Έσκυβε όλο και πιο πολύ το κεφάλι του, πήρε ένα ξύλο από το χώμα και σκάλιζε κάνοντας γραμμές, τις παρατηρούσαμε, δεν έβγαινε κανένα σχέδιο.
«Κάθε χρόνο εδώ και καιρό έρχομαι στο Τζαμί, όχι πια για να συναντήσω τη γυναίκα που ονειρευόμουνα, και να σας πω την αλήθεια, άμα βλέπω γύφτους, στρίβω, μην πέσω πάνω στη Μαρία, τι να κάνω τότε; Φοβάμαι δεν θέλω να την συναντήσω, αν και τη σκέπτομαι συνέχεια, έρχομαι γιατί νομίζω ότι θα δω ζωντανά τα όνειρα που έκανα για κείνη και για μένα, τα όνειρα που τόσο που αναστάτωσαν τη ζωή, που με έβγαλαν από μια κατάσταση ζώου, που μου γνώρισαν αυτό πολύ λένε ευτυχία, τη γνώρισα, παιδιά, για λίγο όμως… Θέλω να έρχομαι στο πανηγύρι στου Τζαμί… για να θυμάμαι πόσο λαχταρούσα την Μαρία, πόσο την είχα αγαπήσει… πόσο όμορφα είχα νιώσει… θα κοιμάμαι, θα ονειρεύομαι και θα ξέρω πώς είναι αυτό το όνειρο, θα το φυλάω μέσα στην καρδιά μου, θα πεθάνω με αυτό τον καημό στην ψυχή μου…»
Μας ξανακέρασε, «άντε παιδιά και του χρόνου, στο πανηγύρι στου Τζαμί και άμα μεγαλώσετε και αγαπήσετε να μου λέτε εσείς τότε τη δική σας αγάπη, γιατί θα είναι καλύτερη, να μάθω και εγώ ότι η αγάπη δεν έχει πιο πολλά βάσανα από τις γλύκες της, ότι η αγάπη είναι η ευτυχία, είναι η ζωή η πραγματική, είναι αυτό που λένε ο Παράδεισος του Θεού».
Σηκώθηκε, τράβηξε το καπέλο του πάλι προς τα μπροστά και με ένα πικρό αλλά φωτεινό χαμόγελο μας ξανάπε «και του χρόνου στο πανηγύρι στου Τζαμί…»
Πρόσφατα σχόλια